ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 

 




 

 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 


 


 

ΓΛΑΥΚΟΣ

Μιχάλης Κατσούλης   

Ακόμα ο ήλιος δεν είχε βγει. Ήταν πολύ πρωί. Ησυχία και γαλήνη βασίλευε παντού. Μια ησυχία που μόνο οι κραυγές των μεγάλων ασπροκίτρινων παπαγάλων τη χαλούσαν. Κοπάδια κοπάδια τα όμορφα αλλά φωνακλάδικα αυτά πουλιά πετού­σαν από δέντρο σε δέντρο ή έψαχναν χάμω για τροφή. Η θάλασσα ακύμαντη, κατα-κάθαρη, άπλωνε την ομορφιά της απ' έξω, από τον ωκεανό, μέχρι μέσα βαθιά στον κόλπο του Πορτ ΧάγκΊγκ. Απέναντι τα σπίτια του Κρουνάλα και η μικρή μαρίνα ήταν μια ζωγραφιά.

Η -Βούλα είχε αφήσει τους δικούς της - μόλις είχαν έρθει — και περπατούσε σιγά σιγά στο μπιτς. Στο κάθε βήμα τα πόδια της βυθίζονταν στην άμμο. Της άρεσε να 'ναι μόνη, χωρίς τις φωνές και τη φασαρία της μεγάλης συντροφιάς, να βαδίζει δίπλα στο κύμα πάνω στην καθαρή, λίγο κρύα αμμουδιά. Της άρεσε να βυθίζεται στα όνειρα της, στα παραμύθια της.

Κοιτούσε μπροστά της πέρα μακρυά, ως εκεί που τέλειωνε η αμμουδιά, εκεί που ήταν σαν αμμόλοφος. «Σαν έρημος», σκέφτηκε. «Μέχρι εκεί θα πάω, να είμαι τελείως μόνη.»

Ξακολούθησε να περπατά στην άκρη της γαλήνιας θάλασσας. Κάθε τόσο έσκυβε να πιάσει κανένα παράξενο κοχυλάκι. Της άρεσε να τα μαζεύει. Από μικρή είχε αυτή τη συνήθεια. Κάποτε ο πατέρας της την μάλωνε γι' αυτή της την παραξε­νιά.

Ξαφνικά, εκεί που βάδιζε, είδε έναν άσπρο γλάρο στην άμμο που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του. Φαίνεται πως ήταν πληγωμένος γιατί άδικα παιδευόταν. Όταν πλησίασε η Βούλα, το πουλί, τρομαγμένο, έκανε να πετάξει. Πόνεσε όμως κι έβγαλε μια φωνούλα. Η Βούλα έσκυψε, το περιεργάστηκε .με ενδιαφέρον και το ' πιάσε στα χέρια της.

Το ένα του ποδαράκι ήταν σπασμένο, ψηλά. Προσπάθησε να το βολέψει στα χέρια της μα το πουλί φτερούγιζε φοβισμένο. Τότε πρόσεξε ότι ήταν και η μια φτε­ρούγα του τσακισμένη. Προσεχτικά, μην και το πονέσει, το χάιδεψε απαλά.

-Είναι πληγωμένο;

Σήκωσε το κεφάλι της. Ένα αγόρι έσκυβε από πάνω της με τα χέρια ακουμπι­σμένα στα γόνατα του.

-Ναι. Πονάει.

-Πάντα όταν κάποιος είναι πληγωμένος πονάει!

-Ναι. Το ξέρω.

Σηκώθηκε με το πληγωμένο πουλί στα χέρια της. Αυτό είχε κουρνιάσει, ξεχνώντας τους πόνους του. Μόνο τα χάντρινα μάτια του κοιτούσαν εδώ και κει.

- Πώς σε λένε;

-Βούλα... Εσένα;

-Άρη... Είσαι και συ με τη συντροφιά;... θέλω να πω... μ' αυτούς που κάνουν εκδρομή;

-Ναι... Εσύ;

-Ναι. Ο πατέρας μου είναι στο Συμβούλιο.

- Α!...' Η ρθατε πολύ πρωί και σεις.

Κοντοστάθηκε η Βούλα. Κοιτούσε ένα όμορφο και σπάνιο κοχύλι. «Ω! Τι όμορφο και να μην μπορώ να το πιάσω», σκέφτηκε. Το αγόρι πρόσεξε τη ματιά της. Κοίταξε και τα χέρια της που κρατούσαν το πληγωμένο πουλί. Κατάλαβε. Έσκυψε και έπιασε το κοχύλι.

-Σου αρέσει;

Κούνησε το κεφάλι της.

