ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 

 





GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 

ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΑ ΠΕΡΙΕΡΓΑ

 

Παπαφλέσσας
Μια μεγάλη μορφή της Επανάστασης του 1821

Τον Ιούνιο του 1815, στην μάχη του Βατερλό, μια πόλη του Βελγίου, τα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα νικήθηκαν από τα στρατεύματα της Πρωσίας και της Αγγλίας, θέτοντας τέρμα στα σχέδια του Ναπολέοντα για την κατάκτηση της Ευρώπης.

Οι νικήτριες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ρωσία, υπέγραψαν τη Συνθήκη της Ιερής Συμμαχίας, σύμφωνα με την οποία κάθε επανάσταση που θα απειλούσε την νέα τάξη πραγμάτων έπρεπε να κατασταλεί.

Όταν λοιπόν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση το 1821, οι μονάρχες των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης δεν ήθελαν να ακούσουν για επανάσταση, γιατί φοβόντουσαν πως μπορούσε να γίνει παράδειγμα για τους άλλους σκλαβωμένους λαούς της Ευρώπης. Ως εκ τούτου, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να προσβλέπουν στην Ευρώπη για υλική βοήθεια, αλλά ούτε και για ηθική συμπαράσταση.

Όμως η πίστη για την αναγέννηση του γένους ήταν βαθιά ριζωμένη στις ψυχές των σκλαβωμένων μεν, όχι όμως και ψυχικά υποταγμένων, Ελλήνων.

Από τη μια η λαϊκή παράδοση, με τους διάφορους θρύλους και τα ιστορικά και δημοτικά τραγούδια, και από την άλλη η λόγια παράδοση, με πρωτεργάτες τους ονομαστούς δάσκαλους του Γένους, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Άνθιμος Γαζής, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, και πολλοί άλλοι, κράτησαν αναμμένη τη φλόγα για την απελευθέρωση του ελληνικού γένους.

Η Γαλλική Επανάσταση του 1789, με τις φιλελεύθερες ιδέες για το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση και απαλλαγή από την ξένη κυριαρχία, έδωσε νέα ώθηση στους Έλληνες οπαδούς του διαφωτισμού να επιτείνουν τις ενέργειές τους για την κινητοποίηση των σκλαβωμένων αδερφών τους.

Κατά ευτυχή ιστορική συγκυρία ο Ρήγας Φεραίος έζησε την Γαλλική Επανάσταση, και προσάρμοσε τα φιλελεύθερα διδάγματά της στα οράματα του ελληνικού έθνους και των άλλων βαλκανικών εθνών για ελευθερία και ανεξαρτησία. Το έργο του Ρήγα ήταν διαφωτιστικό, πατριωτικό και εθνεγερτικό.

Την ίδια εποχή Έλληνες ναυτικοί, κυρίως από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά, εκμεταλλευόμενοι την ανυπαρξία του τουρκικού εμπορικού ναυτικού, άρχισαν να διευρύνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Κάτω από την προστασία της σημαίας της Ρωσίας, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατόρθωσαν μέσα σε λίγα χρόνια να πάρουν στα χέρια τους τη μεταφορά σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου. Τα εμπορικά αυτά πλοία μετατράπηκαν σε πολεμικά κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, εξασφαλίζοντας την ελληνική κυριαρχία στην θάλασσα.

Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις στο εμπορικό ναυτικό, στην Κεντρική Ευρώπη και στη Ρωσία οι ελληνικές παροικίες βρίσκονταν σε μια περίοδο ακμής, και άρχισαν να αποτελούν ισχυρές αστικές τάξεις, με κύρος και επιρροή στις ευρύτερες κοινωνίες τους. Μέλη αυτών των αστικών τάξεων μετέφεραν νέες αντιλήψεις ζωής και επαναστατικές ιδέες όταν επέστρεφαν στους τόπους καταγωγής τους.

Για την επίδρασή τους στην προετοιμασία της Επανάστασης γράφει τα ακόλουθα ο Κοζανίτης Νικόλαος Κασομούλης, ένας από τους αγωνιστές, αλλά και ιστορικούς της Επανάστασης:

«... η τάξις των ξενιτευμένων λογιωτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησε και εκίνησε τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και Αρματολούς εις τα αίματα» - Απόστολου Βακαλόπουλου «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», σελ. 24.

Ο Βακαλόπουλος, πρώην Καθηγητής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, παρατηρεί πως η Επανάσταση δεν ήταν αποκλειστικά δημιούργημα μιας μόνο τάξης, της αστικής. Αυτή έδωσε την ώθηση για την εξέγερση ολόκληρου του ελληνικού λαού, ο οποίος δεν είχε συμβιβασθεί με την ιδέα της σκλαβιάς, παρά ζούσε με την ελπίδα της ανάκτησης της ελευθερίας του.

Αυτήν την ελπίδα ήρθε να αναζωπυρώσει η Φιλική Εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε το 1814 από τρεις Έλληνες φίλους που ήταν εγκατεστημένοι στην Οδησσό: τον Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ.

Μικροέμποροι ήταν οι τρεις αυτοί Έλληνες, που τα πατριωτικά τους αισθήματα τους ώθησαν στη σύλληψη της παράτολμης αυτής σκέψης, αψηφώντας τους κινδύνους που ένα τέτοιο κίνημα συνεπαγόταν.

Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας δεν παρουσιάζονταν ως αρχηγοί, αλλά ως εκτελεστικά όργανα της «Αρχής», με την οποία εννοούσαν την ανώτατη εξουσία. Δεν προσδιόριζαν όμως ποια ήταν αυτή η Αρχή, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε.

Αυτή η αοριστία ασκούσε υποβλητική επίδραση στα μυημένα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, τα περισσότερα από τα οποία υπέθεταν πως η «Αρχή» θα ήταν ο τσάρος της Ρωσίας. Εξάλλου, η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό, πόλη της Ρωσίας. Για αιώνες το σκλαβωμένο γένος εναπόθετε τις ελπίδες του στην ομόθρησκη Ρωσία για να το βγάλει από την πικρή σκλαβιά, όπως υποδηλώνουν οι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού:

Ακόμα τούτη την Άνοιξη,

ραγιάδες, ραγιάδες,

τούτο το Καλοκαίρι,

καημένη Ρούμελη,

όσο νά ’ρθει ο Μόσκοβος,

ραγιάδες, ραγιάδες,

να φέρει το σεφέρι,

Μοριά και Ρούμελη...

Η λέξη Μόσκοβος στο δημοτικό αυτό τραγούδι χρησιμοποιείται ως προσωποποίηση, και σημαίνει τον κάτοικο της Μόσχας, και κατ’ επέκταση τους Ρώσους.

Τον Απρίλιο του 1820, μετά από την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος τότε ήταν Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, στελέχη της Εταιρείας πλησίασαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, Υπασπιστή του Τσάρου, ο οποίος με ενθουσιασμό αποδέχθηκε την αρχηγία του απελευθερωτικού αγώνα.

