ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 

 




 

 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 


 


 

ΔΙΗΓΗΜΑ 

ΕΠΕΜΒΑΣΗ!

Νερόλακκοι στην άμμο, αρπακτικά πτηνά κι από πάνω ένας αλλόκοτος ουρανός ν' αλλάζει διαθέσεις και χρώματα με το ουρλιαχτό του ανέμου. Τι μ' έφερες εδώ; Εγώ είμαι άνθρωπος της πόλης. Δεν ανέχομαι οξυγόνα κι ησυχίες. Δε θέλω πουλάκια και μοσχοβολιές. Να με πας πίσω, εκεί που μπορώ να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου χωρίς να σκαλίζω σταυρούς στα δέντρα και να μετράω βράχια στη θάλασσα. Εκεί που η ένταση της φωνής μου κι ο ρυθμός της καρδιάς μου καθορίζονται από την ποιότητα και τη μνήμη του υπολογιστή μου. Εκεί που οι σχέσεις μου ανανεώνονται μ' ένα τηλεφώνημα, εκεί που οι ευχές κι οι προσδοκίες μου ταξιδεύουν με FΑΧ κι εκεί που το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο δεν καθυστερεί τις εκσπερματώσεις μου.

Τα χαστούκια έπεφταν βροχή στη μούρη μου. «Το παιδί ρε αλήτη...», έσκουζε ο Ξύδης, διευθυντής χοντρός και παντοδύναμος, με τη βροντερή φωνή του να με ξεκουφαίνει ανελέητα, «Γιατί το χτύπησες ρε τσόγλανε το παιδί;»! ανάμεσα στα χτυπήματα προσπαθώ να του εξηγήσω ξέπνοα τα συμβάντα: Ο Καραουλάνης ήταν που με προκάλεσε πρώτος στο διάλειμα. Εγώ τον έσπρωξα για να τον αποφύγω κι αυτός βρόντησε με την πλάτη στον τοίχο κι άρχισε τα κλάματα. Την άλλη μέρα να τος με την μάνα του στο γραφείο και δόστου τα δάκρυα της και τα ψέματα: Ότι το παιδί υπέφερε απ' τη μέση του, ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί όλη τη νύχτα και ότι φώναξαν το γιατρό για το συνεφέρει...Ο Καραουλάνης να παρακολουθεί το μαρτύριο μου απ' το θρανίο του και να χασκογελάει με την αναίδεια όλων των πιθήκων του πλανήτη. Τραυματίας: Στο διάλειμμα κλώτσαγε τη μπάλα σα να μην έτρεχε τίποτε! Αυτή τη φορά τον τσάκισα στο ξύλο. Μαζί μ' αυτόνε και κάτι δικούς του ειρηνοποιούς που μπήκανε στη μέση να μας χωρίσουν. Στα πρησμένα μαγουλά μου έκαιγε ένα πρωτόγνωρο μίσος για τους Ξύδηδες και τους Καραουλάνηδες της υφηλίου. Τους μισούσα και τους φοβόμουν. Ξύπναγα τα βράδια μούσκεμα στον ιδρώτα! Το τεράστιο μάτι τους να με παρακολουθεί μέσ' απ' το μεγεθυντικό φακό των πειραμάτων τους...Οι πλεκτάνες κι οι δαγκάνες τους να τέμνουν εγκάρσια την ψυχή μου.

Όλα τούτα σ' ένα σκηνικό φορτισμένης και πνιγηρής ατμόσφαιρας. Ανακάλυψα τον αντρισμό μου σ' ένα πλυσταριό του Μεταξουργείου την ώρα που, κάτω στο δρόμο, η αστυνομία χτυπιότανε με τους απεργούς οικοδόμους. Να γιατί η ταξική μου συνείδηση δεν  

ανατττύχτηκε ποτέ. Να γιατί ο Μαρξ έχασε τη μάχη στη σύγκρουση με τις φαντασιώσεις μου. Έπαιζε εκτός έδρας και με διαιτητή πληρωμένο. Ναι! καλά το μαντέψατε... Μια κοσμοθεωρία έρμαιο στα δόκανα του αυνανισμού; μη γελάτε... Κάπως έτσι δεν έγινε και στην πραγματικότητα;

