ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 






 

 


Η Σαμαρού και τα παιδιά της

(Διήγημα)

Χρήστος Ν. Φίφης

 

Πάντα αγαπούσα ιδιαίτερα τη θεία μου Φωτεινή, την μικρότερη αδελφή της μάνας μου. Την επισκέπτομαι ταχτικά, της τηλεφωνώ, μιλάμε. Μένει σε ένα προάστιο της Μελβούρνης, μετανάστευσε νεαρή στην Αυστραλία, τώρα την παίρνουν τα μεγάλα χρόνια. Η θεία αγαπά τη συζήτηση, έστω και για ασήμαντα πράγματα. Της αρέσει να παίζει και χαρτιά, ιδιαίτερα τη δηλωτή. Θυμάται τα 52 φύλλα της τράπουλας απέξω και ανακατωτά, ποια πέρασαν, ποια μένουν πίσω, δύσκολα να της κερδίσεις ένα στα τέσερα παιχνίδια. Το διασκεδάζει! «Είδες, λέει, η αγράμματη να κερδίζω τον καθηγητή», και γελάει με την καρδιά της.

    Πριν από τρία χρόνια, το 2018, είχε αρρωστήσει ξαφνικά και έμεινε στο νοσοκομείο για κάμποσες εβδομάδες. ΄Εχασε πολλή από την ικανότητά της στη δηλωτή αλλά όχι την όρεξη για συζήτηση και να θυμάται τα παιδικά της χρόνια στην Ελλάδα. Τώρα που χαλάρωσαν οι περιορισμοί του κορονοϊού την βλέπω ταχτικότερα. Τουλάχιστον, για όσο διάστημα οι περιορισμοί παραμένουν χαλαροί, γιατί τα αλεπάλληλα κύματα της επιδημίας πάνε κι έρχονται.

-Να κάνω καφέ, ανηψιέ. Πάρε κανένα κουλουράκι. Είναι η δική μου συνταγή.

-Ωραία, πασχαλινά κουλουράκια, θεία.

-Πάσχα στην ξενιτιά! Δεν βαρυέσαι, καλά είναι. Πώς θα ήθελα να ήμουν στο Μελισσάκι!  Να φτιάχναμε τηγανίτες με μέλι, όπως τότε!

 

 

Το Μελισσάκι ήταν ένας μοναχικός συνοικισμός της Κόνισκας, ένα χωριό της ορεινής Τριχωνίδας. Είχε μόνο ένα σπίτι, το σπίτι της γιαγιάς μου, της Σαμαρούς.

-Ε, όχι και ξενιτιά κυρία Φωτεινή! ΄Εχεις 60 χρόνια στη Μελβούρνη!

-Εξήντα; Το Δεκέμβριο κλείνω 65 χρόνια! Πώς πέρασαν τα έρημα τα χρόνια!... Για μένα ξενιτιά είναι ακόμη.

-Πηγαίνεις, όμως, και στην Ελλάδα.

-Πήγαινα τότε που πήγαινα. Τώρα δεν είμαι να πάω πουθενά. Γλύτωσα από το εγκεφαλικό αλλά πιο ύπουλος μου φαίνεται αυτός ο κορονοϊός, πως τον λένε.

-΄Οπου νάναι θα βρεθεί κάποιο εμβόλιο, θεία.

-Ζήσε μαύρε μου! Ποιος ξέρει αν βρεθεί κάτι και πόσο αποτελεσματικό θα είναι.

-Υπομονή! Εδώ είναι και οι κόρες σου. Τα εγγόνια σου.

Η θεία Φωτεινή έχει δυο κόρες. Η μεγάλη 62 χρονών. Η μικρή 41. Λίγο μετά τη γέννηση του πρώτου εγγονού της γέννησε και αυτή τη δεύτερη κόρη της. ΄Εχει έξι εγγόνια και εφτά δισέγγονα.

-Δεν λέω! ΄Εχω τα παιδιά μου. Αλλά μόνη μου μένω.  Και τώρα ούτε θα μπορώ πια να ταξιδεύω. Ούτε ο γιατρός θα μου το επιτρέψει, ούτε ο κορονοϊός.

 

Η θεία πλησιάζει τα 83 της.  Ο άνδρας της πέθανε πριν δέκα χρόνια. Μετά την αρρώστεια της ο γιατρός της απαγόρεψε να οδηγεί. Τώρα έχει πρόβλημα να πηγαίνει κάθε Σάββατο στον τάφο του συχωρεμένου. Πρέπει να περμένει κάποια από τις κόρες της ή τις εγγονές της. Κάποτε  έρχεται κάποια, άλλοτε δεν μπορεί.

-Μόνη σου μένεις αλλά έχεις το σπίτι σου, θεία. Ωραίο, μεγάλο σπίτι!΄Αλλοι δεν έχουν σπίτι.