Έχοντας αποφασίσει για την γρήγορη έναρξη της επανάστασης, ο Υψηλάντης έστειλε «αποστόλους», έτσι αποκαλούσε τους ανθρώπους της εμπιστοσύνης του, σε διάφορες χώρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και κυρίως σε περιοχές της Ελλάδας, με προκηρύξεις προς τους κατοίκους της για να προετοιμαστούν για τον αγώνα. Στις προκηρύξεις αυτές τονιζόταν η ανάγκη για «Αγάπη και ομόνοια», απαραίτητη προϋπόθεση για το ξεκίνημα, αλλά και την αίσια έκβαση, της εθνεγερσίας για την πολυπόθητη ελευθερία του γένους.

Για την Πελοπόννησο ο Υψηλάντης επέλεξε, μεταξύ άλλων, και τον κληρικό Γρηγόριο Δικαίο, ευρύτερα γνωστό ως Παπαφλέσσα, ο οποίος ανέλαβε την αποστολή αυτή με πραγματικό αποστολικό ζήλο.

Μέρος της αποστολής του Παπαφλέσσα ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για την κάθοδο του Υψηλάντη στην Πελοπόννησο, από όπου θα έκανε την έναρξη του αγώνα.

Η αρχική σκέψη του Υψηλάντη και των Φιλικών ήταν η Επανάσταση να αρχίσει ταυτόχρονα από την Μολδοβλαχία και την Ελλάδα, συγκεκριμένα δε από την Πελοπόννησο, όπου οι περιστάσεις που επικρατούσαν ήταν πιο ευνοϊκές από ότι σε άλλες περιοχές.

Το αρχικό σχέδιο ανασκευάστηκε, και αποφασίσθηκε να προηγηθεί η εξέγερση στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες - Μολδαβία και Βλαχία, γνωστές και ως Μολδοβλαχία.

Έτσι, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, με την στολή του Ρώσου  στρατηγού, πέρασε τον Προύθο ποταμό, συνοδευόμενος από τους δύο αδελφούς του Γεώργιο και Νικόλαο, και στην πόλη Ιάσιο συναντήθηκε με τον Φαναριώτη Ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο, ο οποίος είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία.

Από το Ιάσιο ο Υψηλάντης εξέδωσε την πρώτη επαναστατική προκήρυξη, με τον τίτλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος!».

Όμως η τραγική ήττα στις 7 Ιουνίου 1821 στο Δραγατσάνι, όπου ο Ιερός Λόχος αποδεκατίστηκε, σφράγισε την μοίρα της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε στην επικράτεια της Αυστρίας, με την πρόθεση από εκεί να μεταβεί στην Ελλάδα για να συνεχίσει τον αγώνα. Το σχέδιό του δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί τον συνέλαβαν οι αυστριακές αρχές και τον φυλάκισαν ως πολιτικό αιχμάλωτο στην Βιέννη. Κοντά εφτά χρόνια αργότερα, στις 19 Ιανουαρίου 1828, σε ηλικία μόλις 37 ετών, ο πρώτος αρχηγός της Επανάστασης πέθανε στη Βιένη, πριν καν προλάβει να πατήσει σε ελληνικό έδαφος.

Ευτυχώς που ο αδερφός του Δημήτριος Υψηλάντης είχε κατεβεί νωρίτερα στην Πελοπόννησο, όπου ανέλαβε την αρχηγία του αγώνα, στη θέση του αδερφού του Αλέξανδρου.

Πολλοί, και διάφοροι, ήταν οι λόγοι που συνηγορούσαν για την Πελοπόννησο ως τον τόπο έναρξης της Επανάστασης.

Όπως και το τοπωνύμιο της περιοχής υποδηλώνει, η Πελοπόννησος είναι σχεδόν μια νήσος.

Από ξηράς μόνο από τον Ισθμό της Κορίνθου θα μπορούσαν να περάσουν τα τουρκικά στρατεύματα, τα οποία όμως θα ήταν εκτεθειμένα στους αγωνιστές της Ρούμελης.

Ανατολικά της Πελοποννήσου είναι τα δύο νησιά Σπέτσες και Ύδρα, τα οποία με τον ισχυρό στόλο που διέθεταν, θα μπορούσαν να αποκρούσουν απόβαση τουρκικών στρατευμάτων από την θάλασσα.

Η ορεινή διαμόρφωση του εσωτερικού της Πελοποννήσου ήταν κατάλληλη για ανταρτοπόλεμο, και οι στενές διαβάσεις μέσα από τα βουνά και τις χαράδρες, δυσχέραιναν την μεταφορά πυροβολικού, και εξέθεταν τον τουρκικό στρατό στις επιθέσεις από μικρά σώματα των επαναστατών, όπως συνέβη στα Δερβενάκια το 1822.

Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα ήταν το ότι ο τουρκικός πληθυσμός ήταν πολύ μικρότερος, σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Ελλάδας. Υπήρχαν περιοχές της Πελοποννήσου από τις οποίες έλειπαν εντελώς οι Τούρκοι.

Η Μάνη ήταν το μεγάλο ατού της Πελοποννήσου. Αν και υποτελής στον Σουλτάνο, και υποχρεωμένη να πληρώνει έναν ασήμαντο φόρο, ήταν απάτητη από τους Τούρκους, και οι κάτοικοί της ήταν ένοπλοι και εμπειροπόλεμοι.

Οι ανυπότακτοι στους Τούρκους Μανιάτες θαυμάζονταν από τους συμπατριώτες τους της Πελοποννήσου, οι οποίοι πίστευαν πως θα πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες σε μελλοντικό απελευθερωτικό κίνημα, και έλεγαν πως «Η τουφεκιά του Μανιάτη βροντά περισσότερο από το κανόνι». Χωρίς προηγούμενο σε ολόκληρη την Πελοπόννησο ήταν το κύρος του Μανιάτη πρόκριτου Πέτρου Μαυρομιχάλη.

Για τους λόγους αυτούς οι Φιλικοί έστρεψαν την προσοχή τους στην Πελοπόννησο σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Από τη μια από τα αισιόδοξα μηνύματα των Φιλικών, και από την άλλη οι εξογκωμένες φήμες που κυκλοφορούσαν για τη βοήθεια μιας μεγάλης δύναμης, είχαν ως αποτέλεσμα ο ελληνικός λαός εν γένει, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό οι Έλληνες της Πελοποννήσου, να βρίσκονται σε μια κατάσταση εντατικής αναμονής και προσδοκίας.

Χαρακτηριστικά της ψυχολογίας του ελληνικού λαού κατά την περίοδο εκείνη είναι τα σχόλια του αγωνιστή, και ιστορικού της Επανάστασης, Φώτιου Χρυσανθόπουλου.

Ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος, ο οποίος ήταν γνωστός ως Φωτάκος, είχε γεννηθεί στο χωριό Μαγούλιανα της Γορτυνίας, επαρχία της Αρκαδίας. Σημειώνω πως τα Μαγούλιανα είναι το χωριό με το ψηλότερο υψόμετρο στην Πελοπόννησο

Από την Γορτυνία, κατάγονταν επίσης ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Δημήτριος Πλαπούτας, και πολλοί άλλοι που διέπρεψαν ως αγωνιστές στην Επανάσταση.