Οι μύθοι των παλιών φαϊτμάνων1 διατηρούσαν όλη τους την υπερβολική μεγαλοπρέπεια ακόμα και στα μέσα του '80. Στα γκέτο των γερασμένων πια Γρεκών σ' όλες τις μεγαλουπόλεις της Αυστραλίας θ' ακούσεις ακόμη και στις μέρες μας, στο ρόγχο τον επιθανάτιο του αιώνα, να σου ανιστορούν με λεπτομέρειες τα κατορθώματα τους. Δεν πρόλαβα τίποτε απ' όλα αυτά! Αυτόπτης, εξ άλλου, μάρτυς στη μπυραρία της διασταύρωσης μιας κάποιας πάλαι ποτέ Ελληνικής γειτονιάς του Σίδνεϊ, είδα έναν μεθυσμένο καυγά να εξελίσσεται σε πανωλεθρία για τα χρώματα μας. Αβάσταχτο το θέαμα των πολυθρύλητων, μα μεσόκοπων πια, ηρώων τη στιγμή της ήττας: Ο Σέμης ο Κυπραίος, ο Στεν ο Άντρας, ο Στιβ ο Μπικόλης κι άλλοι ημίθεοι της παροικιακής μυθολογίας, να πηδούν πανικόβλητοι, πατείς με-πατώ σε, στο δρόμο για να γλυτώσουν απ' τις άγριες διαθέσεις των άξεστων ντόπιων. Ναι! Αυτόπτης, εκών άκων, μάρτυς μιας από τις πολυποίκιλες φάσεις του επιλόγου της ηρωικής παρακμής. Κάτι σαν θεατής της έσχατης παράστασης επιδοτούμενου παροικιακού θιάσου. Κάτι σαν εθελοντής ιστορικός καταγραφέας μιας ακόμα ήττας.

Στη διαδρομή προς τη Μελβούρνη παραδέχτηκα πως η απόλυτη προσαρμογή μου ήταν πλέον θέμα μιας απλής τήρησης προσχημάτων Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, καινούργιοι φίλοι, καινούργιες μέρες. Κάτι σα να ξαναγεννήθηκα. Βοήθησε πολύ κι ο Γοτθικός ρυθμός στην αρχιτεκτονική ορισμένων κτιρίων και στο βογγητό των νοτιάδων καθώς χυνόμουν ξέφρενα στις αρτηρίες που χάραζαν στα σπλάχνα μου οι τραμογραμμές.

Ο Κέβιν μετά το παμπ ανέβηκε με τα χίλια ζόρια στο φορτηγό του κι έβαλε μπρος βλαστημώντας. Δεν ήταν γι' αυτόνε πια τούτη η αναθεματισμένη δουλειά. Να πηγαινοέρχεσαι ασταμάτητα Σίδνεϊ-Μελβούρνή για τα σκατοδόλαρα. Λίγα χρόνια είχε πει στην αρχή, έτσι να κάνει μια συρμαγιά να βγάλει τη δικιά του νταλίκα και να' χει άλλους να δουλεύουνε για πάρτη του. Στην αρχή το αλκοόλ, μετά τα χαπάκια, άστα! Πενηντάρισε κι ακόμα τα λεφτά δε μαζευόντουσαν. Άσε που δεν απέδιδε πια στη δουλειά και το αφεντικό τον κοίταζε με μισό μάτι. Υπήρχανε βλέπεις νεότεροι. Πιο δυνατοί και πιο γρήγοροι! Ο Κέβιν δε μέτραγε πια...Λίγα τα ψωμιά τους στις νταλίκες αλλ' αυτός δεν το 'ξερε.

1 Εμφανώς απόδοση του όρου "Ρ1ςι1ι{ιπ(] ιπβπ" στην εθνόλεκτο των Ελλήνων της Αυστραλίας.

 

 

Εκτός από το τρομερό εκείνο γκολ της Ολλανδίας στον τελικό με τους, τότε Σοβιετικούς ακόμη, Ρώσους, δε θυμάμαι πολλά πράγματα απ' το ταξίδι μου στη Γερμανία. Συγκεχυμένα τελετουργικά στιγμιότυπα με πομπές και λάβαρα απ' το μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Παρελαύνοντες χούλιγκανς ν' αλληλοσκοτώνονται στη Στουτγάρδη, μια Σεναγαλέζα να με πεθαίνει στο κρεβάτι και κάτι αφηρημένες παρτίδες σκάκι στη μεγάλη αίθουσα του μπιλιάρδου. Πήγα σε λάθος εποχή. Έχασα το γκρέμισμα του τείχους και τη δίκη της Νυρεμβέργης. Τρία χρόνια μπροστά, πενήντα

