ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 






 

 

 

Για λίγο αχχά στα μάτια-

Το μπαβαρντάζ και το μασκάρεμα

Της Έρμας Βασιλείου

Στην Κυπριακή διάλεκτο, η νηπιακή λέξη για κάτι που δεν είναι καθαρό λέγεται ‘αχχά’. Όταν μ’ έβλεπαν με το μολύβι των ματιών στο χέρι τα παιδιά μου με ρωτούσαν πάντα, όταν ήταν μικρά, γιατί να βάζω αχχά στα μάτια. Γελούσα πάντα με την αθωότητά τους, και δεν ήξερα τι ν' απαντήσω. Γιατί η μαύρη μπογιά, το κοινώς μάσκαρα, ή και το μαύρο μολύβι, το απαραίτητο σε πολλές γυναίκες eye liner, φαίνεται σ’ ένα παιδί 'αχχά', όπως αλλιώς κι αν το εξηγήσεις.

 Η κοσμητική αυτή μπογιά λέγεται khol στα Αραβικά, απ’ όπου και η κυπριακή λέξη ‘χολλά’ για τη μαύρη μπογιά των ματιών, χρησιμοποιείται από τα παλιά χρόνια, από γυναίκες περισσότερο μα κι από άντρες,  για να τονώσει την ομορφιά και την όραση ακόμα, όπως λένε οι Άραβες. Ακόμα και οι νομάδες της ερήμου, ή οι πολεμιστές των Αραβικών χωρών  την φορούσαν. Στην Ελλάδα, στη μέση Ανατολή και βόρεια Αφρική αλλά και σε μέρη της Ασίας χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες. Σε παλαιότερες παραστάσεις βλέπουμε να το φοράνε και παιδιά. Τέλος, αλλά όχι λιγότερης σημασίας σε πολλές αγιογραφίες οι αγιογράφοι την χρησιμοποιούν για να ζωγραφίσουν τα μάτια, στο Άγιο πρόσωπο της Παναγίας. Η ομορφιά των ματιών σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια αναπτύσσεται στην Αίγυπτο, και δεν είναι παράξενες οι μεγάλες μολυβιές κάτω και πάνω από το βλέφαρο στις αιγυπτιακές παραστάσεις. Με τη λέξη χολλά, όπως προανέφερα, από το αραβικό χολ, το μάσκαρα ή το μολύβι χρησιμοποιείται και στην Κύπρο, με την ελληνική βέβαια προφορά, από τα πολύ παλιά χρόνια, ίσως από τότε που η Αίγυπτος και άλλες αραβικές φυλές ήταν παρούσες στο νησί. Και δεν ήταν δύσκολο να γίνει αυτό το καλλυντικό μέρος της καθημερινής χρήσης από τις πολλές ή λίγες που το χρησιμοποιούμε, όχι μόνο για την έξοδο μας αλλά και στο σπίτι, σε καθημερινή βάση.

Μ' αυτή την αναφορά πλαισιώνω μια μικρή ιστορία... Τίποτε το σημαντικό σ' αυτήν. Αλλά και τι αλήθεια να είναι μόνο το σημαντικό; Το να πει κανείς πώς μπήκε θριαμβευτικά ο Τζένγκις Χαν σε πόλεις της Ασίας και να αρχίσει ν’ αραδιάζει τα χανάτα και τις Μογγολικές πόλεις και να καταλήξει στο Χάμπαλικ, το σημερινό Πεκίνο; Ναι, είναι σημαντική η ιστορική αυτή πληροφορία για τον Χαν ...μα αυτό θα ήταν σημαντικό να πει κανείς μονάχα; Ή να μιλήσει για πολιτική, όπου αυτό που είναι το καλύτερο στον ένα φαίνεται χειρότερο στον άλλον. Ελάτε λοιπόν! Είναι απλούστερα και λιγότερο αντιμαχόμενα τα προβλήματα που εξουσιάζουν μια γυναίκα σήμερα, που ζει σχεδόν  ανελέητα ανώνυμη στον κόσμο ενός μακρινού ανατολικού προαστίου της πόλης της Μελβούρνης. Μιας Ελληνίδας, μάλιστα.

