\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 

 




 


   
 

 



  • Ελευθερία

     

     Η γειτονιά έμοιαζε μαίανδρος. Τα όνειρα που ζούσαν τους ανθρώπους της ζούσαν και τη κυρα- Διαμάντω. Η γριά δεν έβλεπε καλά κι όλοι το γνώριζαν αυτό. Κάτι σκιές έβλεπε μονάχα, όπως έλεγε. Οι σκιές είναι φίλων πια, κι όχι δεν είν' οχτρών. Δεν υπάρχουνε πια οχτροί όταν γεράσει κανείς, ούτε ο χρόνος είναι οχτρός, έλεγε.

    Δεν ήθελε να κοιταχτεί να δει την υγειά της. Αλλά κι έτσι που ήταν, έπαιρνε το μάτι της από μακριά. Της άρεσε να ζει στα σύννεφα, να πλάθει δικά της και να πλέκει κι αλλού στο παιχνίδι της. Η γειτονιά την άφηνε να κάνει το κέφι της όσο ήθελε.

    Το παιδί ψιλοκουρεμένο στο ίδιο στενοσόκακο έπαιζε τη μέρα αυτή όπως πάντα με μια πέτρα που κλωτσούσε με κάτι παλιοπάπουτσα. Ο δρόμος ακόμα ακάμωτος.

    -Σού  'ρθανε ξένοι, γιαγιά, είπε με λαχάνιασμα, συνεχίζοντας να κλωτσά.

     

    Η γριά πήρε το μπαστούνι με τό 'να, από την άκρη της καρέκλας και το 'βαλε ανάμεσα στα δυο της γόνατα, έτσι όπως καθόταν σούζα, αμίλητη. Από μακριά φαινόταν πουλί που αφουγκράζεται με πονηριά, έτοιμο να πετάξει, ν' αρπαχτεί από κάτι, να ζήσει.

    -Ξένοι παιδί μου; Εμένα;

    Το παιδί ήρεμο έγνεψε ''ναι''.

    Έπειτα κατέβασε το λιγοστό ύψος της, η γριά. Μόλις φαινόταν πίσω από το κάθισμα, κάτι ψιθύρισε ανεβοκατεβάζοντας το μπαστούνι της κι άφησε πνιγμένο ένα φθόγγο.

    -Κακό χρόνο να 'χεις, με ξεγέλασες πάλι.

    Μα δεν εννοούσε να ξεστομίζει βρισιές. Όλα αυτά συνέβαιναν, ενώ γελούσε κι αυτή για τα πάθη της.

    Το παιδί με τα παλιοπάπουτσα πήγε πιο κάτω σε μια άλλη, πιο στρογγυλή πέτρα. Στο στενό με το χωματόδρομο χρόνια περιμένουν την Κυβέρνηση να βάλει μαύρη παχιά στρώση στο δρόμο. Το χειμώνα, τα τροχοφόρα παλεύουν με τη λάσπη, το καλοκαίρι η σκόνη σκαλώνει στα παράθυρα και τους αλλάζει το χρώμα.

     Η γριά πήρε τη στάση πετεινού που προσπαθεί να βολευτεί μετά από χαμηλό πέταμα σε κοντινό θάμνο. Το παιδί ξανάρθε κλωτσώντας ένα κομμάτι ξύλο.

    -Πλησιάζουν οι ξένοι, είπε και πηδούσε τώρα στο ίδιο σημείο. Έρχονται κατά δω, κρατούν ένα πακέτο, ζητούν να μάθουν αν ζεις ακόμα σ' αυτή τη γειτονιά.

    Η γριά τίναξε το στήθος και μετά από νευρικό σύντομο γέλιο που ανέβαινε σπασμένο από τον ισιωμένο της θώρακα. Ρώτησε πάλι.

    -Εμένα;

    Το παιδί έμεινε με κομμάτι αμφιβολία. Δε μιλούσε. Η γριά από την άλλη τίναξε πάλι το στήθος.

    -Κατεργαράκο! Πας να με ξεγελάσεις, ε;  Αμ δε, δε με ξεγελάς.

    Καμώθηκε πως θύμωσε.''Ποτέ σου δε θυμάσαι'', είπε στο παιδί. ''Δεν μιλήσαμε ποτέ μας για πακέτο. Είπαμε πως σαν θα 'ρθει, θα κρατά μόνο τη ζακέτα απ' το κοστούμι του. Και θε να 'ρθει μόνος του, μη μου βάζεις τώρα κι άλλα στο παιγνίδι.''

    Το παιδί έφυγε στο άψε-σβήσε, και ξαναγύρισε στον ίδιο ρυθμό. Τα μάτια του γυάλιζαν και τα φρύδια του είχαν σμίξει, χωρίζοντας με κάθετη γραμμή το μέτωπο.