χρόνια πίσω, τι σημασία έχει;

Οι τρομεροί πόνοι μ' έπιασαν μια μέρα καθώς προσπαθούσα να

βρω κάτι μουσικές στα παλιατζίδικα. Στο νοσοκομείο μου μίλησαν για τον όγκο που αναπτυσσόταν κάτω από το πάγκρεας και μου 'παν να φύγω το συντομότερο για την Αυστραλία. Κούνησαν το κεφάλι τους αρνητικά, σχεδόν αποδοκιμαστικά όταν τους μίλησα για την εκδοχή θεραπείας στην Ελλάδα. «Αϊ στο διάολο βρωμορατσιστές!» είπα κι

έκλεισα δρομαίως και ασθμαίνων θέση για τη Μελβούρνη.

θεραπείες, ακτινοβολίες, χημικές συνθέσεις κι αντιδράσεις κάθε

λογής. Ενέσεις, χάπια, υγρά και παραινέσεις για κουράγιο και αγώνα! Το αίμα να γίνεται πύρινη άμμος κι η ανάσα φλογισμένος άνεμος. Ο ύπνος, ταξίδι καθημερινό στην κόλαση κι ο πόνος να τεμαχίζει με τα ξυράφια του τα σωθικά σου. Μισούσα τον όγκο μου καθώς αναπτυσσόταν παρά τη θέληση μου κάτω από το στομάχι μου. Πολλές φορές συνέλαβα τα δάκτυλα μου να τον θωπεύουν ικετευτικά και να τον παρακαλούν με τα χάδια τους να φύγει: «Δεν ανήκεις εδώ, είσαι ξένο σώμα...Δεν μπορώ να σε συντηρήσω άλλο...Μου 'φαγες τις σάρκες, τις οικονομίες και τις εμπνεύσεις μου»! Με ικεσίες πάντως και ακτίνες δεν γινόταν τίποτε! Η μόνη λύση ήταν η επέμβαση!

Μελέτησα τις επαναστάσεις. Ασπρόμαυρη ταινία η φαντασία μου να εισδύει στα ενδότερα των αιώνων και να βιώνει εκ των έσω τις αλαλάζουσες θριαμβολογίες των νικητών και τα ουρλιαχτά φρίκης των ηττημένων. Όμως τα αίματα της δικής μου αγωνίας, κανείς δεν τα καθάρισε από το δάπεδο του μαρτυρίου! Μένουν εκεί, να μου θυμίζουν τις μέρες που αφήναμε την ευαισθησία μας σπονδή στους πλανόδιους ναούς των πεζοδρομίων της αιωνίας νεότητας. Μένουν εκεί, να τις ποδοπατούν οι σκιές αυτών που έφυγαν όρθιοι και μόνοι2 εκσφενδονίζοντας τις μαύρες πέτρες τους προς όλες τις κατευθύνσεις με τα χείλη σφιγμένα σ' ένα αθώο παιδικό πείσμωμα. Μένουν εκεί...

 

Μ' έδιωξαν φυσικά απ' το σχολείο αλλά δεν κατάφεραν ν' απαλλάξουν τελείως απ' την παρουσία μου τα συστήματα τους. Δεν αποβάλεις εύκολα έναν αριστούχο μαθητή απ' όλα τα σχολεία της χώρας...Ούτως ή άλλως, οι δικές μου σχέσεις με την οργανωμένη τους παιδεία σταμάτησαν εκεί. Τετάρτη Δημοτικού. Όλα τ' άλλα έγιναν για λόγους άσχετους. Απ' όλη την ιστορία πάντως κατάφεραν, αγγίζοντας με θαρρείς με κάποιο καταραμένο ραβδί, να μετατρέψουν την αγγελική μέχρι τότε ψυχή μου σε μια βιομηχανία εκδίκησης. Στις ταινίες είμαι πάντοτε με τους κακοποιούς. Στη ζωή το ίδιο, με τη βασική προϋπόθεση να μη ληστεύουν εμένα.