Πολύ πιο απλά, όπως ένα μολύβι για τα μάτια, και λίγη χολλά (μαύρη σκόνη διαλυμένη στο νερό) για τα τσίνορα, που ούτε κι αυτά δεν θα τα προσέξει κανείς. Στον ενδιάμεσο χρόνο ιδού η ιστορία μιας γυναίκας που βάφει τα μάτια της με βαρύ μολύβι, έχει μια φίλη μόνο, τη Ζίτσω, κι έχει, ακούτε καλέ, αδυναμία στη μαγειρική και, να μην το ξεχάσω γιατί θα είμαι εκτός θέματος, ασχολείται μ’ ένα θέμα γυναικείο και αδιάφορο σε πολλούς.

Βάφει τα μάτια της. Η ιστορία είναι αληθινή, θέλετε δεν θέλετε.

Κι έτσι μπαίνει τώρα, αμέσως στη στιγμή, στην αφήγηση.

 

-Έχετε μάσκαρα, το έψαξα αλλά δεν το βρίσκω.

Το μαγαζί κινέζικο και η υπεύθυνη από την ίδια φυλή.

Μου έδειξε με το δάκτυλο την πτέρυγα οκτώ, ενώ σέρβιρε μια άλλη πελάτισσα.

Τίγκα από πράγματα, δεν ξέρω κι εγώ η ίδια πού βρίσκομαι.

Και η αλλεργία μου στο πλαστικό εκδηλώνεται μ’ ένα φτέρνισμα. Κι ύστερα άλλο. Τα μετράω πάντα. Οκτώ φτερνίσματα με φέρνουν στην πτέρυγα οκτώ.

Πρέπει να φύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Βρίσκω ένα σταχτί μολύβι κι ένα καφετί σωληνάριο...Δεν είναι ακριβώς η χολλά που θέλω. Εγώ τη θέλω μαύρη, τη θέλω αχχά, αλλά...ας είναι και σ’ άλλο χρώμα.

Σταματώ εδώ. Ξαναδιαβάζω τον τίτλο. Μια ιστορία από ένα τίποτε...Για λίγο αχχά στα μάτια!

Θα πρέπει λοιπόν να καταλήγουμε σε τέτοια ασήμαντα θέματα για να δημιουργήσουμε ένα γραπτό κειμήλιο; Η συμπεριφορά του ανθρώπου δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, και όχι μόνο μια συμπεριφορά εξωτερική, όταν βρίσκεται μπροστά από κόσμο, αλλά η προσωπική, στο σπίτι του, και πολλές φορές όταν είναι μόνος, μόνος με τον εαυτό του έναν εαυτό που μπορεί να τον...παρακολουθήσει. Και από πού λοιπόν ν' αρχίσω...Α, από την κυπριακή κρέμα πιάτου που έχω σ’ ένα παράξενο σε σχήμα κάλυκα γυάλινο ποτήρι, που είναι η κρυφή αδυναμία μου να χρησιμοποιώ. Και γιατί παρακαλώ αδυναμία;

Από την ιστορία που επί τέλους θ' αρχίσω να γράφω αμέσως. Γιατί τώρα θα γράψω! Τόσην ώρα δηλαδή τι έκανα; Μπαβάρνταρα...μπαβαρντάζ, κοινώς πολυλογία. 

Ναι, έχουμε αυτόφυτο λες ένα κινέζικο εδώ που μονιάζω, ένα κατάστημα με όσα θέλει να βρει κανείς πιο φτηνά, και χρήσιμα ταυτόχρονα, ή καμιά φορά, και ευτυχώς σπανίως όσα θέλει να πάρει μαζί του, και ν’ αναρωτηθεί γιατί τα πήρε. Αδειάζουμε δηλαδή από πολλά αχρείαστα το κατάστημα και πληρώνουμε οι ίδιοι για τη μεταφορά τους. Μα εκείνη τη μέρα είχα έλλειψη του αραιού αυτού καλλυντικού μείγματος, του μάσκαρα, που αν δεν το προσέξεις σε κάνει μασκαρά, γιατί και  να κλάψεις δεν είναι εύκολο αλλά και να γελάσεις. Σου φέρνει μαύρο γελόκλαμα. Μαζί μ’ αυτό κι ένα σταχτί μολύβι κοινώς γκρίζο. Κι αφού τα πλήρωσα, και πήρα ρέστα σαράντα δολάρια από ένα πενηνταδόλαρο, στην τσάντα και βίρα από εκεί, γιατί μύριζαν όλα πλαστικό και έχω αλλεργία με δαύτο, σας το 'πα. Το άφησα μέσα σ’ ένα ποτήρι φτιαγμένο από το δόντι ενός ελέφαντα. Ενθύμιο μακρινό ενός καιρού που δεν με πείραζε τίποτε, δεν με έκανε να αισθάνομαι άσχημα σχεδόν τίποτε. Μα σήμερα,  τα χρειάστηκα... δηλαδή μην το πάρετε σαν έκφραση! Όχι τα χρειάστηκα δηλαδή φοβήθηκα! Τα χρειάστηκα κυριολεκτικά... γιατί η Ζίτσω κι εγώ θα πάμε για καφέ. Και κάθε φορά που με βλέπει μου λέει τον ίδιο αμανέ. Τα μάτια σου είναι άτονα σήμερα βρε κορίτσι.

