ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 




GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 

  



ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΦΙΛΟΙ

 
Ελάτε να γίνουμε φίλοι.
Σας καλεί το βιβλίο αυτό.
Ελάτε να γίνουμε φίλοι,
και έχω πολλά να σας πω.
 

Ελάτε να γίνουμε φίλοι.
Ταξίδι μαζί να γυρίσουμε.
Ελάτε να γίνουμε φίλοι,
κόσμο,ζωή,να αγαπήσουμε.
 
Ελάτε να γίνουμε φίλοι.
Μ'αγάπη πολλή στην καρδιά.
Ελάτε να γίνουμε φίλοι,
σε εσάς το φωνάζω παιδιά.
 
 Ελάτε να γίνουμε φίλοι.
Τη γλωσσά μας να μιλήσουμε.
Ελάτε να γίνουμε φίλοι,
ποιοι είμαστε να γνωρίσουμε.
 
Ανδριάνα Καραμήτρου.



 

 

ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΨΕΜΑΤΑ
 
 
Θέματα χωρίς ψέματα,
απ'της ζωής τα ρέματα.
Θέματα που ζούμε όλοι,
στης ζωής το περιβόλι.
 
 Θέματα καθημερινά,
θέματα γιορτινά.
Θέματα που απασχολούνε,
θέματα που αφορούνε.
 
 Αληθινά θέματα.
Χωρίς ψέματα.
Θέματα λεγόμενα στα ίσια,
δίχως αλλαγές και παραμύθια.
 
Λίγα απ'όλα για όλους,
 απ'τους ανθρώπινους πόνους.

Χαρές,λύπες και αγάπες,
στης ζωής της αυταπάτες.
 
Της ζωής τα σκαλοπάτια,
που δεν μοιάζουν με παλάτια,
μια φορά θα τ'ανεβούμε,
 πάμε μπρός και δε γυρνούμε.

Ανδριάνα Καραμήτρου.

 
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ 

Ο ήλιος ήταν χλωµός εκείνο το µεσηµέρι. Στον ορίζοντα έβλεπες, θαµπά ζωγραφισµένα τα µακρινά βουναλάκια. Τα αποχαιρετούσα, µε ένα µελαγχολικό βλέµµα. 'Ηταν τα βουναλάκια, που έβλεπα να κρύβουν τον ήλιο κάθε απόγευµα. Και αυτός µε τη σειρά του, στόλιζε την κάθε κορυφή τους µε µια χρυσή µπορντούρα. Ο απέραντος κάµπος των Σερ­ρών, απλωµένος µπροστά µου ως αυτά τα µακρινά γκρίζα απ' την απόσταση, βουνά. 'Ηταν καφεπράσινος ο κάµπος γεµάτος χωράφια που διαχωριζόταν µε αµέτρητα στενά δροµάκια. Κάθε άνοιξη, γινόταν κατακόκκινος από παπαρούνες, και µοσχοβολούσε χαµοµήλι και ρίγα­νη, που φύτρωνε δίπλα στα δροµάκια. Τα αµέτρητα δένδρα, συκιές, δαµασκηνιές, βερυκοκκιές, µουριές, πλατάνια, καβάκια, βαλανιδιές και πολλά άλλα. Παλεύοντας µε τ' αγέρι κουνώντας ελαφρά τις κορφές τους, λες και µ' αποχαιρετούσαν κι' αυτά.

Στεκόµουν ασάλευτη και κοιτούσα, ψηλά πάνω στο λοφάκι, δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς Ανδριανής.