Ο κόσμος γύρω μου άλλαζε κι εγώ να παρακολουθώ τα γεγονότα με την ψυχή στο στόμα: Ο θάλαμος να ζέχνει ποδαρίλας και το στρατόπεδο να στενάζει απ' το σαδισμό των μονιμάδων και τις βλασφημίες των εφέδρων της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών. Το δικό μου ταχυδρομείο δεν περιείχε επιστολές. Κάτι μυστήρια ιερογλυφικά μηνύματα μου "στέλνε η φαντασία μου κι εγώ εξαντλούσα τα μεταμεσονύχτια όνειρα μου στην αποκρυπτογράφηση τους. Έτσι, γέμιζαν οι νύχτες μου με μυστικά, συνωμοσίες και ίντριγκες. Αφήνοντας τη θεσσαλονίκη άφηνα πίσω μου κι όλα τ' απομεινάρια της αθωότητας μου! Δεν τη χρειαζόμουν άλλο. Ούτως ή άλλως την ανακαλύπτουν πάντοτε οι τελώνες και σε χρεώνουν διπλά στους δασμούς και τις ταρίφες τους.

Παρακολουθώ τους γέρους στα δημόσια ιδρύματα. Μου λένε για την αγωνία τους και τους πόνους. Την οργή τους, ανήμπορη και λαχανιασμένη που βολοδέρνει τις νύχτες στους εφιάλτες τους ιχνηλατώντας το στερημένο παρελθόν. Παπάδες, κοινωνικοί λειτουργοί, γιατροί και νοσοκόμες, απαγγέλλουν ουρλιάζοντας στ' αυτιά τους στίχους ανούσιους.

''  Όρθιοι και μόνοι μεσ'    τη φοβερή ερημιά του πλήθους. Μαν. Αναγνωστάκης  

Στο δρόμο για το σπίτι τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα ο Πολύβιος να σταματήσει λιγάκι, να ξελαμπικάρει και να πάρει μια ανάσα. Κούραση να πάρει ο διάολος! Ξέρεις τι σημαίνει να προλαβαίνεις τα δέματα με τις εφημερίδες, εκείνες τις τεράστιες εκδόσεις της Τετάρτης και του Σαββάτου, πεντήντα-πενήντα, εκατό-εκατό, ανάλογα με την παραγγελία, καθώς οι επιδέξιες εργάτριες ανοίγουνε στη στιγμή τα φρεσκοτυπωμένα φύλλα με τις αγγελίες και τα διαφημιστικά και βάζουνε μέσα με ταχύτητα μηχανής τα ένθετα; Να περνάει η γραμμή παραγωγής μπροστά σου κι εσύ ούτε για τσιγάρο, ούτε για κατούρημα, ούτε τα μάτια σου ν' ανοιγοκλείσεις να μη μπορείς! Πάνω-κάτω, σκύψιμο, άρπαγμα, σήκωμα και φόρτωμα! Και να πεις πως είναι μόνιμη δουλειά να πάει στο διάολο!

Πρέπει να πας μεσάνυχτα, να περιμένεις μαζί με τους άλλους στη σειρά, να σε δει ο μπόσης πρόθυμο κι ευκίνητο, σκλάβο θεληματικό και να πει το οκέι να πιάσεις δουλειά. Δυο μέρες τη βδομάδα. Τρίτη και Παρασκευή,  παγωμένα  μεσάνυχτα  Μελβουρνιώτικα.  Ναι,  δυο μεροκάματα! Και να 'ρχονται μέρες να λέει ο κοκκινόκωλος "γου, γου, γου 3πά γου! Τ^β Γβεί ε3π 90 ιίοπίθ, οογδ, Ι ΊΙ δββ γ3 πβχί ΐίπΊβ3"! Κι εσύ να μην είσαι με το «γου 3πά γου", να "σαι με τους "ΐΐΐθ Γβδΐ" κι άντε τώρα να περπατήσεις από το ΟοΙΙίπδ 8ί. ως το Οοουι'9 χειμωνιάτικα και να βρέχει, γιατί στις δύο η ώρα το πρωί τραμ δεν κυκλοφορούν και τα ταξιά είναι για κείνους που τα' χουνε! Δεν είχε μεροκάματο απόψε!

Κρατήθηκα στις αισθήσεις μου όσο έφθανε για να κερδίσω το στοίχημα απ' το γιατρό που θα με χειρουργούσε. Αυτός επέμενε ότι το αναισθησιογόνο θα ενεργούσε πριν προλάβω να μετρήσω ως το τέσσερα, εγώ επέμενα ότι θα κρατούσα περισσότερο. Στο εφτά, του' κλεισα το μάτι κι αφέθηκα στα νυστέρια του. «Μπάσταρδε κέρδισες!» τον θυμάμαι να μου ψιθυρίζει στ' αυτί, χαμογελώντας μου ενθαρρυντικά.