Άτονα ε;

-Βρε Ζίτσω! Πού πάει ο τόνος στο πρώτο άλφα ή στο τελευταίο;

-Έλα τώρα, βάλε λίγο μολύβι, λίγο μάσκαρα να φανούν πιο φωτεινά.

-Καλάααα!
Το σταχτί μολύβι τέλειο, το σωληνάριο με το μάσκαρα άδειο. Έρημος, διακεκαυμένη, οικολογικά απρόσιτη ακόμα κι από τις σαύρες ζώνη. Δώρον άδωρον. Ανάνοικτο, ένα άδειο, ένα άφαντο περιεχόμενο. Για τούτο, ένα δύο, εν δυο, πίσω στο κινέζικο.

Και πώς να πεις κάτι τέτοιο αφού για να σου πάρουν λίγα χρήματα κάνουν τόσες ρεβεράντζες...για να σου αλλάξουν ό,τι αγόρασες θα περάσεις από τον Άννα...στην Άνα. Έτσι τη λένε. Μ’ ένα νι.

-Εμ...Το πήρα πριν τρεις μέρες και σήμερα που το χρειάστηκα βρήκα πως δεν έχει τίποτε μέσα. Είναι άδειο και το έφερα πίσω.

-Απόδειξη! είπε βλοσυρά.

-Δεν θυμάμαι να πήρα, και αν πήρα θα ήταν μέσα στα ρέστα μου και...

Μ’ έκοψε.

-Απόδειξη! είπε με ύφος απρόσιτο. Βεσί!

Ωχ...δεν θυμάμαι να πήρα, και αν πήρα θα ήταν μέσα στα ρέστα μου και...

Μ’ έκοψε πάλι.

-Απόδειξη, α βα γιο βεσί...είπε, καθόλου έξυπνα. Θέλω την απόδειξή σου.

Μ’ αρέσουν τ’ Αγγλικά με την Κινέζικη προφορά, στο φως μου, μου αρέσουν πολύ.

Κι εγώ το ίδιο βιολί... Κι αφού βαρέθηκα να ακούω τη λέξη ‘βεσί΄ εγώ θα της μιλήσω στα Αγγλικά με την κυπριακή μου προφορά να δούμε αν θα μου παραβγαίνει διαλεκτικά αυτή η κυρία.

-Ντου  γιου θινκ Ι κηπ α σμωλ ρεσίτ φορ σαμ ντέρτυ μπλακ ουάττερ!

(Νομίζω τελικά πως η δική της προφορά ήταν πολύ καλύτερη.)

-Το πήρα πριν τρεις μέρες κι είναι άδειο, είπα με ύφος επαίτη. Θα ήθελα ένα άλλο, από ένα μπουκαλάκι που να έχει περιεχόμενο.

-Νο γκη νάθι. Νο βεσί νάθι! Είπε κοφτά.

Αμάν... δεν δίνει τίποτε, λέει.

Ήταν παιχνίδι, πιστεύω, λες πολλά, λέει λίγα. .

Εγώ στο ίδιο μοτίβο...

Το πήρα πριν τρεις μέρες και είναι άδειο. Θα ήθελα ένα άλλο, από ένα μπουκαλάκι που να έχει...ουσία

Απόδειξη! είπε κοφτά με τα μάτια αυτή τη φορά.