-Ξέρεις, μου αρέσει να τα κάνω συλλογή.

-Κι εμένα... θέλω να πω, κι εγώ κάνω συλλογή κάτι, αλλά μόνον γραμματόση­μα. Πάντως κάτι συλλέγω κι εγώ!

Γελάσανε. Είχαν φτάσει στην άκρη της αμμουδιάς. Απέναντι τους ήταν το πυκνό δάσος, μα τους έκοβε το δρόμο η θάλασσα - μια πλατιά λουρίδα από γαλαζο­πράσινο κατακάθαρο νερό. Δεξιά τους, μέσα από τα φουντωτά δέντρα ξεπετάγονταν οι κόκκινες στέγες των σπιτιών.

Η Βούλα έδειξε τα σπίτια:

-Τυχεροί!

-Γιατί τυχεροί;

Γύρισε και τον κοίταξε με απορία.

-Σοβαρά μιλάς;

Την κοίταξε χαμογελώντας.

-Ναι! Γιατί είναι τυχεροί;

Του έδειξε γύρω το όμορφο τοπίο, την κατακάθαρη θάλασσα, τα δέντρα...

-Και επιπλέον, έχουν και καθαρό αέρα. Λίγο το 'χεις;

- Εγώ προτιμώ να έρχομαι σε τέτοια τοπία σαν επισκέπτης - κι ας είναι για μια φορά μόνο. Όταν συναντάς ένα όμορφο κορίτσι με πληγωμένο πουλί στα χέρια της η μια φορά σε ικανοποιεί.

Αυτή έκανε πως δεν άκουσε. Aλλαξε κουβέντα.

-Τι θα το κάνουμε τούτο το φτωχό πλασματάκι;

Κοίταξε γύρω του. Την τράβηξε απαλά από το χέρι. Δίπλα τους ήταν ένας μεγάλος αμμόλοφος. Κάθισαν εκεί. Η άμμος ήταν καθαρή και στεγνή. Ο ήλιος είχε ανέβει πιο ψηλά και έχυνε τη ζεστασιά του παντού. Ένα πολύ ελαφρό αεράκι ρυτί­δωνε τώρα την επιφάνεια της θάλασσας.

-Έλα να δούμε τι. ακριβώς έχει, είπε το αγόρι. Πήρε το πληγωμένο πουλί και το έβαλε προσεχτικά στην άμμο. Άγγιξε απαλά τη φτερούγα του πουλιού. Είχε ένα μικρό σπάσιμο, όχι πολύ σοβαρό. Το πόδι του ήταν σε χειρότερη κατάσταση.

-Νομίζω, είπε, πως δεν είναι και τόσο άσκημα πληγωμένο. Με λίγη φροντίδα θα ξαναπετάξει. Τι λες; θέλεις να πετάξει; τη ρώτησε, κοιτάζοντας την στα μάτια.

-Ω! Ναι! Δεν μ' αρέσει να υποφέρουν!

Ο Άρης σηκώθηκε και πήρε το πουλί στα χέρια του. Η Βούλα τον ακολούθη­σε.

-Πού πάμε;

-Πρέπει να γυρίσουμε. Δεν μου είπες πως θέλεις να πετάξει ξανά;

Κούνησε το κεφάλι της.

-Πάμε λοιπόν... Α! Ναι! Κράτα λίγο το πουλί... έτσι... προσεχτικά... μπράβο! Εγώ θα πεταχτώ εδώ γύρω να βρω ένα δυο ξυλάκια.

Κοιτάζοντας τον με απορία, πήρε στα χέρια της το πουλί. Εκείνος ανέβηκε στην πλαγιά του αμμόλοφου κι έψαξε για ξυλάκια. Η Βούλα τον κοίταζε. Ήταν ένα μελαχροινό αγόρι λίγο πιο ψηλό από κείνη. Τα μαλλιά του, πυκνά και κατάμαυρα, έφταναν ως τους ώμους του, τους φαρδιούς γεροδεμένους ώμους του.

-Βρήκα δυο τρία, φώναξε, και γύρισε κοντά της. Τράβηξαν για το picnic area, αυτή με τον πληγωμένο φίλο της στα χέρια της κι αυτός με τα ξυλάκια.

Στο picnic are  είχαν μαζευτεί κι άλλοι πολλοί, είχε σχεδόν γεμίσει το ξέφωτο και κάθονταν ο κόσμος παρέες παρέες. Παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί και ξεσήκωναν

τον ντουνιά με τις φωνές τους. Πολλοί είχαν κιόλας μπει στη θάλασσα για κολύμπι. Ο Άρης τράβηξε για το κάρο του και η Βούλα τον ακολούθησε. Άνοιξε την πίσω πόρτα του βεν κι έβγαλε ένα κουτί με πρώτες βοήθειες.