    -Να πω πως ζεις;

    Η γριά θύμωσε με μάτια που γελούσαν. ''Δεν έχω τίποτε άλλο πια να σου μάθω, δεν άκουσες ποτέ σου αυτά που είπαμε. Από τα πέντε σου τα μαθαίνω τα παιχνίδια μας. Σημαίνει πως δεν θέλεις να παίζεις μαζί μου.'' Και ξαφνικά μετά από χασμουρητό, άνοιξε τα μάτια της ολόσωστα.

    -Σε καλώ σε συνεδρίαση, είπε τώρα με αυστηρότητα. ''Τώρα αμέσως να τα πούμε στη συνεδρίαση.''

    Κτύπησε με το κλειδί της ένα παλιό τενεκεδάκι στητό στο πόδι της καρέκλας. Η τρύπα του κλειδιού είχε δεμένο ένα μαντήλι παλιομάντηλο αλλά καθαρό. Μετά από το κουδούνισμα μαλάκωσε. ''Πες τους όχι, βρε παιδάκι μου, πως όχι, δε ζω εδώ πια.''    

    Ίδιο γέλιο, ίδια ν' αφουγκράζεται.

    Το παιδί σύρθηκε στην άκρη του τοίχου.''Μα...'' ψέλλισε.

    Η γριά το λυπήθηκε.''Ωραία λοιπόν, τώρα που φτάσαμε σε κάποιο αποτέλεσμα μετά τη συνεδρίασή μας, τι λες, ζω ή δεν ζω; Δεν είπαμε ότι πρέπει να ακολουθούμε πάντα τους κανόνες του παιχνιδιού; Εγώ ποτέ μου δεν σου έκανα ζαβολιές. Έλα τώρα, είσαι ο μοναδικός φίλος που έχω.''

    Συνέχισε να γελά η γριά. Πήρε μια σταφίδα μέσα από το μαντήλι της και τη μασούσε με τα χείλη. Η σκιά του μυτερού της πηγουνιού ζωγραφίστηκε στο χώμα, ανεβοκατέβαινε σε μια πέτρα δίπλα από το μπαστούνι όσο κράτησε το μάσημα.

    -Να θυμάσαι τι σου είπα για εκείνον. Λεπτό μουστάκι, ωραία δόντια, ο πιο όμορφος...ο κανακάρης μου, που δεν με θυμάται ποτέ του πια. Με ξέχασε. Ένας γιος δεν ξεχνά ποτέ τη μάνα του.

    Την έπιασε κλάμα. Έψαχνε για μια λεύτερη άκρη του μαντηλιού. Στη μια, το κλειδί της κάμαρας. Της την είχε παραχωρήσει ένα ζευγάρι που ζούσε σ' ένα μεγαλύτερο σπίτι στο στενό, που είχε γυρίσει από την ξενιτιά. Στις άλλες τρεις, η σταφίδα. Κάτι έψαχνε σκυφτή, κι έτσι έμοιαζε τώρα σφαίρα που τράνταζε, τυφώνας από 'να κόσμο που δεν γνώριζε κανένας ζωντανός. Η σφαίρα ξεδιπλώθηκε σα να 'νοιγαν τα σωθικά της. Το παιδί είχε μάθει πως δεν έπρεπε να της κόψει το κλάμα στα δυο. Την άφησε ώσπου να 'συχάσει.

    -Αποκλείεται. Αποκλείεται να πέθανε. Χρόνια δεν το πίστεψα, και δεν το πιστεύω ούτε τώρα. Θα παίζουμε το παιχνίδι της επιστροφής του μέχρι να γυρίσει, ή καλύτερα μέχρι να φύγω εγώ.

    Ο μικρός που δεν άκουγε τώρα απομακρύνθηκε. Επέστρεψε μόνο για να της πει τι είχε πει στους ξένους, πως δεν ζούσε πια η γριά σ' αυτή τη γειτονιά. Το μισοξυρισμένο κεφάλι του είχε το ίδιο χρώμα με την πέτρα που σήκωνε με την άκρη του παπουτσιού του για να την πετάξει λίγα μέτρα παρακάτω.

    Μα ξαφνικά τα φρύδια του είχαν καβαλήσει το ένα το άλλο. Ήρθε κοντά στο αυτί της.''Δεν ξέρω αν είναι αυτός, δεν έχει μουστάκι, μοιάζει όμως πολύ με τη φωτογραφία εκείνη που έχεις στο προσκεφάλι σου. Είναι ο γιος σου νομίζω, είναι ο Φώτης. Ναι...του μοιάζει τόσο πολύ. Είναι ο Φώτης σου.''

