ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

    






 

Η ξενιτιά της γριάς

                              της Έρμας Βασιλείου 

(Αυτό είναι το πρώτο διήγημα που έγραψα. Το έγραψα τον Ιανουάριο του 1987, λίγες μέρες πριν μεταναστεύσω για την Αυστραλία. Μ’ αυτό, στο χέρι, γραμμένο σ’ ένα σχολικό τετράδιο του γιου μου, ήρθα στην Αυστραλία. Και με αυτό, τον Φλεβάρη του ιδίου χρόνου, έπιασα δουλειά σε μια ελληνική εφημερίδα στη Μελβούρνη, στον Ελληνικό Κήρυκα, που ήταν τότε στο North Melbourne, απ’ όπου και γνώρισα τον Ελληνισμό της πόλης, και παρέμεινα στην Ελληνική μου γλώσσα και, κατ’ επέκταση, επιδόθηκα στη λογοτεχνία.

Οι φανταστικές λίρες της γριάς της ιστορίας μου έγιναν συμβολικά δικές της γλώσσας μου. Οφείλω πολλά στην Ξενιτιά της γριάς.)   

Ο δρόμος φαινόταν ατέλειωτος, το αυτοκίνητο μούγκριζε στον ανήφορο. Τα χωριά ξεδιπλώνονταν, σελίδες. Δεν τον περίμενε σίγουρα η γριά κι ούτε τον ήξερε.

“Να πας στο τελευταίο χωριό του δρόμου”, του είπαν.

Δεν θα έπρεπε να του είχαν πει στον τελευταίο δρόμο του χωριού;  

Δεν έχει άλλο μετά από αυτό. Πίσω από το χωριό δάσος. “Μη χαθείς. Γύρνα απ' τον ίδιο δρόμο. Το σπίτι είναι σ' ένα στενοσόκακο, τρίτο oτρίψιμο δεξιά απ' το καφενείο.”  

Δεν ήταν παρά ένας γείτονας στη μακρινή ξενιτιά. “ Έχει μόνο ένα μάτι”, του είπαν.

Τώρα θυμόταν καλύτερα.

“Πήγαινε και δεις τη μάνα μας. Να μας πεις αν είναι καλά.”

Το ένα χιλιόμετρο έδιωχνε τ’ άλλο. Η θάλασσα στην αριστερή μεριά άρχισε ν’ απομακρύνεται ο δρόμος να παίρνει μια δεξιά στροφή. 

 Ήταν Γενάρης και κλάδευαν τ' αμπέλια Μια ταμπέλα του 'δειχνε πως μείναν μόνο πέντε χιλιόμετρα να φτάσει. Αριστερά ένας πελώριος βράχος ριζωμένος στην άκρη του ξέστρατου.  Νόμιζες πως θα 'πεφτε από στιγμή σε στιγμή και μαζί του το μικρό εκκλησάκι στριμωγμένο στην κορφή. Δρόμοι έρημοι , ένας γέρος μα στραβά πόδια σκούπιζε μπροστά από μια ξύλινη πόρτα Στο καφενείο μια ταμπέλα έγραφε, ’εδώ πωλούνται και γραμματόσημα’. Σε ποιον; Ποιος γράφει; Στους ξενιτεμένους;  

Ο ήλιος έκαιγε κι ας ήταν Γενάρης. Πήγε και στάθηκε στη μικρή χορταριασμένη καγκελόπορτα. Την περασμένη εβδομάδα ήταν μακριά, χιλιάδες χιλιόμετρα, και τώρα μ’ ένα γράμμα, σ’ ένα χαμόσπιτο μπροστά, περιμένοντας να δει μια...σχεδόν τυφλή, αν και τόσα είναι σίγουρο πως είδε και θα έβλεπε... να πάρει νέα στους τρεις ξενιτεμένους γιους της. Φώναξε, αφουγκράστηκε, ξαναφώναξε. Άνοιξε την χορταριασμένη καγκελόπορτα που ’τριξε. Σίγουρα θα κοιμάται ακόμα η γριά. Πάνω από είκοσι χρόνια έλειπαν τα παιδιά, κι ο άντρας της την άφησε κι αυτός για τα ξένα. Μετά μάθανε πως ζούσε με μια Γερμανίδα.

Περπάτησε λίγα βήματα σ’ ένα πλακόστρωτο. Το σπίτι ήταν παλιό, λες κι  ακατοίκητο. Μια χόρτινη σκούπα στον πέτρινο διάδρομο παρ’ ολίγο να τον ρίξει χάμω. Ξαναφώναξε

-Όρισε, ακούστηκε από φωνή

Ναι, η γριά ήταν εκεί. Ήταν ψηλή και είχε καθαρό πρόσωπο.