Μα κάποια στιγμή οι ρόλοι θ’ άλλαζαν.

-Πολλοί έρχονται εδώ, δεν σας θυμάμαι. Χωρίς απόδειξη δεν κάνω τίποτε.

Κοιτάζοντας αυτό το ύφος που έμοιαζε με το μεγάλο τείχος της Κίνας είπα κι εγώ εν συντομία. Δεν θα έλεγα ποτέ ψέματα. Είναι άδειο. Όπως ένα βιβλίο με σελίδες που είναι άδειες, άγραφες. Δεν θα το αλλάζατε;

-Πολλοί μας έρχονται εδώ με κλεμμένα, συνέχισε. Τα χρησιμοποιούν και θέλουν και άλλα κι έρχονται μετά με το άδειο μπουκαλάκι που έκλεψαν και θέλουν τώρα ένα γεμάτο.

Ά, έτσι; Τι; Για επτά measly δολάρια να κάνουν μια αμαρτία; Και για μια μπογιά στα μάτια; Για το μαύρο αχχά;

-Γιου νεβριάζινγκ με α λοτ, Άννα, είπα!

Άνα, είπε εκείνη!

Άννα ξανάπα με Λεμεσιανή προφορά.

Δηλαδή, λίγο ή πολύ, αυτή εδώ η κυρία με τα σχιστά όμορφα μάτια που βλέπουν και το υποθετικό ακόμα, και μπορούν να το δουν τόσο σίγουρα, που έχουν την δύναμη να σε προσβάλουν στο άντρο τους μέσα, επιμένει με τους παραλληλισμούς της και παλικαρισμούς της πως πιθανόν εγώ...εγώ, η αγγόνισσα της Ερμιόνης ...ν’ αφαίρεσα... έτσι λέγεται ή κάπως αλλιώς; Υπεξαίρεσα...Μχχχμ ξέχασα και τη λέξη, ας την πω τότε απλά, έκλεψα από το γεμάτο πλαστικά και αλλεργία στο σώμα μου μαγαζί της, ένα σωληνάριο άδειο για να μουντζουρωθώ;

Ένα γάντι! Ένα γάντι, παρακαλώ, να της το πετάξω, και πάρω πίσω την τιμή μου σε διαλεκτική μονομαχία. Έλα, τσι’ έννα σου δείξω εγιώνι. Κόπιασε, κοκόνα μου!

Οι γυναίκες εκεί μπροστά στο ταμείο με κοίταζαν με ύφος το ίδιο αμφίβολο και αινιγματικό. Τι να πω; Φιλώ σταυρό; Δεν έκλεψα τίποτε;

Και πήρα τα άτονα, κατά τη Ζίτσω, μάτια μου και έφυγα χωρίς κουβέντα και χωρίς ...γάντι.

Σαν έβγαινα από το μαγαζί θυμήθηκα ένα θεατρικό έργο που άκουσα όταν ήμουν πολύ μικρή, από το ραδιόφωνο. Είχαν βγει τότε τα τρανζιστοράκια. Είχε η Δήμητρα φέρει ένα από τη Βούλα, στο οικοτροφείο, ένα που το δανειζόμασταν όλες με τη σειρά, αλλά το έκρυβε στο θάλαμο που κοιμόμασταν, γιατί απογορεύοταν στις Καλόγριες όπου φοιτούσαμε. Κάποια στιγμή, με το που γύρισε η Δήμητρα μια δυο στο μαξιλάρι της άνοιξε το κουμπί του τρανζίστορ, κατά λάθος και μέσα στη νύχτα, στον ίδιο θάλαμο με μια καλόγρια, (εκείνη κρυμμένη πίσω από ένα παραπέτασμα) ακούστηκαν ζεμπεκιές στο σεμνό αυτό οικοτροφείο στην Τρικούπη.

-Ποια έχει τρανζίστορ; είπε προσπαθώντας να κρύψει τα μαλλιά της κάτω από ένα κουβούκλιο με σκληρές άκρες και με το θόρυβο που έκαναν τα κολλαριστά της ρούχα.

-Καμία! Τρελές ήμασταν να μαρτυρήσουμε μια φίλη;

-Ποια έχει τρανζίστορ, ρωτάω;

-Καμία αδελφή Αιμιλία μου, καμία μας, αφού απαγορεύεται, είπαμε με χασμουρητό.