-Τι θα του κάνεις;

-θα προσπαθήσω να τον κάνω καλά. Την κοίταξε. Δεν θέλω να σε βλέπω έτσι λυπημένη.

-θα γίνει καλά τώρα; Αμέσως;... θα ξαναπετάξει;

Αυτός γέλασε.

-Πώς είναι δυνατόν;... Όχι τώρα αμέσως. Σε δυο τρεις μέρες. Σούφρωσε τα χείλη η Βούλα.

-Μα... πώς θα γίνει; Εμείς φεύγουμε τ' απόγευμα. - -Κουτό! θα το πάρεις μαζί σου. Σε δύο τρεις μέρες όταν θα γίνει καλά τ' αφή­νεις και φεύγει. Εγώ θα σου τηλεφωνήσω να μου πεις τα νέα.

-θα μου τηλεφωνήσεις;... Πώς;... Πού;... Δεν ξέρεις το τηλέφωνο μου. Αυτός, ενώ έβαζε το πληγωμένο πόδι του γλάρου σε ένα πρόχειρο αλλά καλο­φτιαγμένο νάρθηκα, απάντησε πολύ απλά χωρίς να δείξει πως ξαφνιάστηκε.

-Αυτό δεν είναι πρόβλημα, θα μου το δώσεις! Ε, δεν θα μου το δώσεις;

Εκείνη ξέσπασε ξαφνικά στα γέλια. Ο κόσμος γύρισε και τους κοιτούσε με περιέργεια. Ξεκαρδισμένη του είπε:

-Αφού ενδιαφέρεσαι τόσο για τον τραυματία σου, βεβαίως θα σου το δώσω. Άλλωστε, είσαι ο γιατρός του.

Η «επιχείρηση γλάρος» τέλειωσε και τα παιδιά κάθισαν κάτω από ένα δέντρο να απολαύσουν τη δροσιά της σκιάς του και να φλυαρήσουν. Ο γλάρος, υπάκουος και φρόνιμος τώρα, ήταν καθισμένος κι αυτός δίπλα στη Βούλα. Μα κι αν ήθελε δεν μπορούσε να κάνει αλλοιώς. Ο Άρης τον είχε φασκιώσει για τα κα

-Τέλειωσες;

-Τέλειωσα τι;

-Το σχολείο... το τέλειωσες;

Εκείνη χάιδεψε απαλά το φασκιωμένο πουλί.

-Φέτος θα τελειώσω. Είμαι στην τελευταία τάξη.

-Ύστερα; Τι θα κάνεις ύστερα;

-Να σου πω, δεν ξέρω ακόμα. Σκέφτομαι να πάω για δασκάλα των Νεολληνι-κών. Μ' αρέσουν τα ελληνικά.

Το αγόρι την κοίταζε όσο μιλούσε. Τα μάτια της, πελώρια και κατάμαυρα, έλαμπαν σαν φωτεινοί φάροι όσο μιλούσε για τα όνειρα της.

-Γεννήθηκες εδώ; την ρώτησε.

-Ναι. Εσύ;

-Όχι. Εγώ γεννήθηκα στην πατρίδα του πατέρα μου, την Πάτρα, απάντησε ο Άρης κοιτάζοντας την στα μάτια.

-Έχεις πάει;

-Πού;

-Στην Ελλάδα. Στην πατρίδα του πατέρα σου, όπως λες. Στην Πάτρα. Πώς είναι;

-Ναι, έχω πάει. Δυο φορές.

-Δυο φορές! Τυχερέ! Εγώ δεν έχω πάει καθόλου. Μα θα πάω. Το θέλω πολύ.

-Να σου πω, δεν έχασες και πολλά πράματα. Εμένα δεν μου άρεσε. Άλλωστε, εγώ είμαι Αυστραλός. Νοιώθω Αυστραλός. 

Η Βούλα τον κοίταξε με βλέμμα αλλοιώτικο, λίγο σαν περιφρονητικό.

 —Είσαι Αυστραλός!... Εσύ;... Μ' ένα τέτοιο όνομα; θα έπρεπε να είσαι περή­φανος που γεννήθηκες στην ομορφότερη χώρα του κόσμου.

—Γιατί; Τι σχέση έχει τ' όνομα μου; Ήταν και του παππού μου! Εκείνη πάλι τον κοίταξε με μια δόση περιφρόνησης.