Ζύμωνε πίτουρα

“Να πλύνω τα χέρια μου,  γιε μου!” 

Τέσσερις πέντε κότες σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο κοτέτσι, κι από πάνω  μια κάσα χωρισμένη σε τετράγωνα. Θα ’ναι για κουνέλια, σκέφτηκε. Μια ξύλινη σκάλα στ’ αριστερά. Σκέφτηκε τη γριά να την αναβαίνει για να τα ταΐσει. 

“Σου φέρνω γράμμα από την Αυστραλία, από τα παιδιά σου.” “Τα παιδιά μου;”  ρώτησε αυτή. “Τα παιδιά μου;  Μου ’γραψαν τα παιδιά μου;”  

Τού ’φερε μια χόρτινη καρέκλα. Τα χέρια έτρεμαν. Φορούσε μαντήλι μα τα μαλλιά φαίνονταν Δεν είχαν ασπρίσει ολότελα. Πρόσωπο καταρυτιδωμένο κι αγνό. Μια μπλε ποδιά προσπαθούσε να κλείσει μπροστά στο στήθος κάτι άσπρα, μεγάλα κουμπιά. Ασπροκίτρινο πλεκτό φαινόταν από μέσα. Κάλτσες παλιές, αντρικά παπούτσια.  Τα ροζιασμένα της χέρια γύριζαν το γράμμα πότε από τη μια και πότε από την άλλη. Τον κοίταξε.

Σήκωσε το χέρι του βασιλικά, σαν να της έλεγε να μη στενοχωριέται.

-Δεν μου μήνυσες! Να βάλω τα καλά μου... Από την Αυστραλία έ; Μη με συνορίζεσαι, γιε μου, έτσι όπως είμαι, έτσι κακοντυμένη...

Η γριά, κρατώντας το γράμμα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού. 

 Ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο και στην άκρη ένα τραπέζι. Γύρω, στον τοίχο, καρφιτσωμένες φωτογραφίες των παιδιών σε κορδέλες που κρέμονταν, κίτρινα χρώματα, κίτρινες θύμησες, αλλά χαρές του γάμου. Ένα κρεβάτι φαινόταν από το μικρό ξέφωτο που καθόταν. Ήταν σιδερένιο, ψηλό με υφαντές κουβέρτες Μια παλιά ντουλάπα, σπασμένος ο καθρέφτης.  Καντήλι, αναμμένο. Μικρή γκαζιέρα στη άκρη του δωματίου, σ’ ένα πάγκο από πλατύ ξύλο ακατέργαστο.  

-Ν’ αλλάξω τα ρούχα, γιε μου, να βάλω τα καλά μου; 

Είκοσι τρία χρόνια ξενιτιάς. Μια μάνα που περίμενε στο χωριό πίσω τα παιδιά της. Κι αντί γι’ αυτά, ένα γράμμα.

Φωνές ακούστηκαν από μακριά, από τ’ αμπέλια. Η γριά είχε φυτέψει και κουκιά και ρίζες σέλινο και μαϊντανό. Μύριζαν όλα Γενάρη. Τράβηξε μια καρέκλα. Η γριά προχώρησε τώρα και κάθισε μπροστά του. Του’ δωσε το γράμμα.

-Δεν ξέρω να διαβάζω.

 Του φάνηκε ατέλειωτο. Της το διάβαζε ενώ εκείνη έσκυβε κάθε λίγο τα χέρια της στη γη και ψιθύριζε ευχές για τα παιδιά της.  

“Σου γράφω εγώ και για τους τρεις μας” έλεγε πιο κάτω.

Η γριά δάκρυζε τώρα. Του ’πε ότι της είχαν ξαναγράψει παλιά, πολύ παλιά.

 -Έπρεπε να βάλω τα καλά μου, γιε μου. Δεν είμαι καλά ντυμένη. Αισθάνομαι άσχημα, πολύ άσχημα.  

Μετά...έριξε μια ματιά πάνω από το κοτέτσι. 

-Μου ’μεινε μόνο μια κουνέλα, γιε μου, κι αυτή θα γεννήσει. Έχει όμως πουλλίν, όρνιθαν, που τα χτες, Να στρώσω να φάμεν;  

Της σταμάτησε τις σκέψεις με κίνηση ακόμα πιο βασιλική. Η παλάμη του γυρισμένη σ’ αυτήν όρθια, κι αυτός αμίλητος.

Του ’ρχόταν ζάλη. Σκεφτόταν το άδειο γράμμα. Θέλησε να βάλει το χέρι στην τσέπη  να της δώσει χρήματα, να της πει πως της τα στέλνουν τα παιδιά της, όση ώρα αυτή χρειάστηκε για να συρθεί και πάλι μέσα.  