-Εγώ το άκουσα. Je l’ ai entendu, le transistor, le transistor.

-Εμείς δεν ακούσαμε τίποτε, ma soeur, αδελφή μου.

-Καμία δεν άκουσε τίποτε απ’ αυτή τη μουσική την...

-Καμία αδελφή μου, καμία. Μήπως ήταν όνειρο;    

Από αυτό το αόρατο κατά τα άλλα τρανζίστορ που νοίκιασα μια νύχτα από τη Δήμητρα, με δυο φορές βοήθεια να της λύσω την άλγεβρά της, άκουσα αυτό το θεατρικό έργο στην εκπομπή Θέατρο από το ραδιόφωνο. Δεν θυμάμαι ατάκες του και ό,τι έχω βάλει εδώ είναι αράδες δικές μου. Ούτε και ποιος το έγραψε. Θυμάμαι όμως ένα σημείο όπου ο πρωταγωνιστής κέρδισε ένα λαχείο και ήταν και μεγάλο το πόσο. Το λέει λοιπόν σ’ ένα φίλο του τρελός από χαρά. Ο φίλος ζητάει δύσπιστος να δει το λαχείο. Δεν τον πιστεύει. Μα το λαχείο ο τυχερός άντρας το είχε δώσει στη γυναίκα του να το φυλάξει. Οι ατάκες είναι όπως είπα δικές μου, αλλά η πλοκή είναι του συγγραφέα που δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του.  Ένα λαχείο, ας το τιτλοφορήσω εδώ.

-Πού είναι λοιπόν; ρωτά λαχανιασμένος από αγωνία ο φίλος.

-Το έδωσα στη γυναίκα μου να το φυλάξει.

-Και τους αριθμούς; Πώς ξέρεις πως κέρδισες

-Α, τους ξέρω απ' έξω.

-Θυμάσαι τους αριθμούς;

-Αστειεύεσαι; λέει ο τυχερός

-Και πού είναι το λαχείο, ξαναρωτά ο δύσπιστος φίλος.

-Πάλι τα ίδια. Αφού σου είπα.

-Ε, λοιπόν...και πού ξέρεις αν το φύλαξε η γυναίκα σου!

-Μα ποιο; Μα το Λενάκι; Έλα μέσα να δεις.

Και πήγανε.

-Λενάκι μου γλυκό!

-Τι θέλεις Επαμεινώνδα;

-Θυμάσαι ένα κομμάτι κορδέλα που έδενε το πακέτο που σου χάρισα...το πρώτο δώρο μου;

Μα, τις Βελγικές σοκολάτες; Ε, πώς να το ξεχάσω Νώντα μου. Μόνος σου τις έφαγες.

Να εδώ την έχω σ' αυτό το συρταράκι. «Λες και ήταν χθες, λες και ήταν χθες που φιλάκια σού 'δινα στα χείλη τα βελούδινα...». 

-Βλέπεις τι σου λέω; είπε κρυφά τότε ο Νώντας στο φίλο του.

-Και...Ελενάκι. Για πες μου πού έχεις το φύλλο εκείνο της πορτοκαλιάς που έπεσε στα πόδια σου στην πρώτη μας επίσκεψη στο κτήμα του παππού πριν σαράντα τρία χρόνια;

-Σαράντα τέσσερα, Νώντα μου. Το φύλλο αυτό το έχω εδώ σ’ ένα βιβλίο μας, στη σελίδα 58 με 59. Ιερό κειμήλιο. Είναι κατάξερο βέβαια, σε αποσύνθεση, αλλά ζει και θυμάται.

-Χαρούλες ε, το έχει ακόμα κι αυτό φίλε μου!

-Και την απόδειξη του πρώτου μας καφέ στην Ομόνοια; Την αποδειξούλα; Ε; Ακόμα την έχεις;

-Ε, πώς την απόδειξη, καφές είναι αυτός δεν ξεχνιέται. Και από τα πρώτα χρήματα του μισθού σου έχω μια απόδειξη,το κομμάτι από τη γραβάτα σου που πιάστηκε σε μια τριανταφυλλιά...