Ο Φωτάκος από νεαρός βρέθηκε στη Ρωσία, όπου μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Το 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον έστειλε στην Πελοπόννησο για την προετοιμασία της εξέγερσης. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης είχε προαχθεί σε Υπασπιστή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του οποίου υπήρξε και γραμματικός. Με αυτές τις ιδιότητες παρακολούθησε από κοντά όλη την εξέλιξη του Αγώνα στο Μοριά.

Η συμβολή του Φωτάκου δεν περιορίστηκε μόνο στην στρατιωτική του δράση κατά τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα. Μετά την απελευθέρωση έγραψε τρία πολύ σημαντικά βιβλία:

Τα «Απομνημονεύματα», τον «Βίο του Παπαφλέσσα» και τους «Βίους Πελοποννησίων».

Πολλές από τις πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Παπαφλέσσα οι ιστορικοί τις αντλούν από τα βιβλία του Φωτάκου.

Ο Παπαφλέσσας γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788, γιος του Δημητρίου Φλέσσα και της δεύτερης γυναίκας του, Κωνσταντίνας Ανδροναίου. Ήταν  το 28ο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, σύμφωνα με τους ιστορικούς.

Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, και μετά το τέλος των σπουδών του, πιθανώς το 1816, έγινε μοναχός στη Μονή Βελανιδιάς στην Καλαμάτα, όπου πήρε το όνομα Γρηγόριος. Εκεί ήρθε σε ρήξη με την ιεραρχία και αναγκάστηκε να φύγει για να εγκατασταθεί στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Ρεκίτσας.

Χρηματικές διαφορές του μοναστηριού με τους Τούρκους αφέντες της περιοχής τον έφεραν σε σύγκρουση μαζί τους. Αυτό το γεγονός μαζί με άλλα επεισόδια που είχε δημιουργήσει με το δεσπότη της Μονεμβασίας, τον ανάγκασαν να φύγει για τη Ζάκυνθο. Το φιλελεύθερο κλίμα που επικρατούσε στη Ζάκυνθο τον επηρέασε θετικά και του πρόσφερε στέρεες βάσεις για το ξεκίνημά του.

Από τη Ζάκυνθο έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενήθηκε από συμπατριώτες του. Εκεί μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Παναγιώτη  Αναγνωστόπουλο, έναν από τους ιδρυτές της. Στην Κωνσταντινούπολη χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ με το εκκλησιαστικό όνομα Δικαίος. Σημειώνω πως ο Γρηγόριος Ε΄ είχε γεννηθεί στην Δημητσάνα 1746, όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος.

Τον Παπαφλέσσα η Φιλική Εταιρεία τον έστειλε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας ως «απόστολο», με το ψευδώνυμο «Αρμόδιος». Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη έγινε μέλος του στενού κύκλου της Φιλικής Εταιρείας, και συνέχισε και εκεί τη δράση του.

Τον Νοέμβριο του 1820 ο Παπαφλέσσας αναχώρησε από το Ισμαήλιο της Βεσαραβίας, περιοχής της Μολδοβλαχίας, με την εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη να γίνουν γρήγορα οι προπαρασκευές στην Πελοπόννησο για την κήρυξη της Επανάστασης.

Στην διαδρομή του για την Ελλάδα ο Παπαφλέσσας πέρασε από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και από την Σμύρνη, από όπου παρέλαβε πολεμοφόδια για τον αγώνα, τα οποία φόρτωσε σε ένα καράβι, ναυλωμένο με χρήματα της Φιλικής Εταιρείας, και από εκεί κατευθύνθηκε για την Ύδρα.

Όταν έφτασε στο νησί ανακοίνωσε στους προκρίτους τον σκοπό της άφιξής του, και τους είπε πως τα πάντα ήταν έτοιμα για την Επανάσταση, και πως ελληνικά πλοία θα πυρπολούσαν τον τουρκικό στόλο στον Βόσπορο.

Οι πρόκριτοι της Ύδρας δεν πείσθηκαν από τις διαβεβαιώσεις του Παπαφλέσσα. Από την Ύδρα ο Παπαφλέσσας πέρασε στις Σπέτσες, όπου του επιφυλάχθηκε πιο ένθερμη υποδοχή. 

Όταν οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου πληροφορήθηκαν την παρουσία του Παπαφλέσσα, και τα όσα έλεγε για την έναρξη της Επανάστασης, έστειλαν μήνυμα να εμποδίσουν την μετάβασή του στην Πελοπόννησο, μέχρι να συναντηθούν όλοι σε ασφαλές μέρος, και να κρίνουν αν εκείνα που έλεγε ήταν βάσιμα ή όχι.

Ο Παπαφλέσσας εντωμεταξύ, έχοντας αντιληφθεί τις προθέσεις των προκρίτων, έστειλε μήνυμα στον αδελφό του Νικήτα να πάει στο Άργος, όπου θα τον συναντούσε ο Παπαφλέσσας. Πράγματι ο Παπαφλέσσας αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο, και από εκεί πήγε στο Άργος, όπου παρουσιάσθηκε στην Επισκοπή ως απεσταλμένος του Υψηλάντη.

Αλλά και εκεί έμαθε πως οι πρόκριτοι ήθελαν να περιορίσουν τις κινήσεις του, και ντυμένος ως Τούρκος αγάς, με τη συνοδεία του αδελφού του και τριών άλλων κατευθύνθηκαν για την Κόρινθο, από όπου πήγε στην Βοστίτσα, το σημερινό Αίγιο.

Στην Βοστίτσα ο Παπαφλέσσας προσκάλεσε σε σύσκεψη τους προκρίτους της Αχαΐας, των Καλαβρύτων, της Αιγιαλείας και της Κυπαρισσίας. Στην σύσκεψη της 26ης Ιανουαρίου 1821 παρευρέθηκαν τρεις Δεσπότες, μεταξύ των οποίων και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.

Ο Παπαφλέσσας μίλησε για τον αγώνα με ενθουσιασμό και έδωσε ανυπόστατες διαβεβαιώσεις για προετοιμασίες, λέγοντας πως η ρωσική αυλή γνώριζε για την Φιλική Εταιρεία, και πως είχε εφοδιάσει τον Υψηλάντη με όλα τα απαραίτητα, πράγμα που δεν είχε γίνει.

Όταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός του έθεσε συγκεκριμένες ερωτήσεις για την ετοιμότητα του γένους, για την έκταση της ρωσικής βοήθειας, και για τη στάση της Ευρώπης έναντι της Επανάστασης, ο Παπαφλέσσας απάντησε με γενικόλογα.

Οι ιεράρχες και οι προεστοί δεν πείσθηκαν από τις διαβεβαιώσεις του Παπαφλέσσα, γι’ αυτό ακολούθησαν και άλλες συσκέψεις.