Ξανάβγαινε από το σπίτι. Κρατούσε στο ένα χέρι ένα παλιό σιδερένιο κουτί και μια σακούλα στο άλλο. Έβαλε το κουτί στα πόδια της και τη σακούλα στο χώμα. Έβγαλε πρώτα κάτι σημειώσεις και παλιές αποδείξεις. Το στόμα της θα ήταν σίγουρα πικρό. Σαν να ήθελε να το γλυκάνει με λέξεις που δεν έβγαιναν. Δίπλα της στριφογύριζε μια μέλισσα.  

Ένιωθε κάτι σαν εξάντληση, σαν προσβολή.  

Η γριά έβγαλε τέλος μια μάτσα, χαρτονομίσματα, και κάτι χρυσές λίρες. Του τις έδωσε. “Αυτά τα φύλαγα για τα παιδιά μου. Να ’χεις τις ευχές μου, γιε μου. Πάρε τους τα. Ίσως να μη ζήσω...”

  Σηκώθηκε αποκαμωμένος. “Εδώ έχει αμύγδαλα και μουστοκούλουρα για σένα.”

 Μια σύγκρουση μέσα του.

Η ώρα πήγε μιάμιση. Η σακούλα με τα πεσκέσια βαρούσε. Η γριά επέμενε ακόμα πως ήταν πρόχειρα ντυμένη και πως έπρεπε να μείνει για φαΐ. Αυτός, αυτός ήθελε να φύγει.

 Να μείνει μόνος! Να σκεφτεί την ξενιτιά, τη μάνα του, που δεν την είχε χαρεί, και που ξενιτευόταν, όπου κι αν βρισκόταν αυτή την ώρα. .

 Reproduced with the permission of the author.  


 

 (...μιας ημέρας ζωή είν’ αρκετή...)

της Έρμας· Βασιλείου  

 από το βιβλίο

 «Η γυναίκα που έγινα»

     Στο Κονγκό της εποχής αυτής δεν ήταν των γυναικών να παίζουν μουσικά όργανα. Οι γυναίκες δεν έπρεπε να μαθαίνουν να τα παίζουν. Αυτή ήταν ανδρική δουλειά. Οι γυναίκες, στην έκφραση αυτή, βάζαν χορό και φωνή. Βρήκαν όμως τρόπο να κάνουν με το σώμα τους αυτό που τους απαγόρευαν. Γίνονταν οι ίδιες η μουσική που έπαιζε το σώμα τους στο νερό. Μια χειραφέτηση κι αυτή, όσο δυνατή είναι η κάθε άλλη. Γίνονταν τυμπανίστριες του νερού. Water drummers.

 Πιο όμορφο ήχο δεν άκουσα ποτέ να παίζεται με το σώμα. Καλύτερο κι απ’ ό,τι το καλύτερο τραγούδι. Γυμνές, μέσα στα βιαστικά κι ογκώδη νερά του Ουμπανγκί, που έπαιρνε αργότερα το όνομα Ουελέ κι ύστερα γινόταν ο παραπόταμός του ο Μπομοκάντι, τραγουδούσαν το ένα τραγούδι μετά το άλλο κτυπώντας με τα χέρια, τους αγκώνες, κτυπώντας ρυθμικά το νερό, ακόμα και με τα στήθη τους, έτσι που ο ήχος που άφηναν συναγωνιζόταν τα πιο καλά μουσικά συγκροτήματα. Πλατς, πλατς-πλατς, πλατς-πλατς-πλατς. Δεν ήταν μόνο ο ρυθμός και το τραγούδι, ήταν κυρίως η χαρά, η ελευθερία της δημιουργίας. Μακάρι να μπορούσα να το εξηγήσω, να το περιγράψω πιο πιστά. Πρέπει να το δει κανείς, και ακόμα, να το ζήσει.

 Δεν άκουσα πιο ευτυχισμένες γυναίκες από τις τυμπανίστριες του Μπομοκάντι. Νέες, γεμάτες υγεία, γεμάτες ζωή ήταν.

 Το water drumming με γοήτευε από τα μικρά μου χρόνια. Ήταν πρόκληση και συναγωνισμός. Ήταν κάθαρση και χαρά. Ήταν το ευχαριστώ στη ζήση. Το μιας ημέρας ζωή είν’ αρκετή. Αυτό το ευχαριστώ που θέλει ο θεός ν’ ακούσει, επί τέλους, από τον άνθρωπο.