( Ε, τώρα το παράκανα και λέω παραπάνω ατάκες... ό,τι θέλω λέω, που μπορεί να μην περιείχε το έργο εκείνο, bavarder, bavarder…αλλά, να για να σας πω το τέλος της ιστορίας το κάνω. )

Και επανέρχομαι στον Νώντα, που είπε ξαφνικά στη γυναίκα του...

-Και κείνο το λαχείο Ελενίτσα μου πριν λίγες μερούλες που σου έδωσα, Θα ξέρεις πού το έβαλες Ελένη μου Ε; Ξέρεις ε;

-Αχ Νώντα μου! Για ποιο λαχείο μου μιλάς; Όχι, όχι! Δεν ξέρω πού το έβαλα.

-Πανάθεμα!

Το ίδιο κι εγώ, είπα ασυναίσθητα κι έβρισα! Κάτι που θα έκανε τη μάνα μου να βγάλει το πιπέρι από το ντουλαπάκι...κι άρχισα να γελώ ασυναίσθητα ενώ άνοιγα την πόρτα του αυτοκινήτου.

Και στη θέα του μπροστινού καθίσματος, του γεμάτου βιβλία, ξεστόμισα. Βρε βασίλισσα των χαρτιώνε, των χαρτομανιώνε...χαρτί εδώ χαρτί εκεί, χαρτί παντού  γραμμένο, δεν  θυμάσαι αν σου έδωσαν ένα τόσο δα μικρό σχισμένο πάπυρο αποδεικτικό στοιχείο ενός ιστορικού μομέντου του 21ου αιώνα; Όχι για το μασκαρεμένο υγρό που πλήρωσες, αλλά για να γλυτώσεις από τη φίλη σου τη Ζίτσω. Γιατί ήταν και το τελευταίο, στα ράφια της Άνας με ένα νι.

Και άρχισα να ψάχνω. Να σκάβω! Να σκαλίζω! Να τσαπίζω στην τσάντα μου και ιδού στον πάτο, και στον αφρό των χαρτιών μου ένα λιλιπούτειο χαρτάκι που, έλα, έλα, ναι Ναι! Ήταν η απόδειξη που έψαχνα!

Τι της ταιριάζει τώρα να κατέβω σαν Τζένγκις Χαν στο κατάστημα και θριαμβευτικά να μπω με την απόδειξη σαν σημαία κατάκτησης- όχι των χρημάτων και ούτε ακόμα του μελανιασμένου στο μάτι μου υγρού, αλλά της αξιοπρέπειας μου και αυτήν της κάθε γυναίκας που η γυναίκα με το συρτάρι, πριν λίγο, θέλησε να υπεξαιρέσει. Νάτην τη βρήκα, βρήκα τη λέξη.

Α, α, δεν θ’ άφηνα τον θρίαμβο να μου πάρει το καλύτερο μου όπλο που είναι η απαθής εικόνα που δείχνει το πρόσωπό μου όταν είναι θυμωμένο, έξαλλο από θυμό επειδή έχει δίκιο. Γιατί η ατζαμοσύνη και η βαρβαρότητα το ανεμίζουν μετά το δίκιο και φαίνεσαι εσύ ο αγροίκος και ο άδικος συνάμα.

Για τούτο ψυχραιμία.

Μα πάλι...Ααα το αλαφιασμένο από δίκιο πρόσωπό μου, έγινε τώρα αυτό ενός μάρτυρα!

Και ξαναπήγα.

-Τι θέλετε σας είπα δεν σας πιστεύω χωρίς απόδειξη. Νο μπηλή.

No believe, ε;

 Έβαλα την απόδειξη στο γραφείο χωρίς λέξη.

Την διάβαζε, την ξαναδιάβαζε και μονολογούσε, όχι για να καταλάβει τι έλεγαν οι τυπωμένοι πριν τρεις μέρες αριθμοί αλλά για να σκεφτεί τι θα έλεγε τώρα που ήταν δικό της θέμα το να ξαναβρεί την αξιοπρέπειά της.

-Τη βρήκατε ε;

-Όπως βλέπετε!

-Και είναι τρεις μέρες πριν, ε; Το γράφει εδώ.

-Σωστά!

-Και... το πήρατε από εδώ από αυτό το μαγαζί..το μαγαζί μου! Το γράφει κι αυτό εδώ ενώ γινόταν το πρόσωπό της κλαμένος σαν μάσκα.