Σ' εκείνο το λοφάκι που τραβούσε σαν µαγνήτης, πολλούς χωριανούς κάθε απόγευµα να θαυµάσουν το ηλιοβασίλεµα! Έσυρα το βήµα µου σιγά. Τα πόδια µου τα ένιωθα βαριά λες και ήταν κολληµένα στο δάπεδο, και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Με ξεµούδιασε όµως απ' τον λήθαργο η φωνή της µητέρας µου. Έλα να αποχαιρετήσεις κι' εσύ παιδί µου, πρέ­πει να βιαστούµε να τους αποχαιρετήσουµε όλους και να πάµε στη στά­ση, πριν περάσει τολεωφορείο. Εντάξει έρχοµαι µητέρα της είπα. Σαννα κατάλαβε η µητέρα µου τι σκεφτόµουν και βάζοντας το χέρι της στον ώµο µου, µου είπε: «Μη στενοχωριέσαι παιδί µου, σε λίγα χρόνια θα γυρίσουµε πάλι πίσω».

Ναι, µητέρα της είπα µελαγχολικά. Στο µυαλό µου όµως, ξεπηδούσαν πάρα πολλά ερωτήµατα. Θα τα καταφέρουµε να γυρίσουµε σε λίγα χρόνια; Πώς θα είναι άραγε εκεί στην τόσο - τόσο µακρινή Αυστραλία; Θα γεµίζουν οι κάµποι της µε κατακόκκινες παπαρούνες, όπως εδώ; Θα µοσχοβολάει ο αέρας ρίγανη, και χαµοµήλι; Θα ευωδιάζουν τα ζουµπούλια και τα γιασεµιά; Τι απόφαση κι' αυτή, να φύγουµε τόσο µακριά, και πώς θα είναι εκεί άραγε; Τι θα βρούµε;

Στης γιαγιάς το σπίτι ήταν όλοι µαζεµένοι στην αυλή. Αισθάνθηκα, σαν να ήµουν σε κηδεία, γιατί όλοι κλαίγανε. Προχωρήσαµε όλοι µαζί έξω απ' την αυλή της γιαγιάς, ανεβήκαµε την ανηφοριά προς το ύψωµα, εκεί που βρισκόταν το εκκλησάκι του Άη-Γιάννη, δίπλα στο υδραγω­γείο. Έτρεξα προς το εκκλησάκι, ήθελα να το ξαναδώ ακόµα µια φορά προτού φύγω! Έτσι κατάλευκο καθώς ήταν και περιτριγυρισµένο µε µεγάλα πλατάνια. Στάθηκα και το κοίταξα. Μπήκα µέσα. Τα καντηλά­κια ήταν όλα αναµµένα. Φίλησα µία - µία, όλες τις εικόνες όπως συνήθι­ζα. Η µυρουδιά απ' τα καντήλια µε έκανε να νιώσω αγαλίαση. Έκανα την  προσευχή µου, παρακαλώντας το Θεό να φθάσουµε καλά στον προορι­σµό µας. Βγήκα κάνοντας το σταυρό µου. Έξω όλοι αποχαιρετιόντου­σαν. Άρχισα κι' εγώ να αποχαιρετώ τις θείες µου, τους θείους, τη νουνά µου, που το σπίτι της είναι δίπλα στης γιαγιάς µου και ήταν εκεί εκείνη την ώρα, για να µας αποχαιρετήσει.

Αγκάλιασα µε πόνο τη γιαγιά µου Ανδριανή. Την άλλη µου γιαγιά και τον παππού, τους γονείς της µητέρας µου τους είχαµε αποχαιρετήσει πιο µπροστά µαζί µε τις άλλες θείες µου, τις αδερφές της µητέρας µου που είχαν έρθει µε τις οιγοκένειές τους, στο σπίτι µας να µας αποχαιρετή­σουν. Ήταν και εκεί µια άλλη τραγωδία.

Συνέχισα να αποχαιρετώ. Μετά από τη γιαγιά µου, τη µητέρα του πατέρα µου που έκλαιγε συνέχεια και µας φιλούσε, θυµάµαι είχα απο­χαιρετήσει, και όλους τους γειτόνους της γιαγιάς που είχαν µαζευτεί κοντά µας. Όλοι είµασταν πολύ λυπηµένοι. Στα αυτιά µου ήρθαν τα λόγια κάποιας γειτόνισσας που είπε, «ο ζωντανός χωρισµός, παρηγο­ριά δεν έχει, είναι χειρότερος, κι' απ' το θάνατο».