Πριν την επέμβαση, είχα τυραννηθεί πολύ μέχρι ν' αποφασίσω ποια μουσική θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κι η τελευταία που θ' αντηχούσε στ' αυτιά μου πριν ψοφήσω. Έτσι κάτι σαν τελευταία επιθυμία, σαν το τελευταίο τσιγάρο, πριν σε πάνε για εκτέλεση. Είχα σκυλοβαρεθεί τον Αντόνιο Βιβάλντι και τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ. Ο Καρλ Ορφ με βασάνιζε με σκηνές καννιβαλιστικής φρίκης από Στουτγάρδη. Επεκράτησε στην παράταση ο Ιερώνυμος Πρετόριους με τους χαριτωμένους «Χορούς της Τερψιχόρης». Τα καλώδια των ακουστικών του WALKMAN4 σα θηλειά ατελέσφορης αγχόνης. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, ούτε που τ' ακούω, εκτός κι αν τύχει να'ναι στο ράδιο. Αν είμαι κοντά αλλάζω σταθμό. Αν όχι, δεν πειράζει. Τα αναγεννησιακά πένθιμα οριζόντια εμβατήρια, ούτως ή άλλως, δε μ' αγγίζουν πια. Ας είναι καλά τα παιδιά της Μελβούρνης που με σύστησαν στο Ρούκουνα

και το Μπάτη.

Ήξερες τις ώρες της βάρδιας μου κι ερχόσουν, άγρια μεσάνυχτα, να με βρίσκεις στη σκοπιά. Πίστευες τους όρκους μου και πίστευα τα σχέδια σου για το μέλλον. Απέναντι, το γήπεδο της Καλαμαριάς και πίσω μου οι αποθήκες με τα τοξικά. Το πάθος μας κινδύνευε απ' τις εφόδους των αξιωματικών υπηρεσίας κι η ασφάλεια του στρατεύματος εξαρτιόταν απ' τη σχέση μας που στα όρθια ολοκληρωνόταν μέσα σ' ένα φυλάκιο. Ήταν εύκολο να κανονίζω τις βάρδιες. Ποιος τρελός ήθελε να  

άρει τη βοριά σκοπιά χάνοντας την ευκαιρία να κάνει χάζι τις γκόμενες στην παραλία; Εκεί, άλλωστε, ξενύχταγαν τότε τα θερινά σκυλάδικα της θεσσαλονίκης.

Στο τρένο της επιστροφής και καλός πλέον πολίτης, θαύμαζα απ' έξω τον Όλυμπο μισκοκρυμμένο στην ομίχλη και θυμόμουνα τις παλιότερες μέρες με τις εκδρομές στην Κατερίνη και τον Παναθηναϊκό. Μέρες που χαράχτηκαν μια-μια στα κατάστιχα της περασμένης μας ζωής κι είναι σήμερα οι λακούβες που βλέπεις σήμερα να σκάβουν τα πρόσωπα μας. Κοίταγα και τους αγρότες να σηκώνουν τη φωτογραφία του δικτάτορα και το φοίνικα της 21^'(· Απριλίου, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τους αντίκρυσα προχθές στα διόδια έξω από τη Λάρισσα να κραδαίνουν τα σφυροδρέπανα και τις μαύρες σημαίες της απεργίας.

Μου 'γραψες πως θα πήγαινες στην Αυστραλία Πως μια θεία σου θα σου 'κανε πρόσκληση και πως θα κοίταγες να φιιάξιις [γ] ζωή σου εκεί. Αυστραλία! Μπήκες στο καράβι στις 17 Νοεμβρίου ίου 1969 Στο λιμάνι που ήρθα να σε δω για τελευταία φορά, μ» κοίταξες σα να ήμουνα εγώ υπεύθυνος για όλα. Όλα τα φιλιά και τα δάκρυα σου ία κράτησες για τους δικούς σου γιατί είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε πως δε γνωριζόμαστε. Δεν σ' είχα αγαπήσει ποτέ, ούτε σ' είχα ερωτευθεί Όμως σαν χάθηκες ανάμεσα στο πλήθος κι εγώ προσπαθούσα να ξεχωρίσω μάταια το πράσινο μαντήλι που μου' χες πει πως θα κρατούσες, κάτι έσπασε μέσα μου. Έκλαψα!