Τελικά αποφασίσθηκε ο Παπαφλέσσας να αναχωρήσει για τον τόπο του, όπου θα παρέμενε μέχρι να κατερχόταν στην Ελλάδα ο Υψηλάντης, οπότε θα λαμβάνονταν οι αποφάσεις για την έναρξη της Επανάστασης. Πριν από τη λήξη της σύσκεψης διενεργήθηκε έρανος για την οικονομική ενίσχυση του αγώνα.

Εντωμεταξύ και άλλοι Φιλικοί, και οπλαρχηγοί, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς, και άλλοι, περιέρχονταν την Πελοπόννησο, και μιλούσαν με ενθουσιασμό για την μεγάλη ημέρα της έναρξης της Επανάστασης.

Τα μηνύματα αυτά είχαν τεράστια απήχηση στις ψυχές των Ελλήνων, γιατί ανταποκρίνονταν στον ενδόμυχο πόθο τους για ελευθερία από την σκληρή σκλαβιά.

Έτσι, μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, οι πρώην σκλάβοι απέκτησαν τις ψυχικές δυνάμεις που χαλύβδωσαν την αποφασιστικότητά τους για την αυτοθυσία, και τους χάρισαν την τόλμη και την ανδρεία για τον μεγάλο αγώνα.

Άξιες αναφοράς είναι οι παρατηρήσεις του Φωτάκου για αυτήν την ψυχολογική κατάσταση του ελληνικού λαού στις παραμονές του αγώνα, όπως καταγράφονται στο βιβλίο του «Απομνημονεύματα». Την εμβρίθεια των παρατηρήσεων αυτών θα τις ζήλευαν και σημερινοί πανεπιστημιακοί κοινωνιολόγοι. Δίνω ένα απόσπασμα από το εν λόγω βιβλίο:

«Τα διάφορα ταύτα σπερματολογήματα, τα οποία ελέγοντο από ανθρώπου εις άνθρωπον και από συναθροίσεως εις συνάθροισιν, διεδίδοντο έπειτα εις όλην την ελληνικήν φυλήν και εγίνοντο πιστευτά όχι μόνον εις όλους τους άλλους, αλλά και εις εκείνους ακόμη, οι οποίοι τα επρωτοέλεγαν, διότι επεθύμουν την επανάστασιν, και ούτω εκυκλοφόρουν διάφορα ενθουσιαστικά και ηρωικά σχέδια, τα οποία εγαργάλιζαν την εθνικήν φιλοτιμίαν, έως ότου είδαν την ιδέαν να περπατή και ούτως οι Έλληνες επίστευσαν ως άφευκτον την επιτυχίαν της ελευθερίας των». (Απόστολου Βακαλόπουλου, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», σελ. 58).

Μετά τη Βοστίτσα ο Παπαφλέσσας προχώρησε στα ενδότερα της Πελοποννήσου, και στις 23 Μαρτίου 1821 πήρε μέρος στην ιστορική απελευθέρωση της Καλαμάτας, της πρώτης μεγάλης νίκης των Ελλήνων.

Με την έναρξη του Αγώνα, οι ετοιμοπόλεμες ομάδες των κλεφτών και των αρματολών αποτέλεσαν τους πυρήνες στις διάφορες επαναστατημένες περιοχές, ενώ στην θάλασσα τα εμπορικά πλοία νησιών όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά, μετατράπηκαν σε αξιόμαχο στόλο, που έδρασε στο Αιγαίο Πέλαγος, παρεμποδίζοντας την μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων από την Μικρά Ασία στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Για να επιτύχει όμως η Επανάσταση, απαραίτητος ήταν ο συντονισμός των κατά τόπους πολεμικών επιχειρήσεων.

Ο συντονισμός αυτός απαιτούσε την ύπαρξη κάποιας ενιαίας κεντρικής διοίκησης, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο για τις συνθήκες της περιόδου εκείνης, δεδομένου ότι ο τουρκοκρατούμενος Ελληνισμός ήταν οργανωμένος σε κοινότητες με έντονα τοπικό χαρακτήρα.

Αποτελεί ένδειξη της ωριμότητας των αγωνιστών, αλλά και του σημαντικού έργου που είχε επιτελεσθεί από την Φιλική Εταιρεία από το 1814, η οποία μιλούσε για την «ανάσταση του γένους», και όχι απλώς την απελευθέρωση ορισμένων περιοχών, το γεγονός ότι από νωρίς λήφθηκαν μέτρα για τον συντονισμό του Αγώνα.

Έτσι, από τους πρώτους μήνες της εξέγερσης, άρχισαν να σχηματίζονται επαναστατικές επιτροπές, οι οποίες έγιναν γνωστές ως εφορείες. Αν και στην αρχή η κάθε εφορεία λειτουργούσε ως αυτόνομο όργανο, πολύ συχνά βοηθούσε η μια την άλλη

Όμως η ανάγκη μιας πιο ενιαίας διοικητικής αρχής έγινε συνειδητή από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, από τις ανάγκες στήριξης και ανεφοδιασμού των πολεμιστών.

Στις αρχές του Αγώνα τις ανάγκες αυτές τις κάλυπταν τοπικές αρχές, όπως η «Μεσσηνιακή Γερουσία», η «Μεσσηνιακή Σύγκλητος», το «Αχαϊκό Διευθυντήριο», η «Εφορεία της Καρυταίνης», κ. ά. 

Από τη συνειδητοποίηση αυτής της ανάγκης για τη δημιουργία ενός συντονιστικού οργάνου προέκυψε η Συνέλευση των Καλτετζών, στις 26 Μαΐου 1821, στη Μονή των Καλτετζών, στα σύνορα των νομών Αρκαδίας και Λακωνίας. Ο Παπαφλέσσας πήρε μέρος στη Συνέλευση εκείνη.

Με την «Πράξη των Καλτετζών» συστάθηκε η «Πελοποννησιακή Γερουσία», η οποία λίγες ημέρες αργότερα με εγκύκλιό της, που απευθυνόταν στους εφόρους των επαρχιών, ίδρυσε στις επαρχίες της Πελοποννήσου «Γενικές Εφορείες», και καθόρισε τις αρμοδιότητές τους.

Η θητεία της Πελοποννησιακής Γερουσίας είχε αποφασισθεί να λήξει μετά από την άλωση της Τριπολιτσάς, η πολιορκία της οποίας είχε αρχίσει τον Απρίλιο του 1821.

Όταν όμως στις 8 Ιουνίου 1821 έφτασε στην Ύδρα, και στην συνέχεια στο Άστρος της Πελοποννήσου, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ως πληρεξούσιος του αδελφού του Αλέξανδρου, που ήταν ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες προστριβές μεταξύ του Δημήτριου και των προκρίτων που απάρτιζαν την Πελοποννησιακή Γερουσία.