Η γιαγιά αγκάλιαζε και ξαναγκάλιαζε τον πατέρα µου µε σπαραγµό. Όταν τους χαιρετήσαµε όλους προχωρήσαµε, κάναµε την προσευχή µας έξω από το εκκλησάκι του Άη-Γιάννη, και αρχίσαµε να κατηφορί­ζουµε, το στενό µονοπάτι που βγάζει προς την πλατεία του χωριού. Εκείνο όµως που έµεινε στη µνήµη µου, γιατί µου έκανε εντύπωση ήταν που ξαφνικά, ο πατέρας µου σταµάτησε και έτρεξε πίσω ξανά στη µητέρα του και την ξαναγκάλιασε, λέγοντάς της, - Έλα µάνα να σ' αγκαλιάσω ακόµα µία φορά, µπορεί να µην σε ξανα­δώ». (Όπως και έγινε.) Της γιαγιάς το βλέµµα γέµισε ανησυχία. Γιατί µου το λες αυτό παιδί µου; γιατί; ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον πατέρα µου!

Τίποτα µάνα, αλλά να τόσο µακριά θα πάµε και προσπαθούσε να καθη­συχάσει τη γιαγιά ο πατέρας µου. (Δεν νοµίζω όµως πως τα κατάφερε.) Με όλα αυτά, τελικά τους χαιρετήσαµε, και κατεβαίνοντας προς την πλατεία του χωριού κουνούσαµε τα χέρια µας χαιρετώντας τους δικούς µας που αφήναµε πίσω. Ήταν η πρώτη φορά που είχα δει τον πατέρα µου να κλαίει.

Φτάσαµε στην πλατεία. Τα καφενεδάκια ήταν γεµάτα µε συγχωριανούς. Μαζί τους και ο παπάς του χωριού, που ήταν και χωριανός µας. Του φιλούσαµε το χέρι, καθώς µας έδινε την ευχή του. Γύρισα το βλέµµα µου, προς την εκκλησία που ορθωνόταν κατάλευκη, και φάνταζε µπροστά µας, µε τις όµορφες µεγάλες καµάρες που στολίζαν την µπροστινή της όψη, περιτριγυρισµένη µε τον κατάλευκο περίγυρό της! Αρχοντική εκκλησιά! Σκέφτηκα. Κοιτούσα τα πάντα γύρω µου ήθελα να τα χορτα­σω. Προχωρήσαµε προς τα δυο περίπτερα που βρισκόντουσαν στην πλατεία .. Χαιρέτησα την κυρία Αναστασία, που είχε ένα από τα περίπτερα. Πήγαινα καιµία φορά, της έκανα παρέα, και µου έδινε µία καραµελίτσα. Καλό ταξίδι, και µε το καλό να ξανάρθετε πίσω, µας ευχόντουσαν όλοι. 

Προχωρήσαµε και συναντήσαµε και τα άλλα καφενεδάκια. Εδώ, πίσω απ' αυτά βρίσκεται το δικό µας σπίτι. Γλύστρησα κρυΦά από όλους και

                      έτρεξα από το στενό µονοπάτι ως το σπίτι µας. Λαχανιασµένη σταµά­τησα µε έκπληξη. Έφερα το χέρι µου στο στόµα σαν το αντίκρυσα, για να πνίξω την κραυγή που ήθελε να βγει από τα χείλη µου. Μέσα µου γινότανε µια πάλη που ξέσπασε σε κλάµα. Τα δάκρυα µου κύλησαν στα µάγουλά µου καθώς είδα τις καρφωµένες λαµαρίνες που ήταν στα παράθυρα. Έµοιαζετόσο έρηµο, τόσο εγκατελειµένο.