 Το βράδυ, στα οκτώ μου, στα εννιά και στα δέκα μου, κι όλα τα μετέπειτα χρόνια μου, θα σκεφτόμουν τον εαυτό μου στις ίδιες ρυθμικές κινήσεις να χαίρεται αυτή την ελευθερία. Μια γυναίκα ευτυχισμένη, όσο ευτυχισμένο ένα τραγούδι σύντομο στα ρυθμικά κτυπήματα στο ποτάμι που έφευγε, σαν σφάλμα που συγχωριέται γινόταν η ζωή. Μια γυναίκα του Μπομοκάντι μ’ όλη την ομορφιά του τροπικού δάσους... Με τα πουλιά να τρελαίνουν το θεατή με την τέχνη των απογειώσεών τους στα αιωνόβια δέντρα, να τραγουδούν τη μέρα τους, να χορεύουν την ελευθερία, να είναι ο εαυτός τους. Άνθρωποι-πουλιά κι οι γυναίκες του Μπομοκάντι, ανήκαμε εκεί που μεγαλώναμε χωρίς δικαιολογία ή απολογία για χρώμα και πιστεύω, σε όσα είχαν άλλες και δεν είχαμε, σε όσα είχαμε εμείς και δεν είχαν άλλες, όπως αυτό το ρυθμικό τυμπάνισμα του σώματος στο νερό.  

Θα το δοκίμαζα μια μέρα όπως και το έκανα. Ήμουν ακόμα πολύ μικρή. Η χειραφετημένη του ύδατος ήμουν, όπως η κάθε γυναίκα που μεγάλωνε στη ζούγκλα, που δεν θ’ αναγκαζόταν να πει σε κανέναν ότι έξω από το σπίτι που κοιμόταν πέρναγε στο φως του φεγγαριού μια πελώρια λεοπάρδαλη, που κράτησε την αναπνοή της στη μνήμη της, σε κανέναν... κανέναν... χωρίς να δει έκπληξη, απορία κι ακόμα δυσπιστία. Αυτή η δυσπιστία μάλιστα είναι που σ’ απομακρύνει, όταν αναγκαστικά ζήσεις σε κόσμους που δεν έχουν ούτε ονειρευτεί οι υπόλοιποι... όταν τη ζούγκλα, το πρωτόγονο, τα έχουν δει στο σινεμά, στην υπερβολή και φανταστική αλήθεια της οθόνης.  

Αυτά όλα είναι στη μνήμη ενός παιδιού των μικρών χρόνων του, παιδιού που έγινε γυναίκα που πιστεύει στα καλά πνεύματα, που ξέρει ένα όνομα μόνο πως έχει ο Θεός, που η έννοια του είναι όμοια με κείνη της αλήθειας, σαν άνθρωπος που λέει «ευχαριστώ θεέ» σε κάθε γουλιά νερού που πίνει, όπως το κάναν οι Μανγκμπέτου και τ’ αδέλφια τους οι Μάμβου και οι Μεέγκε, αλλά και οι καλοί και σιωπηλοί Πυγμαίοι, οι τικιτίκι. Μια κοπέλα των ντικά, του μαύρου κουκουτσιού των παλμελαιόδεντρων, και της γυναικείας καθαριότητας που έμαθε από τη φύση, που κάνει το σώμα ν’ αστράφτει καθαρό από το τρίψιμο της άμμου του Μπομοκάντι {…}, και το στέγνωμα των μαλλιών στον τροπικό ήλιο... χωρίς αρώματα μόνο εκείνα των φύλλων του δάσους με τα δυνατά φυλλώματα των αιωνόβιων δέντρων, τις μυρωδιές της βροχής και του νερού κάτω από την ήλιο, με το δέρμα να λάμπει από το χυμό των εξωτικών φρούτων που έφερνε ο ποταμός στα χέρια της. Αυτή η γυναίκα θα ήμουν και θα ήθελα πάντα να είμαι, που να μπορεί ν’ αγοραστεί με λίγα ή πολλά πρωτόγονα ενθύμια για να ‘χει τιμή που μπορεί να μην ξεγράψει, ν’ αναβαθμίσει...μια γυναίκα που μπορεί να φύγει, να δώσει πίσω το αντίτιμο της αγοράς της, να ξαν’ αγοραστεί αν γίνεται ή να μην αγοραστεί ποτέ γιατί είναι πιο ακριβή από την όποια προσφορά των ενθύμιων. Αυτή η γυναίκα που κτυπάει τους αγκώνες στο νερό, με ρυθμό σε κίνηση που κανένας δεν μπορεί να καταφέρει, αν δεν είναι του Μπομοκάντι, είναι η γυναίκα «πιστεύω» που παρέμεινε μέσα μου, που η ορμή ή η απουσία του ποταμού δεν μπορεί σήμερα να πάρει, παρά μετατρέπει το ρυθμό και τραγούδι στον ήλιο, πριν και μετά το κάθε δόσιμο.      

The woman I came to be (Vol.1 )  

ISBN  0-9586877-2-2    APHRODITE EDITIONS

  Reproduced with the permission of the author.  

 

    
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info