Όμως η σύνεση του Δημήτριου Υψηλάντη, ο υψηλός πατριωτισμός του, η αγνότητα των αισθημάτων του και η ανιδιοτέλειά του, εκτιμήθηκαν από τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου, οι οποίοι στο πρόσωπό του βρήκαν τον ηγέτη που θα περιόριζε την παντοδυναμία των προκρίτων, οι οποίοι ήταν γνωστοί και ως κοτζαμπάσηδες.

Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των κατατρεγμένων κατά την τουρκοκρατία οπλαρχηγών, όχι μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από κάποιους κοτζαμπάσηδες, ο Δημήτριος Υψηλάντης πήρε με το μέρος του και ένα μεγάλο μέρος του λαού.

Με την άφιξη του Υψηλάντη στην Πελοπόννησο οι διαφορές μεταξύ των κοτζαμπάσηδων και καπετάνιων αναφορικά με το ποιοι θα έβγαζαν τις αποφάσεις για την διεξαγωγή του Αγώνα πήραν μεγαλύτερες διαστάσεις, και εξελίχθηκαν σε ανταγωνισμό μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών.

Τα πράγματα περιπλέχθηκαν ακόμη πιο πολύ με την άφιξη στην Ελλάδα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Θεόδωρου Νέγρη και του Κωνσταντίνου Καρατζά από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης.

Οι Φαναριώτες αυτοί, συνηθισμένοι καθώς ήταν στην άσκηση πολιτικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θέλησαν να πάρουν στα χέρια τους την ηγεσία της Επανάστασης.

Οι Φαναριώτες έλαβαν την ονομασία τους από την περιοχή του Φαναρίου της Κωνσταντινούπολης, όπου είχε εγκατασταθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο το έτος 1601, ύστερα από τις πολλές μετακινήσεις του σε διαφόρους ιστορικούς ναούς της Κωνσταντινουπόλεως.

Ο όρος Φαναριώτης είχε διπλή έννοια. Η μια απλώς δήλωνε τον ομογενή κάτοικο του  Φαναρίου. Η άλλη έννοια, η οποία πέρασε και στην ιστορία, δήλωνε τον μορφωμένο, και ισχυρό οικονομικά ομογενή, που είχε και ανάλογη θέση στον χώρο της εκκλησίας ή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Γλωσσομαθείς καθώς ήταν, οι Φαναριώτες είχαν τις θέσεις του Δραγουμάνου, δηλαδή διερμηνέα ή μεταφραστή στην αυλή του Σουλτάνου. Ο Μέγας Διερμηνέας της Πύλης, που αντιστοιχούσε με το σημερινό αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών, ήταν κατά κανόνα Φαναριώτης.

Από τους Φαναριώτες επιλέγονταν και οι ηγεμόνες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών της  Βλαχίας και Μολδοβλαχίας, από τις οποίες όπως είδαμε ξεκίνησε η Επανάσταση.

Και η οικογένεια των Υψηλάντηδων ανήκε στην τάξη των Φαναριωτών, αν και τα  περισσότερα μέλη της επέλεξαν την στρατιωτική σταδιοδρομία, κυρίως στη Ρωσία, και αναδείχθηκαν σε ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας και της Επανάστασης.

Είναι λοιπόν ευνόητο το ότι οι Φαναριώτες που κατέβηκαν στην Ελλάδα για να πάρουν μέρος στην Επανάσταση προσεταιρίσθηκαν τους κοτζαμπάσηδες, αφού και εκείνοι, σαν τοπικοί προύχοντες, ασκούσαν πολιτική εξουσία επί των Ελλήνων στις περιοχές τους.

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήταν μια από τις κυρίαρχες μορφές της Επανάστασης, και συνδέθηκε με την πολιτική παράταξη, η οποία συχνά είχε αντιδικίες με την στρατιωτική παράταξη, της οποίας ηγείτο ο Υψηλάντης.

Από πολλούς ιστορικούς ο Μαυροκορδάτος χαρακτηρίζεται ως μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Μια όμως αντικειμενική αξιολόγηση του ρόλου που διαδραμάτισε κατά τη διάρκεια του Αγώνα οφείλει να αναγνωρίσει μια μεγάλη συμβολή του Μαυροκορδάτου στην επιτυχή έκβαση της Επανάστασης.

Όταν το 1825 η Επανάσταση άρχισε να καταρρέει, με την απόβαση του στρατεύματος του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αξιοποιώντας τις γνωριμίες που είχε κάνει με επιφανείς Άγγλους, έστειλε επιστολή στον Υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, και δήλωσε πως η Μεγάλη Βρετανία θα είχε τη συνεχή συμμαχία της Ελλάδας, αν την βοηθούσε σε εκείνη την κρίσιμη φάση της Επανάστασης.

Ο Μαυροκορδάτος, προσφέροντας προνομιακή σχέση κατά προτεραιότητα στη Μεγάλη Βρετανία, ξεκίνησε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μια απελπισμένη στην πραγματικότητα αντεπίθεση στον Μοριά ελπίζοντας και στην ενεργοποίηση των πιέσεων των ευρωπαίων φιλελλήνων προς τις κυβερνήσεις τους. Το σχέδιο πέτυχε. Ακολούθησε η θετική στροφή της Μεγάλης Βρετανίας, η συμφωνία των τριών μεγάλων δυνάμεων της εποχής (Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας) για τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, πράγμα που επιτεύχθηκε μετά την καταστροφή του τουρκικού και αιγυπτιακού στόλου από τον στόλο των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ναυμαχία του Ναβαρίνου τον Οκτώβριο του 1827.

Σε αυτήν την στροφή που πήρε ο Αγώνας της εθνεγερσίας σημαντική ήταν και η συμβολή του Παπαφλέσσα με τον ηρωικό του θάνατο στο Μανιάκι το 1825. Πριν όμως φτάσουμε εκεί ας παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των γεγονότων μετά τη Συνέλευση των Καλτετζών.

Όπως ανάφερα πιο πάνω, στη Συνέλευση των Καλτετζών είχε αποφασισθεί η θητεία της Πελοποννησιακής Γερουσίας να λήξει μετά από την άλωση της Τριπολιτσάς, η πολιορκία της οποίας είχε αρχίσει τον Απρίλιο του 1821.

Με την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, η ανάγκη για ενιαία πολιτική και στρατιωτική διοίκηση έγινε έντονα αισθητή, και οδήγησε στην πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου.

Ο Παπαφλέσσας πήρε μέρος ως πληρεξούσιος στην Α΄ αυτή  Εθνοσυνέλευση. Εκεί, εκπροσωπώντας τους φιλικούς και τα λαϊκά στοιχεία, ήρθε σε δριμύτατη σύγκρουση με τους κοτζαμπάσηδες που ζητούσαν να καπηλευτούν τον Αγώνα.

Η Συνέλευση συνήλθε στις 20 Δεκεμβρίου 1821. Λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 1822, ψηφίσθηκε το πρώτο Σύνταγμα του ελληνικού κράτους, γνωστό ως «Προσωρινόν Σύνταγμα της Ελλάδος», ή το «Σύνταγμα της Επιδαύρου», και κήρυξε την ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους, ακολουθώντας το παράδειγμα της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής το 1776.