Τώρα κατάλαβα γιατί ο πατέρας είχε µείνει πίσω και ήρθε µετά από εµάς στο σπίτι της γιαγιάς Ανδριανής για να αποχαιρετήσει. Ήθελε να καρφώσει τις λαµαρίνες την τελευταία στιγµή γιατί δεν ήθελε να τις δούµε εµείς. Πού να ήξερε ότι εγώ θα γλυστρούσα κρυφά και θα ξανα­πήγαινα. Θυµάµαι, πληγώθηκε η παιδική µου καρδιά τότε πολύ, βλέ­ποντας το σπιτάκι µας έτσι µε εκείνες τις γκρίζες λαµαρίνες που του δίνανε µια πένθιµη όψη. Ήξερα όµως πως δε γινόταν κι' αλλιώς. Με ένα κόµπο στο λαιµό ψιθύρισα. Πότε θα σε ξαναδώ µικρό µου σπιτάκι; Πότε θα ξαναφάω δαµάσκηνα από αυτή τη δαµασκηνιά; Πότε θα ξαναπαίξω σ' αυτή την αυλή; Χάιδεψα την κληµαταριά και µ' ένα στερνό πονεµένο βλέµµα το αποχαιρέτησα. Δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν, ότι είχα δει τις λαµαρίνες καρφωµένες στα παράθυρα του σπιτιού µας. Δεν ήθελα να πληγώσω τον πατέρα µου, και τώρα είναι η πρώτη φορά που το λέω.

Έτρεξα βιαστικά πίσω στους γονείς µου και στον αδερφό µου. Δεν ήθελα να καταλάβουν πως έλειπα. Για πρώτη φορά δε µε στενοχωρού­σε, αν φαινόταν τα µάτια µου κλαµένα γιατί όλοι κλαίγανε κι' έτσι δε θα µε ρωτούσε κανείς γιατί κλαίω, κάτι ήταν κι' αυτό. Γύρισα κοντά στους δικούς µου. Γινότανε χαµός εκεί πέρα στα καφενεδάκια. Πού να παίρ­νανε είδηση πως έλειπα εγώ; Είχε µαζευτεί πολύς κόσµος, είχανε έρθει και οι άλλες τρεις οικογένειες που φεύγαµε µαζί. Είµασταντέσσερις οικο­γένειες από το χωριό µας που φεύγαµε την ίδια µέρα, µε το ίδιο καράβι, για την Αυστραλία. Κρατώντας τα µαντήλια όλοι τους, σκούπιζαν τα δάκρυά τους καθώς αποχαιρετούσαν τους δικούς τους. «Πρέπει να αρχίσουµε να ανεβαίνουµε προς τη στάση, ζυγώνει η ώρα για το λεωφο­ρείο,» άκουσα τον πατέρα µου να λέει, σηκώνοντας τις βαλίτσες µας, που τις είχαµε αφήσει σε µια γωνία έξω σε ένα από τα καφενεδάκια.

Στη στάση το λεωφορείο δεν άργησε να έρθει. Καθώς έκανε την εµφά­νισή του πίσω από την στροφή, νάτο! έρχεται! Φώναξαν όλοι. Έµεινα ακίνητη για λίγη ώρα. Φεύγουµε σκέφτηκα. Το καρδιοχτύπι µεγάλωσε. Γιατί πρέπει να φύγουµε; γιατί; µε την παιδική µου σκέψη δεν µπο­ρούσα να δώσω απάντηση σ' αυτό το ερώτηµα. Το µόνο που ήξερα ήταν ότι πονούσα, πολύ πονούσα, που αφήναµε πίσω το χωριό µας και την πατρίδα µας.

Το λεωφορείο σταµάτησε µπροστά µας. Άνοιξαν οι πόρτες και άρχισαν να κατεβαίνουν επιβάτες, συγχωριανοί µας που έρχονταν από έξω. Την ίδια ώρα οι γονείς µου προσπαθούσαν να φορτώσουν τις βαλίτσες στο λεωφορείο.