    Η γριά έκανε το σώμα της τόξο, έτοιμο να φύγει από τα δάκτυλα της μοίρας. Έδειξε το άδειο στόμα της. Πετάχτηκαν κάτι μικροσκοπικά κομμάτια απ΄ τη σταφίδα στα χείλη της που άφριζαν στις άκρες και που φανήκαν να είναι αμάσητο φαΐ κι αμάσητα λόγια μαζί. Τώρα η σφαίρα-κορμί της ήταν επίπεδα και τίποτε δεν θύμιζε το ανθρώπινο κουβάρι που περνά την ώρα του στην καρέκλα.

    Ο μικρός συνέχισε να βλέπει χαλαρώνοντας τα φρύδια. Η γριά σκούπιζε με το πίσω μέρος της παλάμης αποφαΐδια και λόγια την ώρα που ο μικρός έλεγε.

    -Ναι, του μοιάζει τόσο πολύ, είναι ο Φώτης σου.

    Νέο τίναγμα το σώμα της γριάς στην καρέκλα.

    -Δεν παίζω. Είχαμε πει να μην μπερδεύουμε τα πράγματα. Με ζαβολεύεις. Μου βάζεις τ' αληθινά με τα ψεύτικα μαζί. Δεν έχει άλλες καραμέλες. Δεν έχει τίποτε πια για σένα. Για το γιο μου να μου πεις. Εκείνον που έχει το μουστάκι, εκείνον που βαδίζει σαν παγώνι και χαμογελά σαν νυχτολούλουδο. Το μοναχοπαίδι μου. Σου τα έμαθα όλα αυτά εδώ και καιρό τώρα.

    Το πρόσωπό της στάθηκε εκστατικό. Λες κι έπαιζε τώρα ένα πιο σοβαρό κομμάτι του ρόλου της.

    -Ξέρεις πώς θέλω να μπει στην αυλή, ξέρεις τι ρούχα θέλω να φοράει. Όπως το παίζουμε κάθε απόγευμα. Σήμερα δεν μου τα παίζεις καλά. Λοιπόν, θα παίξουμε όμορφα ναι ή όχι;

    Σήκωσε το μπαστούνι κι έψαχνε να βρει το παιδί στην απόσταση του ξύλινου στηρίγματος της. Το αγόρι και πάλι κοντοστάθηκε. Απομακρύνθηκε ωστόσο, και από κάποια απόσταση της είπε με γελόκλαμα, ενώ τα μάτια του μέναν μετέωρα. ''Είχε και πακέτο. Και μαι μεγάλη βαλίτσα αλλά όχι, μουστάκι δεν είχε και δεν περπατούσε σαν παγώνι"

    Αυτό που ακούστηκε ύστερα ήταν το παιδί...να μιλάει τώρα με φωνή που από τρίσβαθα άγνωστα, λες και είχε απότομα αποκτήσει σοφία που ξέφυγε από τα λυμένα φύλλα της Βίβλου, που είχε η μάνα του στο ράφι της κουζίνας, και τα ξεφύλλιζε ώρα ανάγκης.

    - Έμοιαζε με γέρο, κάπως έτσι ναι, με γέρο. Αφού του λείπαν να φανταστείς  και δόντια, ναι, μια σειρά από δόντια...

    Έκανε πως βολεύτηκε στην καρέκλα η γριά, μια στο δεξί, μια στο αριστερό της ανύπαρκτο κωλομέρι και πάλι είπε.

    ''Πακέττο γιε μου; Και τι θέλουν από μένα;"

    Το παιδί πήγε ως την άκρη του δρόμου τραγουδώντας. Ξανάρθε. Ερχόταν με άδεια χέρια ο άντρας από το αυτοκίνητο. Αυτό θα έλεγε τώρα το παιδί στο αυτί της γριάς.

    “ Με άδεια χέρια γιε μου; Και τι θέλουν από μένα; Από τότε που έμαθα για το γιο μου, πως δηλαδή μας άφηνε χρόνια και μετακόμισα εδώ, κανένας δεν ήρθε για μένα.

    Μα όχι δεν ήταν άδεια τα χέρια τους. Ο άντρας κρατούσε κάτι χαρτιά ή καλύτερα ένα γράμμα. Το έδωσε στο παιδί, και του είπε να κρατήσει το περιεχόμενο.

    Στα δέκα μέτρα το αυτοκίνητο λοξοδρόμησε. Μπήκε στο ζαχαροπλαστείο της γωνιάς. Πόσο τις λιγουρευόταν τις λιχουδιές του ζαχαροπλαστείου το παιδί...Μύριζε ο τόπος μαρέγκα ψημένη. Αυτός που έμοιαζε του Φώτη κρατούσε βγαίνοντας κάτι που φαίνονταν σαν χαρτομάντιλα. Τράβηξε ένα και το πέρασε στη μύτη του.