Το κείμενο της διακήρυξης θεωρείται κλασικό παράδειγμα από πλευράς διατύπωσης και πατριωτικής έξαρσης. Δίνω ένα απόσπασμα:

«Το ελληνικόν έθνος, το υπό την φρικτώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας, και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συνηγμένων συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».

Η εθνοσυνέλευση έληξε στις 15 Ιανουαρίου 1822, αφού προηγουμένως όρισε την Κόρινθο για προσωρινή έδρα της νέας κυβέρνησης. Με την επιλογή της Κορίνθου, το κέντρο του βάρους του υπό σχηματισμό νέου κράτους μετατοπίσθηκε στο μεταίχμιο της Πελοποννήσου και της άλλης ηπειρωτικής Ελλάδας.

Με την μεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Δερβενάκια στα τέλη του Ιουλίου 1822, και την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους του στρατεύματος του Δράμαλη, η δόξα του Κολοκοτρώνη, ο οποίος ήταν ο κύριος συντελεστής της νίκης, έφτασε στο ζενίθ της. Η Γερουσία τον ανακήρυξε αρχιστράτηγο.

Αυτή του η φήμη ανησύχησε την παράταξη των πολιτικών, οι οποίοι φοβήθηκαν πως η μεγάλη δύναμη του Κολοκοτρώνη θα είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση των στρατιωτικών.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την κίνηση του Μαυροκορδάτου να συνενώσει τους πολιτικούς της Πελοποννήσου εναντίον των στρατιωτικών, αρχηγοί των οποίων ήταν ο Υψηλάντης και ο Κολοκοτρώνης.

Έτσι είχαν τα πράγματα όταν στις 29 Μαρτίου του 1823 άρχισε η Β΄ εθνοσυνέλευση του Άστρους, κωμόπολη της επαρχίας Κυνουρίας, νομού Αρκαδίας.

Στην αρχή οι οπαδοί των πολιτικών συγκεντρώθηκαν στο Άστρος, ενώ οι οπαδοί των στρατιωτικών συγκεντρώθηκαν στο Ναύπλιο. Ύστερα από πολλές λογομαχίες, και τη μεσολάβηση των ναυτικών νησιών, συνάχθηκαν όλοι στο Άστρος. Στην συνέλευση αυτή πήρε μέρος και ο Παπαφλέσσας.

Η συνέλευση, που τερμάτισε τις εργασίες της στις 18 Απριλίου, έσπειρε τους σπόρους του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών.

Στην κυβέρνηση του Γιώργου Κουντουριώτη, που σχηματίσθηκε μετά από την εθνοσυνέλευση του Άστρους, ο Παπαφλέσσας υπηρέτησε ως Υπουργός Εσωτερικών. Γραμματέας της κυβέρνησης ήταν ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Η Πελοπόννησος χωρίσθηκε σε δύο αντίπαλες παρατάξεις: των πολιτικών, με αρχηγούς τον Ζαΐμη και τον Λόντο, και άλλους, οι οποίοι έλεγχαν το βουλευτικό μέρος της κυβέρνησης, και των στρατιωτικών, με αρχηγούς τον Κολοκοτρώνη, τον Δεληγιάννη και άλλους, που έλεγχαν το εκτελεστικό μέρος της κυβέρνησης.

Τα κομματικά πάθη είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό, που οι οπαδοί των δύο παρατάξεων είχαν αρχίσει να συγκρούονται σε διάφορες περιοχές.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν η κυβέρνηση του Κουντουριώτη κάλεσε στην Πελοπόννησο τον Γκούρα και τον Καραϊσκάκη με τα στρατιωτικά τους σώματα από την Στερεά Ελλάδα.

Σε αυτήν τη φάση ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος ξεκίνησε από τον ανταγωνισμό μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών, πήρε τη μορφή συνασπισμού των Πελοποννησίων απέναντι των Ρουμελιωτών και των Νησιωτών.

Ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος από τη Ζάκυνθο παρακολουθούσε με αγωνία τις εξελίξεις της Επανάστασης, περιέγραψε ως ακολούθως τον εμφύλιο πόλεμο στο ποίημά του «Ύμνος εις την Ελευθερία». Διαβάζω τις στροφές 144 και 145:

Η Διχόνοια, που βαστάει                 Κειό το σκήπτρο, που σας δείχνει

ένα σκήπτρο η δολερή,                   έχει αλήθεια ωραία θωριά.

καθενός χαμογελάει,                       Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει

πάρ’ το, λέγοντας κι εσύ.                εισέ δάκρυα θλιβερά.

 

Ένας από τους πολλούς νεκρούς από τις συγκρούσεις μεταξύ των δύο παρατάξεων ήταν και ο γιος του Κολοκοτρώνη Πάνος. Ο Κολοκοτρώνης, μολονότι ζήτησε συμβιβασμό γιατί ήταν συντετριμμένος από τον φόνο του γιου του, συνελήφθη με 24 άλλους ηγέτες της Πελοποννήσου και φυλακίσθηκε στην Ύδρα τον Ιανουάριο του 1825.

Αυτή ήταν η πιο μελανή περίοδος της Επανάστασης, που παρ’ ολίγο να σημάνει το τέλος της. Ενώ οι ηγέτες των δύο παρατάξεων είχαν εμπλακεί σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, ο τουρκικός στόλος κατέστρεφε την Κάσο και τα Ψαρά, και ο Ιμπραήμ με τα αιγυπτιακά στρατεύματα αποβιβαζόταν στην Πελοπόννησο.

Ο πρωθυπουργός Γιώργος Κουντουριώτης, Υδραίος στην καταγωγή, ξεκίνησε με 3000 άντρες προκειμένου να αντιμετωπίσει τον εχθρό, αλλά σύντομα εγκατέλειψε την προσπάθεια, εξουθενωμένος προτού εμπλακεί σε μάχη, αμάθητος καθώς ήταν στις χερσαίες επιχειρήσεις.

Στην ένοπλη σύρραξη Ελλήνων και Αιγυπτίων στις 7 Απριλίου 1825, κοντά στη θέση Κρεμμύδι της Μεσσηνίας, οι ελληνικές δυνάμεις ηττήθηκαν κατά κράτος, με περισσότερους από 600 πολεμιστές νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Στη συνέχεια, οι 800 Έλληνες που ταμπουρώθηκαν στη Σφακτηρία, μικρό νησί απέναντι στην Πύλο, δέχθηκαν καταιγισμό πυρών και σφαγιάστηκαν στις 26 Απριλίου από τους στρατιώτες του Ιμπραήμ. Ακολούθησε η πτώση του Νεοκάστρου στις 11 Μαΐου. Η Μεσσηνία εγκαταλείφθηκε από τους Έλληνες κατοίκους της, καθώς και από τις περισσότερες φρουρές της.

Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ο Παπαφλέσσας δήλωσε ενώπιον της Βουλής και του Εκτελεστικού της Κυβέρνησης ότι ήταν αποφασισμένος να αφήσει το Ναύπλιο, όπου έδρευε η Κυβέρνηση, και να κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά, και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία, με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του Ιμπραήμ. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι δήλωσε πως είτε θα επέστρεφε νικητής, είτε θα έπεφτε στο πεδίο της μάχης.

Παρ’ όλο που στον εμφύλιο πόλεμο ο Παπαφλέσσας, ως μέλος της Κυβέρνησης του Γιώργου Κουντουριώτη, βρέθηκε αντίπαλος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όταν ο Ιμπραήμ απείλησε σοβαρά την έκβαση της Επανάστασης, πρότεινε την αποφυλάκιση του  Κολοκοτρώνη και των άλλων φυλακισμένων, για να αντιμετωπίσουν ενωμένοι τον κοινό εχθρό.

Η πρόταση του Παπαφλέσσα για αμνηστία δεν εισακούστηκε και έτσι ανέλαβε ο ίδιος να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Η Επανάσταση βρισκόταν στην κρισιμότερή της καμπή. Περιοχές ολόκληρες της Πελοποννήσου είχαν ερημωθεί, οι στρατιωτικές δυνάμεις είχαν αποδεκατιστεί, ενώ οι κορυφαίοι Πελοποννήσιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί τελούσαν υπό κράτηση.

Ό Παπαφλέσσας από το Ναύπλιο τράβηξε για την Τριπολιτσά, όπου σχημάτισε τον πυρήνα του εκστρατευτικού του σώματος. Από την Τριπολιτσά πήγε στο Λεοντάρι, όπου έσμιξαν μαζί του ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, με εκατόν πενήντα παλικάρια, καθώς και άλλοι καπετάνιοι.

Ο στρατός που συγκέντρωσε ο Παπαφλέσσας έφτανε τους 2000 άντρες, δύναμη ασήμαντη για να σταματήσει την προέλαση του Ιμπραήμ.

Παρά το γεγονός ότι στον Παπαφλέσσα έφταναν ειδήσεις πως οπλαρχηγοί από διάφορα μέρη της Πελοποννήσου συγκέντρωναν άντρες για να τον συνδράμουν, εκείνος αποφάσισε να φράξει τον δρόμο του Ιμπραήμ στο Μανιάκι της Μεσσηνίας, πριν προχωρήσει περισσότερο στα ενδότερα της Πελοποννήσου.

Εκεί οχυρώθηκε στις 16 Μαΐου και έστησε τρία πρόχειρα προχώματα (ταμπούρια) σε θέσεις που επέτρεπαν την εποπτεία της γύρω περιοχής από ψηλά. Στο ένα πρόχωμα επικεφαλής τοποθετήθηκε ο ανιψιός του, ο Δημήτριος Φλέσσας, με τους Μεσσηνίους, το άλλο ανέλαβαν να προστατεύσουν ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης και οι Μανιάτες οπλαρχηγοί και τέλος στο τρίτο, το βόρειο, το πιο επικίνδυνο και εκτεθειμένο, έμεινε ο ίδιος με μερικά από τα παλικάρια του.

Ξημέρωνε 20ή Μαΐου 1825. Ο αιγυπτιακός στρατός πλησίαζε από τον κάμπο. «Είχεν μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος. Στη θέα του αιγυπτιακού πεζικού και ιππικού –περίπου 3000 - πολλοί ήταν οι Έλληνες που δείλιασαν, και εξέφρασαν την άποψη ότι το σημείο εκείνο δεν ήταν κατάλληλο για άμυνα, πόσο μάλλον για αναμέτρηση των άνισων αριθμητικά στρατών, με συνέπεια τη γενικευμένη λιποταξία. Περισσότεροι από 1000 εγκατέλειψαν το μέτωπο.

Ο ιστορικός της Επανάστασης Φωτάκος, στον τρίτο τόμο των «Απομνημονευμάτων» του  περιγράφει ως ακολούθως τις στιγμές λίγο πριν από τη μάχη:

«Βλέπων δε ο Φλέσσας ότι εκυκλώθησαν υπό του εχθρικού ιππικού, ενόμιζε τούτο μεγάλον ευτύχημα, διά να συνέλθουν όλοι ομού οι Ελληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικώτερα, και να μη λιποτακτούν. [...] Αφού δε συνήλθαν οι στρατιώται, τότε είδε κατά μέγα μέρος ηλαττωμένην την δύναμιν, και έμαθε την φυγήν των προειρημένων, εμέτρησεν έπειτα τους μείναντας και ηύρεν αριθμόν ολιγώτερον των χιλίων. [...] Αφού δε ο στρατός συνηθροίσθη [...] ο Φλέσσας ήλθεν εν τω μέσω των στρατιωτών και εξεφώνησε λόγον, ενθαρρύνων αυτούς και υπενθυμίζων εις τους στρατιώτας τας πρότερον μάχας και τας νίκας του Βαλτετσίου, του Λεβιδίου, της Γράνας, των Βερβένων και των Δολιανών, την άλωσιν της Τριπολιτσάς, την καταστροφήν του πολυπληθούς στρατεύματος του Δράμαλη, και τους παρέστησε νίκην άφευκτον· διότι τους είπεν ότι έρχονται τόσα στρατεύματα εις βοήθειαν εντός ολίγου τα οποία θα υπερβούν τας 15.000, ότι έρχεται ο Πλαπούτας και όλοι οι Αρκαδινοί, ο αυτάδελφός του Νικήτας, ο Κατσάκος και άλλοι Μανιάτες, ότι όλοι ούτοι θα φθάσουν μετά μίαν ώραν και θα είναι εδώ ολοτρόγυρα του Ιμβραήμ να τον κτυπούν από τις πλάτες, και τελειώνων είπεν ότι: Σήμερον η πατρίς περιμένει από ημάς την δόξαν της διά της νίκης ταύτης!».

Ύστερα από αλλεπάλληλες βολές του αιγυπτιακού πυροβολικού, και από σειρά εφόδων του ιππικού, το πρώτο οχύρωμα που έπεσε ήταν αυτό του Παπαφλέσσα, και στη συνέχεια αυτό του Βοϊδή. Ακολούθησε δραματική μάχη σώμα με σώμα. Αφού προξένησαν τη μέγιστη δυνατή φθορά στα στίφη των Αιγυπτίων - περισσότεροι από 600 ήταν οι Αιγύπτιοι νεκροί - τα ελληνικά τυφέκια σίγησαν μέχρις ενός. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Γιαννάκης Παπάς, γιος του Μακεδόνα αγωνιστή της Επανάστασης Εμμανουήλ Παπά.