 Σαν κατέβηκαν όλοι ανεβήκαµε εµείς, ανοίξαµε τα παρά­θυρα και χαιρετούσαµε τους συγχωριανούς µας που είχαν περικυκλώ­σει το λεωφορείο, φωνάζοντας και κουνώντας τα χέρια. (Δεν τους ξανάδα από τότε πια). Στα αυτιά µου όµως ακόµα αντηχούν οι φωνές τους. Γεια σας, στο καλό, χωριανοί

Το λεωφορείο ξεκίνησε. Σιγά στην αρχή, και µετά ανέπτυξε ταχύτητα, αφήνοντας πίσω θλιµµένα, δακρυσµένα, πρόσωπα. Περνούσαµε τώρα, µπροστά από το σχολείο. Ήταν και ελπίζω να είναι ακόµα το οµορφό­τερο σχολείο που είδα ποτέ. Χτισµένο µε γκρίζα εξάγωνη σκαλιστή πέτρα. Μέσα σε µια τεράστια αυλή, µε ωραιότατους κήπους γεµάτους τριαντάφυλλα, µεγάλα τριαντάφυλ/α και σε πολλά - πολλά χρώµατα, που τα γέµιζε δροσιά, το µεγάλο συντριβάνι που βρισκόταν στη µέση του κήπου. Απ' τη µια µεριά ο κήπος µε τα λουλούδια, κι' απ' την άλλη ο λαχανόκηπος µε κάθε λογής λαχανικά της εποχής. Τους κήπους τους χώριζε ένας πολύ φαρδύς διάδροµος στολισµένος στις άκρες του µε κοφτή πρασινάδα, σαν φράχτης, που συνέχιζε γύρω- γύρω, και τους διαχώριζε. Στις άκρες των κήπων υπήρχαν, ακακίες και πεύκα για σκιά. Πέρα από τους κήπους απλωνόταν φαρδύ - πλατύ το µεγάλο προαύλιο που σε µια απ' τις γωνίες του φιλοξενούσε ένα µικρό εξωκκλήσι µε ένα λευκό µαρµάρινο σταυρό στην κορυφή του. Στα διαλείµµατα πηγαίναµε κι' ανάβαµε το καντηλάκι.

Το σχολείο, οι κήποι, το φαρδύ - πλατύ προαύλιο, το εκκλησάκι, οι βρύ­σες µε το γάργαρο νερό, ήταν όλα περιτριγυρισµένα από έναν όµορφο χτισµένο φράχτη. Από µέσα από το φράχτη ήταν φυτευµένεςπασχα­λιές. Κάτι πολύ όµορφα δενδράκια που γέµιζαν µε απαλό, µωβ χρώµα λουλούδια που κρέµονταν σαν σταφύλια και µοσχοβολούσαν. Θυµά­µαι, που καθόµουν απολαµβάνοντας στον ίσκιο, την ευωδιά που σκορ­πίζαν αυτά τα όµορφα µωβ λουλουδιένια σταφύλια, απ' τις πασχαλιές. Τόσο πολύ τα αγάπησα αυτά τα λουλούδια, που µε συντροφεύουν στη ζωή µου ως σήµερα.

Η Πασχαλιά είναι δένδρο ευλογηµένο από την Παναγία.