    Το παιδί είχε τώρα ένα σχοινάκι που το έσερνε κάτω από τη μασχάλη του κι έκανε μεγάλα βήματα μέχρι τη γωνιά, κρατώντας το φάκελλο. Ξαναγύρισε, της είπε ό,τι είδε, της έδωσε το φάκελλο.

    Η γριά έμεινε ώρα πολλή αμίλητη. Πρώτη φορά την είδε τόσο αμίλητη τόσο ακίνητη. Χωρίς παλμό είπε στο παιδί πως θα φώναζε την άλλη μέρα τη μάνα του να της το διαβάσει.

    Πέρασε η μέρα, έγειρε το απόγεμα. Σηκώθηκε απ΄ την καρέκλα  ''Είναι κανένας γύρω;''

    Το παιδί που είχε φυλάξει πιο νωρίς την πέτρα κάτω από το δέντρο είχε αλλάξει παπούτσια και καθόταν στη στενόμακρη αυλή έξω από το σπίτι με το σχοινάκι στα χέρια. Την πλησίασε. Είχε νιφτεί κι είχε κτενίσει τα λίγα μαλλιά που του άφησε ο κουρέας στην κούτρα του. Είχαν εμφανιστεί ψείρες, είχε πει ο κουρέας της μάνας του, στα Δημοτικά της περιοχής, κι ήτανε κρίμα να πιάσει κι αυτός τις παλιόψειρες.

    -Ναι φτωχοί, ναι και ψείρηδες; Δεν κάνει. Κόψιμο λοιπόν τα μαλλιά. Πρώτο νούμερο, είχε πει κι η μάνα του.

    Τον αισθάνθηκε κοντά της η γριά.

    Αυτό έκανε να φύγει αλλά προδόθηκε. Είπε αυτά τα λόγια λες και τα είχε μάθει απ'  έξω, να τα παίξει καλά, μόνο για πάρτη της.

    -Ήταν ο γιος σου ο Φώτης κυρα-Διαμάντω. Ήρθε να σε δει. Ναι, ήρθε από την Αυστραλία, δεν ήταν πως σκοτώθηκε, δεν ήταν...Μα γιατί δεν σου ξανάγραψε; Γιατί δεν με πίστεψες;

    Έπρεπε να πει κι άλλα. Λες και περίμενε να μιλήσει κανείς από ένα υποβολείο, να του πει τις πιο κάτω γραμμές του.

    -Τώρα; Τι θα γίνει τώρα; Φταίω εγώ; Ε; Φταίω; Είκοσι χρόνια, χαμένα. Για το παιχνίδι σου...Δεν σε ζαβόλεψα ποτέ μου, εσύ με ζαβόλεψες, εσύ...ζαβόλεψες και τον εαυτό σου...

    -Έλα, μην καλις σαν μυξιάρικο, είπε εκείνη δυνατά και άχρωμα. Και σταμάτα το σχοινάκι τέλος πάντων, είναι για τα κορίτσια.

    Μα το παιδί συνέχισε' 'Μου είπες να του πω πως πέθανες. Δεν θα ξανάρθει πια...''

    Κάθισε στο τσιμεντένιο κατώφλι, δεν σταματούσε το κλάμα. Πέταξε με μανία το σχοι9νάκι σε κάτι θάμνους στον ξερόδρομο.

    Σε λίγο, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το σπίτι της.

    Μα δεν ήτα αυτή τη φορά ο Φώτης. Δεν θα' ταν ποτέ πια ο Φώτης. Είχαν χάσει το δρόμο κάτι ξένοι και ζητούσαν να βγουν από το μαίανδρο της φτωχογειτονιάς.

    Η γριά θα πήγαινε όπου να ΄ναι για ύπνο. Δεν είχε λάμπα ο δρόμος, δεν είχε σκόνη η αυλή.

    Ακούστηκε πρώτα μια φωνή γυναίκας. ''Θα 'ρθεις επί τέλους στο σπίτι; Δεν συμμαζεύεσαι σήμερα, βράδυασε.''

    Η γριά μισοξεστόμισε στο κατόπι αυτά.

    -Ζαβολιάρη! Έλα κι αύριο. Μου άρεσε αυτό. Ήταν μια αλλαξιά στην άνοστη ζωή μου.

    Το παιδί έμεινε για λίγο στη θέση του με ανοικτό το στόμα. Έτρεξε στη μάνα του που το φώναζε. Δεν έκλαιγε πια. Όπως δεν έκλαιγε πια κι η γριά. Την άκουσε όμως που είπε μοιρολογώντας.

    -Αχ, ξενιτιά! Αχ, Αυστραλία!

     

    (2004)

     

    Έρμα Βασιλείου

     

  • \



















  Έρμα Βασιλείου
      erma.vassiliou@anu.edu.au
 


 


 

 

 

 

 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

  

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info