Ο Φωτάκος, αναφερόμενος στον ανιψιό του Παπαφλέσσα, Δημήτριο Φλέσσα, δίνει την ακόλουθη περιγραφή:

«Ούτος υπήρξε στρατιωτικός και υπηρέτησε την πατρίδα ως τοιούτος, παρακολουθών πάντοτε τον μεγαλουργόν Αρχιμανδρίτην Φλέσαν. Έπεσε δε μαχόμενος κατά την εν Μανιάκι ένδοξον εκείνην μάχην, διότι καθ᾿ ην ώραν οι Τούρκοι επήδησαν εις το οχύρωμα του θείου του Φλέσα και ελιανίζοντο με τα σπαθιὰ, ούτος διά να προφυλάζῃ τον θείον του να μην τον σπαθίζουν οι Τούρκοι, τον αγκάλιασε και ούτως έπεσαν και οι δύο μαζύ».

Μετά την μάχη ο Ιμπραήμ έβαλε τους στρατιώτες του να βρουν το πτώμα του αρχηγού. Το βρήκαν, αλλού το σώμα, και αλλού το κεφάλι. Έστησαν τον νεκρό Παπαφλέσσα όρθιο να ακουμπά σ’ ένα δέντρο, με το κεφάλι τοποθετημένο στη θέση του. Έτσι καθώς ήταν ορθός φάνταζε σαν ζωντανός. Αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο Ιμπραήμ στάθηκε μπροστά του ακίνητος και αμίλητος για πολλή ώρα να κοιτά τον εχθρό του. Κι ότι, κάποια στιγμή, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, τον φίλησε στο μέτωπο, και γυρίζοντας προς τους αξιωματικούς του είπε: «Αληθινά ήταν γενναίος άνθρωπος».

Την επόμενη, 21 Μαΐου, οι Αιγύπτιοι πάτησαν την Κυπαρισσία. Στις 23 Μαΐου γύρισαν στις βάσεις τους στο Νεόκαστρο και στην Μεθώνη. Ύστερα από λίγες ημέρες, με βάση τα ίδια ορμητήρια, κυρίευσαν και πυρπόλησαν την Καλαμάτα και άλλες κωμοπόλεις της Μεσσηνίας.

Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να αποφυλακίσει τον Κολοκοτρώνη και άλλους αρχηγούς των Πελοποννησίων. Όπως και στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης, με τις δημηγορίες και τις αναφορές του στους αρχαίους Έλληνες, άρχισε πάλι να σκορπίζει τον ενθουσιασμό και την αισιοδοξία στους συμπατριώτες του.

Μετά από αγώνα δύο χρόνων, 1825 – 1827, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Κολοκοτρώνης εφάρμοσε τις τακτικές του κλεφτοπολέμου στην αντιμετώπιση του αιγυπτιακού κινδύνου, ο γέρος του Μοριά αποδείχθηκε σωτήρας της Πελοποννήσου, και γενικότερα της Ελλάδας.

Ο απεγνωσμένος αγώνας των Ελλήνων για την αποφυγή της ήττας, που θα σήμαινε εκ νέου σκλαβιά, και μάλιστα πιο βάρβαρη, υπό τους Τούρκους, άρχισε να βρίσκει ανταπόκριση στην Ευρώπη.

Παράλληλα με τη διεύρυνση του φιλελληνικού κινήματος, και οι κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων άρχισαν να ασκούν πίεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία να αναγνωρίσει την αυτονομία της Ελλάδας.

Εν όψει της απροθυμίας της Υψηλής Πύλης να ανταποκριθεί στις διπλωματικές προσεγγίσεις των Ευρωπαίων, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία κατέφυγαν στην στρατιωτική λύση.

Στην Ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 8 Οκτωβρίου 1827, ή 20 Οκτωβρίου με το νέο ημερολόγιο, ο στόλος των Μεγάλων Δυνάμεων κατέστρεψε τον τουρκικό και αιγυπτιακό στόλο, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, το οποίο το 1830 αναγνωρίσθηκε ως αυτόνομο, και το 1832 ως ανεξάρτητο.

Ως ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της Φιλικής Εταιρείας από το 1818, ως απόστολός της στην Ελλάδα από το 1820, και στη συνέχεια ως δεινός πολεμιστής, διακεκριμένο μέλος των Εθνικών Συνελεύσεων, και υψηλόβαθμο στέλεχος της ελληνικής κυβέρνησης, ο Γρηγόριος Δικαίος, ευρύτερα γνωστός ως Παπαφλέσσας, υπήρξε ένας από τους κύριους συντελεστές για την έναρξη και συνέχιση της Επανάστασης.

Με την ηρωική του αντίσταση στα στρατεύματα του Ιμπραήμ, και την αυτοθυσία του στις 20 Μαΐου 1825, σε ηλικία 37 ετών, ο Παπαφλέσσας έγινε σύμβολο ηρωισμού και παράδειγμα προς μίμηση από τους συμπατριώτες του, στην πιο κρίσιμη φάση της Επανάστασης.

Ο πρόωρος θάνατός του γαλβάνισε τις ψυχές του αγωνιζόμενου γένους, και το κατέστησε πιο δεκτικό στα μηνύματα και στις προτροπές του Κολοκοτρώνη για την υπέρτατη θυσία στον αγώνα για την αποτίναξη της σκλαβιάς, και την απόκτηση της πολυπόθητης ελευθερίας.

Στην περίπτωση του Παπαφλέσσα το σύνθημα της Επανάστασης «Ελευθερία ή Θάνατος» βρήκε την ιδανική προσωποποίηση.

Η ιστορία δικαίωσε τον Παπαφλέσσα στο ότι ενώ στην συνέλευση της Βοστίτσας δεν μπόρεσε να αντιπαραθέσει πειστικές απαντήσεις στον σκεπτικισμό κάποιων προκρίτων και αρχιερέων ως προς την ετοιμότητα του γένους για την έναρξη της Επανάστασης, στο χρονοδιάγραμμα που είχε αποφασισθεί από την Φιλική Εταιρεία, ο ενθουσιασμός του, η αισιοδοξία του και η θυελλώδης ορμή του είχαν τέτοια απήχηση στα λαϊκά στρώματα, που συμπαρέσυραν και τους διστακτικούς και σκεπτικιστές.

Αν η Επανάσταση αποτύγχανε, οι μεταγενέστερες γενιές θα απέδιδαν ένα μεγάλο μέρος της μομφής και της ευθύνης στον Παπαφλέσσα.

Ο Παπαφλέσσας απέδειξε πως ήξερε να αγωνίζεται και να πεθαίνει. Μένει πάντα ο ήρωας που αγωνίστηκε για την ελευθερία του Έθνους, δουλεύοντας σ’ όλους τους τομείς, ως άριστος οργανωτής, ως έξοχος πολιτικός και με το σπαθί στο χέρι ως άξιος πολέμαρχος.

Με τον ηρωικό του θάνατο, επισφράγισε την ανεκτίμητη προσφορά του στην πατρίδα ο αγνός πατριώτης, ο ενθουσιώδης αγωνιστής, ο φλογερός αυτός μπουρλοτιέρης των ψυχών, ο Παπαφλέσσας.

 

Κυριάκος Αμανατίδης

Νεοελληνιστής – Ιστορικός Ερευνητής

 


 

 




ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ

  Εργοβιογραφικό

 

 

 

  
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info