Ο λαός λέγει ότι όταν σταυρώσαν τον Χριστό, η Παναγία που µοιρολο­γούσε συνέχεια για το σπλάχνο της, τον µονάκριβο γιο της, ήταν πολύ πι κραµένη, ταλαιπωρη µένη και τσακισµένη, από τον πόνο και το κλάµα. Περπάτησε λίγο και κάθισε να ξαποστάσει κάπως, κάτω από τη σκιά ενός δένδρου, που τα κλαδιά του ήταν γεµάτα από φύλλα, µα όχι ανθούς. Δεν άνθιζε ποτέ. Κουρασµένη καθώς ήταν αποκοιµήθηκε. Το δένδρο τότε άρχισε να ρίχνει σιγά - σιγά όλα του τα φύλλα και να σκεπά­ζ~ι απαλά - απαλά .την Π~ναγία για να τη ζεστάνει .• Οταν µετά από ώρα ξυΠVησε η Παναγια αντικρισε το δένδρο µε χωρίς τα φύλ/α µόνο µε γυµνά κλαδιά, απόρησε για µια στιγµή. Μα σαν είδε όλα του τα φύλλα να τη- σκεπάζουν και να τη ζεσταίνουν, το ευλόγησε λέγοντας. «Να είσαι δένδρο ευλογηµένο και µοσχοβοληµένο.» Με την ευλογία της Παναγίας το δένδρο γέµισε ξανά από καταπράσινα φύλλα και άνθισε για πρώτη

φορά. Ονοµάστηκε Πασχαλιά. Είναι η ευλογηµένη Πασχαλιά µε τα µοσχοβοληµένα εκείνα λουλούδια που ανθίζουν το Πάσχα.

Βλέποντας το πανέµορφο σχολείο µου, σήκωσα το χέρι µου και το απο­χαιρέτησα, σαν να ήταν δυνατόν να µε καταλάβει.

Σιγά - σιγά βγαίναµε από το χωριό, αποµακρυνόµασταν γρήγορα. Τώρα από το παράθυρο του λεωφορείου έβλεπα ολόκληρο το χωριό πόσο όµορφο µου φαινόταν, έτσι χτισµένο στους πρόποδες του ψηλού βουνού Παγγαίου, και επάνω στο µικρό λόφο. Βλέποντας και το βουνό Παγγαίο, να υψώνεται τεράστιο, πίσω από το χωριό µας, σαν αστραπή πέρασαν από τη σκέψη µου, οι εκδροµές που κάναµε σ' αυτό. Τα βοσκοτόπια, το δάσος µε τις φράουλες, τις βρυσούλες µε τα κρυστάλ­λινα νερά, τα τόσο παγωµένα που αν έριχνες καρπούζι µέσα στο νερό, σχιζόταν, από το πολύ κρύο. Τις κούνιες που κάναµε όταν πηγαίναµε εκδροµή στις Δαµασκηνιές, και στη Λεύκη. Τι ιστορία κρύβει αυτό το βουνό! Έχει ένα δικό του κόσµο εκεί πάνω! Πόσους αιώνες στέκεται εκεί; Πόσες ανθρώπινες ιστορίες θα γραφτήκανε εκεί; Και προπαντός σε χρόνια πολέµου. Πόσα µέρη απάτητα! Θυµάµαι µια φορά που χαθήκαµε µε την οικογένειά µου ψάχνοντας µια οµάδα από οικογένειές που είχαν πάει εκδροµή και θέλαµε να πάµε κι ' εµείς στην παρέα τους. Χάνοντας όµως το δρόµο περάσαµε από κάτι στενά δροµάκια, πολύ ψηλά µέσα σε χαράδρες, και τι χαράδρες, µας είχε κοπεί η ανάσα απ' το φόβο! Εχαµε µαζί µας και ζώα, ένα άλογο και ένα γαϊδουράκι. Πώς περάσαµε από εκεί κι' εγώ δεν ξέρω! Ήταν τόσο στενά τα δροµάκια, και από τη µια µεριά, έβλεπες κάτω µια ατελείωτη χαράδρα. Ήταν µία εµπειρία που δε θα την ξεχάσω ποτέ. Αν έπεφτε πέτρα στον γκρεµό, ή την άκουγες µετά από ώρα, ή καθόλου.

.                   -

Εκείνα όµως τα απάτητα µέρη, ήταν σκέτη ζηλευτή άγρια οµορφιά.