—Ντροπή σου! Εσύ μπορεί να λες πως δεν έχασα πολλά πράματα, μα το λες γιατί δεν ξέρεις - γιατί δεν ξέρεις εσύ τι έχασες.

Ο Άρης είχε σκύψει το κεφάλι και δεν της απαντούσε.

—Εγώ, συνέχισε η Βούλα, γεννήθηκα εδώ. Ποτέ μου δεν είχα την τύχη να πάω να δω τη γη των γονιών μου. Και όμως ποτέ μου δεν είπα πως είμαι Αυστραλέζα. Όχι. Ποτέ! Εγώ είμαι Ελληνίδα!

—Ξέρεις ελληνικά; Μιλάς; ρώτησε τελικά εκείνος, μην ξέροντας τι άλλο να πει.

—Βεβαίως ξέρω! Έχω τελειώσει το ελληνικό απογευματινό σχολείο! Γι' αυτό θα σπουδάσω Νεοελληνικά!... Εσύ ξέρεις; Πηγαίνεις σ' ελληνικό σχολείο;

Εκείνος, με το κεφάλι σκυφτό:

— Όχι! Δεν μου άρεσε. Ο πατέρας μου με πίεζε μα εγώ δεν ήθελα. Η Βούλα πήρε το πληγωμένο πουλί και σηκώθηκε.

—Πού πας; Φεύγεις;

—Ναι. Νομίζω ότι είπαμε αρκετά. Είχα χαρεί τόσο που σε γνώρισα, όμως... Γεια σου.

Σηκώθηκε κι ο Άρης. Ήθελε να την εμποδίσει, να την κρατήσει... αλλά τίποτα δεν έκανε.

Το απόγευμα αργά η Βούλα έφυγε με τους δικούς της. Στο κάρο καθόταν με το γλάρο στην αγκαλιά της. μα κανείς δεν της έκανε παρατήρηση. Ήταν μαθημένοι με τις παραξενιές της.

Ο Γλαύκος — αυτό ήταν ,το όνομα που έδωσε του γλάρου — ήταν μια χαρά. Η Βούλα τον πήγε έξω στην αυλή και τον αμόλησε πετώντας τον ψηλά με μια μαλακιά κίνηση. Το πουλί έκανε δυο τρεις κύκλους κρώζοντας χαρούμενα και εξαφανίστη­κε. Γέμισαν δάκρυα τα μάτια της Βούλας.

Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο και έτρεξε μέσα.

—Εμπρός!

—Γεια σου. Εγώ είμαι. Ο Άρης.

—Πού τον βρήκες τον αριθμό μας;

—Αυτό ήταν πολύ απλό. Από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Το μόνο που έπρεπε να μάθω ήταν το όνομα του πατέρα σου.

—Δεν έκανες καλά. Άλλωστε, δεν έχουμε να πούμε τίποτα.

—Όχι δα! Ο γλάρος τι κάνει;

—Πολύ καλά. Τώρα μόλις έφυγε.

—Έτσι είναι... Άκου... θέλω... κάτι... θέλω να σε δω.

—Δεν γίνεται. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα.... Δεν είσαι εκείνος που νόμιζα, εκείνος που θέλω.

—Κι όμως. Βούλα... δεν ξέρω... όμως... να, κάτι άλλαξε μέσα μου. Κάτι μου ξύπνησες που κοιμόταν... Πρέπει λοιπόν... πρέπει να σε δω... Σε παρακαλώ.

—Έστω. Πού;

—Το Σάββατο στο χορό. Ξέρεις, έχει χορό ο σύλλογος. Συνήθως δεν πηγαίνω, όμως τώρα θα πάω. Αποφάσισα να πηγαίνω... Εκεί λοιπόν. Εντάξει;

—Εντάξει. Έτσι κι αλλοιώς εμείς θα πηγαίναμε, όπως πάντα.

Τέσσερις μέρες πέρασαν, μα πώς πέρασαν! Αργά αργά. Λες και πήγαιναν βήμα σημειωτόν. Λες και κάποιος τις τραβούσε προς τα πίσω και ζορίζονταν να προχω­ρήσουν. Επιτέλους το Σάββατο έφτασε. Όλο το απόγευμα της Παρασκευής η Βούλα βοηθούσε τη μητέρα της να τελειώσει τις δουλειές του σπιτιού. Ο Γλαύκος καθόταν μπροστά, στη βεράντα, και χάζευε το Μούργο, το μεγάλο σκύλο του σπι­τιού.