Έλα ήλιε να παίξουμε, του είπες κι εκείνος, άσχετα μ' αυτά που πιστεύουν οι οραματιστές, εξακολούθησε την αδιάφορη πορεία του στο χωρόχρονο. Εσύ όμως, που ήσουν ήδη ποιητής, δεν του κράτησες κακία κι έτρεξες πίσω από τ' άλλα παιδάκια εκείνο το μεσημέρι στο ΜΒιτίεκνίΙΙβ, ή μήπως ήταν στο ΡίοΙιπΊΟπα; Δεν είμαι σίγουρος. Ούτε και θυμάμαι πώς βρέθηκα ξαφνικά στα βόρεια να ψήνομαι στους ήλιους του 03ίι"Π5 και να σπέρνω ηλίανθους στα κοινόβια. Πάνω κάτω ήρθαν τα πράγματα στη ζωή μας κι άντε εσύ να πείσεις τους υπόλοιπους πως η ιδιοκτησία είναι κλοπή, πως η αναρχία είναι η μοναδική λύση στα προβλήματα της ύπαρξης και πως η ευτυχία έχει άμεση συνάρτηση με την πλήρη απόρριψη των υλικών αγαθών.

Σήμερα πάντως, αυτοί που κάποτε με κορόιδευαν και με φωνάζανε ρεμάλι και μπλάτζα5, αναπολούν τις μέρες τις παλιές και μου λένε πως χάλασα κι έχασα την αυθεντικότητα μου Ίσως να 'χουν δίκιο

Εμφανώς εκ της αυστραλιανής καθομιλουμένης εκφράσεως bludger=τεμπέλης ανεπρόκοπος, άνθρωπος χωρίς προοπτική


Ευθέως ανάλογη η σχέση ενός αυτοκινητιστικού ατυχήματος με μια ανοιιηρκι απολύτως τετελεσμένη. Η στιγμή που το φορτηγό του μισοκοιμιομ»νου Κέβιν παρεξέκλινε της πορείας του και βρέθηκε στο πίζοορόμιο ιης 8γάηβγ Ρο3α, κι η στιγμή που ο Πολύβιος σταμάτησε να ιι«()»ι μιαν ανάσα ακουμπώντας το χέρι του στο υπόστεγο της στάσης ιοο ψομ συνέπεσαν χωροχρονικά. Το φορτηγό συνέθλιψε το υπόστεγο ι ικινω οιην κολώνα του ηλεκτρικού κι ο Πολύβιος βρέθηκε ανάμεσα σε ιιικκπ» γο και κολώνα τη στιγμή της σύγκρουσης! Όσο για το «What the fucking [hell6!» του Κέβιν, πνίγηκε ανάμεσα στο χλιμίντρισμα των φρένων, στον εκκωφαντικό κρότο της σύγκρουσης και στο θρυμμάτισμα ίων υαλοπινάκων- ήχους που συνοδεύουν συνήθως τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Δεν είναι η ελπίδα που πεθαίνει τελευταία πιστέψτε με! Πώς να στεριώσει ελπίδα στα παγωμένα όνειρα του Πολύβιου που 'χασε και τα δυο του πόδια στα τριάντα πέντε του χάρη στο μεθύσι ενός τρελού φορτηγού μια μολυβένια νύχτα στο Sydney Rd; Πιστέψτε με σας ικετεύω! Κείνο που πεθαίνει τελευταίο είναι ένας ανέλπιδος Πολύβιος...

Ρώτησα το γιατρό αν πονάει τη στιγμή του θανάτου! «Πονάει ο θάνατος»;... «απ' αυτούς που χάνουμε κατά τη διάρκεια της επέμβασης, μου είπε,  σπανίως υπάρχουν ενδείξεις αγωνίας...Απλούστατα, συνεχίζουν τον ύπνο τους σα να μη συμβαίνει τίποτε»! Γελάσαμε κι οι δυο μ' εκείνο το «σα να   μη συμβαίνει τίποτε»! Είχε δίκιο η Σωτηρία... Όλα είναι ένα ψέμμα!