-Ναι έκανα, κουνώντας το κεφάλι πάνω-κάτω.

-Θέλετε τα χρήματα;

-Οχι έκανα με το κεφάλι πέρα-δώθε. Θα πάρω κάτι άλλο από το κατάστημα, και πρόσθεσα...

-Μπηλή νάου;

Ε, ναι, με πίστευε τώρα.

Κι έτσι έπεσα πάνω στα γυάλινα αυτά μπολ με το δαντελένιο κεφαλόγυρο και τα κοτσανάτα πόδια, και πήρα μια καλή εξάδα πλήρωσα τη διαφορά και ήρθα σπίτι γιατί η ώρα που θα ερχόταν η Ζίτσω πλησίαζε. Και πριν πάμε βόλτα για καφέ, θα έκανε πάντα μια βόλτα στο ψυγείο μου.

Σ’ αυτά έβαλα μια κρέμα κυπριακή, χμμμ, μια συνταγή από τη γιαγιά στην εγγονή της, από Ερμιόνη σε Ερμιόνη, πλημμυρισμένη με δυο λογιών ανθόνερα, με γάλα παχύ, υπέρβαρο, βάρβαρα λιπαρό, με ζάχαρη κομμάτι κομμάτι, σαν άμμο χοντρή της Λεμεσού, σπάνια δηλαδή γιατί της Λεμεσού είναι άχνη η άμμος της, κοκκινωπή σαν νιόπαντρη, ένα αυγό του...του Κολόμβου, χτυπημένο στον τυφώνα, και πάνω στην δίχως ρυτίδες και δίχως τσίπα ζεστή επιφάνεια, έβαλα έτσι ξετσίπωτα ένα κομμάτι καρυδάκι γλυκό, κομμένο σε φέτες, με τρύπες γυαλιστερές σαν μάτια μεσανατολίτικα, που έσταζαν στην κρέμα όλη την ευωδιά του δάσους του Κακομάλλη. Ναι, το βρήκατε, έξω από τη Λεμεσό, στο Λουβαρά. Απ’ εκεί, το πήρα το καρυδάκι, και το δήλωσα όταν το έφερα. Δηλωμένος αυτός ο επαναστάτης των γεύσεων στο σιρόπι των γευστικών γράδων της Λεμεσού.

-Πού τα βρήκες τα μπολ; Πανάκριβα φαίνονται.

Καημένη Ζίτσω πόσο μακριά από τα κινέζικα μαγαζιά είσαι. Τρία δολαριάκια. Φη ντόλα!

Δεν είπα τίποτε. Διπλορκισμένη στη σιωπή!

-Τι κρέμα είναι αυτή;

Άκρα σιωπή! Μα δεν θα την γλίτωνα!

-Είναι άτονα τα μάτια σου βρε κορίτσι.

Α, πάει πολύ, γιατί τα μάτια μου είχαν ένα κιλό μολύβι.

Ήθελε να έχει τον τελευταίο λόγο η Ζίτσω. Ε, θα τον είχε!

-'Ελα τώρα πες μου πως έφτιαξες την κρέμα σου.

Η Ζίτσω κατέβαζε το τελευταίο μπολ. Το περιεχόμενο δηλαδή. Αν και δεν θα μου φαινόταν παράξενο να φάει και το γυαλί.

-Θα μου πεις;

Ού-ου, ποτέ δεν παραδίδω τα όπλα τα ιερά.

Ναι ήθελε να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Ας τον είχε λοιπόν.

Ένα ακόμα χαρούμενο πρωινό πάει να περάσει!

Μα για σταθείτε. Το υπεξαιρώ δεν σημαίνει παίρνω από το ταμείο μου, κλέβω από το ταμείο που διαχειρίζομαι; Αυτό είχε κάνει η Άνα ή πήρε από το δικό μου;

Αχ, Ελληνικά! Ελληνικά μου πλούσια! Πάρτε τα όλα, εκτός από αυτά. Και τα μολύβια των ματιών μου πάρτε τα.

 

 

 

 

 

 


 



 


1
Eρμα Βασιλείου
μεταδιδακτορική ερευνήτρια
Australian National  University

  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΡΜΑ      erma.vassiliou@anu.edu.au  
 

 

 


 

 

 

 

  
 

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info