Α, ναι! Ξέχασα να σας πω. Το απόγευμα της μέρας που αποχαιρέτησε η Βούλα το γλάρο, ενώ ήταν στο δωμάτιο της κι έκανε κάτι δουλειές, άκουσε ξαφνικά τη φωνή του. Κοντοστάθηκε. Μήπως δεν άκουσε καλά, μήπως έκανε λάθος. Μα όχι. Ξανάκουσε τη φωνή του, «κρόου... κρόου». Πετάχτηκε έξω. Ο γλάρος της, ο Γλαύ­κος της. καθόταν πάνω στο φέντσι. Μόλις την είδε πέταξε κοντά της και κάθισε στον ώμο της. Αυτό ήταν! Από τότε της είναι πιστός σαν σκύλος, δεν την αφήνει ούτε βήμα.

Ήρθε λοιπόν το Σάββατο. Χόρεψε μ' όλη της την ψυχή - της άρεσε να χορεύ­ει, και ήταν εκεί και ο Άρης. Όταν κουράστηκαν να χορεύουν, βγήκαν στη βεράντα του χωλ. Εκεί στα κάγκελλα της σκάλας, κοιτάζοντας την στα μάτια, της είπε:

—Βούλα, ξέρεις, μ' έκανες να ντραπώ. Ήμουν τόσο εγωιστής. Από εκείνη την ημέρα όλα άλλαξαν μέσα μου. Κάθε τι που πρώτα το έβλεπα και το κορόιδευα τώρα το βλέπω με διαφορετικά μάτια, τώρα κι εγώ τ' αγαπώ.

Εκείνη τον κοιτούσε με τα φωτεινά κατάμαυρα μάτια της και μ' ένα γλυκό χαμόγελο στο στόμα.

—Εγώ δεν έκανα τίποτα. Άρη. Απλώς σου είπα κάτι πολύ απλό και φυσικό.

—Κι όμως. Βούλα. Όλα αυτά και πιο πολλά ακόμα μου τα λέγανε ο πατέρας κι η μάνα μου χρόνια τώρα. Προσπαθούσαν να μου γεμίσουν το κεφάλι. Μάταια όμως.

—Ίσως να ήσουν πολύ επηρεασμένος από φίλους, απ' την παρέα σου. το περι­βάλλον σου.

—Ναι. Αυτό είναι αλήθεια.

—Να! Βλέπεις λοιπόν; Δεν έχει να κάνει τίποτα μι; μένα!

Εκείνος της είχε πιάσει τα χέρια. Τα μάτια του είχαν βυθιστεί στα δικά της.

—Κάνεις λάθος. Βούλα. Εσύ μου έδειξες το δρόμο μου. Εσύ που μ" έκανες να ντραπώ, που μ' έκανες ν' ανοίξω τα μάτια μοίι να δω ποιος είμαι, πού ανήκω. Μου έδειξες πως είναι ντροπή να κρύβω τις ρίζες μου. Ρίζες για τις οποίε; πρέπει νυ είμαι υπερήφανος.

—Ναι. Άρη. Πίστεψε με. Πρέπει να είσαι περήφανος. Η πατρίδα μας είναι ο ομφαλός της γης. Ο Έλληνας είναι ο πυρήνας της ανθρωπότητας.

—Το πιστεύω. Ναι. μικρούλα, το πιστεύω κι αυτό. χάρη σε σένα.

Όπως την κρατούσε έσκυψε και ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά της.

—Ξέρεις, υποσχέθηκα στον πατέρα μου να πηγαίνω σ" ελληνικό σχολείο. Νόμιζε πως τον κορόιδευα. Όταν επέμενα μ' αγκάλιασε και —πίστεψε με. Βούλα -ο πατέρας μου δάκρυσε! Ξέρεις τι θα πει αυτό; Ποτέ μου δεν τον είχα δει να κλαίει.

—Του έδωσες τόση χαρά, Άρη. Δεν είναι λίγο πράγμα. Ξαφνικά τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε εκεί ποίι ήταν παρκαρισμένο το κάρο τους.

—Έχω μια έκπληξη για σένα. του είπε.

Άνοιξε την πόρτα του κάρου - είχε φροντίσει να πάρει τα κλειδιά - κι ο Γλαύκος πέταξε έξω και κάθισε στον ώμο της.

—Ο τραυματίας σου;

Ναι. Γύρισε την ίδια μέρα. Μετά το τηλεφώνημα σου. Όπως και συ, γιατί κι εσύ γύρισες, Άρη. Κοντά μας. Εκεί που πραγματικά ανήκεις. Στη φυλή σου, στον κόσμο σου. Σε μένα, Άρη, αγάπη μου.



Μιχάλης Κατσούλης


 



 


 



 

 

 
 
  
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info