Ξύπνησα με μια εφιαλτική πείνα. Τήρησα για ένα-δυό εικοσιτετράωρα τα προσχήματα μιας κάποιας στωικής ευπρεπείας με τις νερόβραστες σουπίτσες και τους ημίρευστους ζελέδες και μετά μην τον είδατε! Πήρα τον ορό μου και το στήριγμα του επ' ώμου και κατέφυγα στο γωνιακό φαγάδικο. Λόγω της κάθετης τομής απ' το στομάχι μέχρι κάτω απ' τον ομφαλό, δεν ήταν δυνατόν να φορέσω πυτζάμες. Ιδού, λοιπόν, εγώ με γαλάζια χλαμύδα και το στυλοβάτη του ορού σαν ακόντιο, εν τω μέσω της οδού να κατευθύνομαι προς την ακατανίκητη έλί,ιι ίου γευστικότερου βιένα σνίτσελ της ζωής μου. Ο κόσμος που περνούσε δίπλα μου δεν φάνηκε να παραξενεύεται. Συνανθρώπων κατανόηση, Αδιαφορία; Δεν γνωρίζω! Οι σφάχτες μ' έπιασαν σχεδόν αμέσως μόλις τ' αλατόξυδα ήλθαν σ' επαφή με τον εσωτερική τομή! Καμιά όμως σχέση μ' εκείνους τους προεπεμβασισκούς πόνους, τους αβάσταχτους. Είχα γίνει καλά! Είχα ξαναγίνει ο ψευτοθεός του εαυτού μου. Καθόριζα και πάλι τις τύχες μου! Τους έρωτες και τα χρέη μου. Τις 

σχέσεις και τις συνωμοσίες μου. Την επανάσταση μου! Ήτανε τότε που σε γνώρισα; Λίγο πριν ή μετά; Δεν θυμάμαι! θυμάμαι τη γλυκύτητα των χεριών σου καθώς θώπευαν με δέος τους τύπους των ήλων. θυμάμαι την πνοή σου να χάνεται μέσα μου τις ώρες του εξαίσιου πάθους. θυμάμαι την ποίηση των ονείρων μας...θυμάμαι.

Έχετε δει ανθρώπους να πεθαίνουν; Αν όχι, μη θεωρήσετε πως ο θάνατος είναι μια στιγμιαία διαδικασία...Λάθος! Διαρκεί πολύ περισσότερο. Για πολλούς κρατάει όσο κι ολόκληρη η ζωή...Η εκδρομή, στο μεταξύ, τέλειωσε πριν καλά - καλά πετάξουμε τους χαρταετούς και γευτούμε τις λαγάνες με τα σαρακοστιανά. Εγώ που γκρίνιαζα κι ήθελα να φύγουμε από τούτο τον κολασμένο Κρανίου Τόπο, αναπολώ τώρα μελαγχολικά τις εν απουσία μέρες και απαιτώ να ξαναγυρίσουν. Πεισμώνω! Πετάω επιδεικτικά στο δίσκο με τις ελεημοσύνες μια χούφτα ματωμένα   κουρέλια   κατακρεουργημένης   συνείδησης.   Φεύγω διαμαρτυρόμενος, σέρνοντας τα   κουρασμένα βήματα μου και λακτίζοντας μ' αδιάφορη μανία τα ροδοπέταλα των σύννεφων.

Όταν φθάσαμε στην Αθήνα είχε αρχίσει να βρέχει.. Ποιος θα το 'λεγε πως κάποτε θα ξαναβλεπόμαστε μετά από χρόνια και πως θα προσποιούμασταν πως δεν γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο! Ή μήπως διέκρινα στο βλέμμα σου εκείνο το «εσύ φταις για όλα» του Πειραιά πριν από τριάντα χρόνια; Δεν είμαι σίγουρος, για τίποτε δεν είμαι πια σίγουρος! Δεκαετίες, πάντως, ολόκληρες «συμπάροικοι» και να ξανανταμώσουμε στην ίδια πτήση μιας από τις «μόνιμες» επιστροφές μας!

Ας τα αφήσουμε όμως αυτά. Ανήκουν σ' άλλες εποχές και σ' άλλους ανθρώπους. Ας πούμε «αιωνία τους η μνήμη» κι ας πάμε για ύπνο τώρα! Αύριο θα σας διηγηθώ κι άλλες ιστορίες...

Τάσος Νεράντζης

Α' Βραβείο

' «Γου, Γού. εσύ κι εσύ! Οι υπόλοιποι φύγετε και θα σας δω την άλλη φορά!» 4 Το γνωστό μικρό ραδιομαγνητόφωνο με τ ' ακουστικά.

 



 


 



 

 

 
 
  
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info