Ήθελες να γίνεις πουλάκι, και να τα σεργιανήσεις όλα. Βρήκαµε τελικά την παρέα και όλοι µαζί πήγαµε και είδαµε κάτι γαλαρίες παλιές στις οποίες κρυβόνταν παλιά πολεµιστές. Στους τοίχους υπήρχαν χαραγµέ­νες γραµµές που µετρούσαν τις µέρες. Πάνω από τις γαλαρίες ήταν πολεµίστρες κάτι µισογκρεµισµένα σπιτάκια, µε πολλά - πολλά µικρά παραθυράκια γύρω - γύρω, που θύµιζαν πόλεµο.

Είδαµε και την «Πλασταριά» ψηλά στην πλαγιά του βουνού, που φαίνε­ται σχεδόν από όλο το χωριό, σαν σηµαδούρα. Η «Πλασταριά» είναι ένα τεράστιο µέρος. Το µέγεθος του είναι 3 - 4 στρέµµατα περίπου, χωρίς πράσινο. Δεν υπάρχουν δένδρα, ούτε κλαδιά και είναι όλο πέτρα, µεγάλα και µικρά γκρίζα βράχια, που στέκονται εκεί για αιώνες. Φτιαγ­µένα από τη φύση, µαζί µε το βουνό. Έχει αυγοειδές σχήµα, µε δύο στρογγυλές προεκτάσεις.

Εγώ νόµιζα έτσι που το έβλεπα από το χωριό, πως ήταν ένα µικρό σηµα­δάκι στο βουνό. Όταν πήγα όµως εκεί κοντά, είδα ότι ήταν τεράστιο και σκέπαζε την πλαγιά. Φαινόταν από πολύ µακριά. Οι συγχωριανοί µου το ονόµασαν «Πλασταριά», γιατί έχει σχήµα πλασταριάς, εκείνο το πλατύ στρογγυλό ξύλο που βάζανε επάνω του τη ζύµη και ανοίγανε φύλλο για πίττες. Υπάρχει και ένα φρούριο πιο ψηλά που εγώ δυστυχώς δεν πήγα.

Το λεωφορείο τρέχει. Μαζί του και οι σκέψεις µου. Παίρνοντας µου µακριά από το Μικρό Σούλι, από αυτό το µικρό χωριουδάκι που αγά­πησα τόσο πολύ. Και δεν µπορεί να µου το αποµακρύνει τίποτα από τις σκέψεις µου, κι' από την καρδιά µου. Γιατί αυτό το χωριουδάκι, είναι ο τόπος που γεννήθηκα, είναι η πατρίδα µου. Από αυτό κατάγοµαl. Από αυτό κατάγονται οι γονείς µου. Από αυτό κι' οι παππούδες µου, οι πρό­παππούδες µου, και βάλε, και βάλε και βάλε. Σ' αυτό είναι οι ρίζες µου σ' αυτό το µικρό χωριουδάκι, που πίσω απ' το θολωµένο βλέµµα µου το έβλεπα τώρα, να αποµακρύνεται.

Φεύγαµε - φεύγαµε, µε ταχύτητα. Το χωριουδάκι µου άρχισε σιγά - σιγά, να µικραίνει, να µικραίνει, όσπου έγινε µια µικρή λευκή γραµµούλα, που ξαφνικά κρύφτικε πίσω από ένα λοφάκι, κι' ήταν αδύνατον να το δω πλέον, από το παράθυρο του λεωφορείου. Ένιωθα µεγάλη συγκίνηση, τα πόδια µου δε µε κρατούσαν όρθια πια, λύγισαν και σωριάστηκα στη θέση µου. Τα θολωµένα απ' τα δάκρυα µάτια µου, σκέπασαν το βλέµµα µου σαν λεπτή υφαντή κουρτίνα. Τα µάγουλά µου τα αισθανόµουν φλο­γlσµένα, κι' ένας ψίθυρος ξέφυγε από τα χείλη µου:

Αντίο Μικρό Σούλι. Αντίο χωριουδάκι µου. Θα σ' αγαπώ πάντα. 


          
Reproduced with the permission of author ANDRIANA KARAMITROU


 

  
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info