-Μωρέ είχαν αλλά το έδωσαν στα παιδιά τους. Κι εκείνα το πούλησαν. Εγώ ξέρω πολλούς. Δεν λέω, μερικοί είναι πολύ φτωχοί. Αν δεν δουλέψαμε και για τούτο το σπίτι και εγώ και ο μακαρίτης! Εκείνος απογευματινός στο Τζένεραλ Μότορς. Εγώ πρωινή στο Γουίλσον. ΄Ολη μέρα ράψιμο. Μετά έπαιρνα και δουλειά στο σπίτι. ΄Επρεπε να είναι κάποιος στο σπίτι να προσέχει το παιδί.

 

Η θεία Φωτεινή είναι μόνο τρία χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Πήγαμε μαζί στην πρώτη τάξη του Δημοτικού. ΄Ηταν τα χρόνια του εμφυλίου τότε στην Ελλάδα. Το Φθινόπωρο του 1946 άρχισε στην Κοσκινά, στο χωριό μου, το σχολείο. Μετά έρχονταν τα αποσπάσματα. Κυνηγούσαν το δάσκαλο επειδή ήταν πρώην εαμίτης. Τον χτύπησαν άγρια. ΄Εφυγε. Δεν ξαναγύρισε. Η τάξη έμεινε στη μέση. Με τη θεία Φώτω κάναμε μαζί μόνο τρεις μήνες σχολείο. Η θεία Φώτω δεν ξαναπήγε σχολείο.

-Σε θαυμάζω θεία! Τρεις μήνες σχολείο και διαβάζεις και γράφεις.

-Θυμάσαι που διαβάζαμε μαζί το βιβλίο της Πρώτης; Εγώ σου το εξηγούσα. ΄Ημουν μεγαλύτερη και το διάβαζα καλύτερα από σένα.΄Οταν έφυγε ο δάσκαλος διάβαζα τα βιβλία των άλλων αδελφών μου. Είχαν κάμποσα βιβλία στο Μελισσάκι. Εγώ ήμουν το ψιμάδι της Σαμαρούς. Οχτώ μεγαλύτερα αδέλφια και αδελφές. Διάβαζα και στο Ξυλόκαστρο όταν πήγαμε ανταρτόπληκτοι. Εκεί ο πατέρας μου μ’ έστειλε στη Μοδίστρα να μάθω την τέχνη. Στη Μοδίστρα πήγε και η αδελφή μου η Αλεξάνδρα πρν από μένα. Ο Πατέρας μου της αγόρασε ραπρομηχανή και τη βοηθούσα κι εγώ. Αλλά πού να δουλέψεις τότε στην Ελλάδα; ΄Εφυγα για την Αυστραλία το 1956. Ο αδελφός μου ο Γιώργος είχε έρθει το 1954 και με κάλεσε. ΄Ομως, τα καλύτερα χρόνια που θυμάμαι ήταν αυτά που έζησα στο Μελισσάκι.

 

-Εκεί έζησες την παιδική σου ηλικία, γι’ αυτό.

 

-Το γάμο της μάνας σου δεν τον θυμάμαι. ΄Ημουν πολύ μικρή. Το γάμο της Σπυριδούλας μας, όμως, τον θυμάμαι. Θυμάμαι και τον πόλεμο.  Ο Μήτσος μας ήταν χωροφύλακας στην Κρήτη όταν την κατέλαβαν οι Γερμανοί.  Πολέμησε. Ο Γιώργος μας πήγε στην Αλβανία, όπως και ο πατέρας σου, όπως και ο Κωνσταντίνος, ο άνδρας της Σπυριδούλας. Όλοι πήγαν στον πόλεμο.  Θυμάμαι τους δυο Ιταλούς που είχαμε οικότροφους στο σπίτι για πολλούς μήνες. Είχαν φύγει από το στρατόπεδό τους, τρώγανε και μένανε στο σπίτι μας και έχτισαν όλη τη μάνδρα γύρω από το χωράφι για να μη μπαίνουν οι γίδες και τρώνε τα φυτά. Θυμάμαι και τους Γερμανούς που πήγαιναν να κάψουν το σπίτι μας. ΄Εκαψαν τα περισσότερα σπίτια της Κόνισκας. Βλέπαμε τους καπνούς πάνω από τη ράχη του βουνού. Στο σπίτι μας ήταν 2-3 αντάρτες, ελασίτες. Είδαμε τους Γερμανούς να περνούν στο ποτάμι την καμάρα. Οι αντάρτες τους έριξαν 3-4 πυροβολισμούς. Μας έριξαν κι αυτοί. Πάνω από το παράθυρο φαίνονταν για χρόνια οι τρύπες που έκαναν οι σφαίρες. Φύγαμε όλοι γρήγορα στο δάσος, κατά το λόφο των Αγίων Αναργύρων. Μετά από 3-4 ώρες η Σαμαρού είπε στον πατέρα μου: «Εγώ θα κατέβω να δω τι γίνεται στο σπίτι μας». «Τρελάθηκες, γυναίκα;», της είπε αυτός. «Αν σε δουν θα σε σκοτώσουν». «Εγώ θα πάω. Θα φυλάγομαι. Αν είναι να με σκοτώσουν, ας με σκοτώσουν».

  Πέρασε με προφυλάξεις τη μάνδρα του χωραφιού. Βλέπει τους Γερμανούς στο δρόμο, φεύγανε. ΄Οταν πλησίαζε στην παλιά αποθήκη άκουσε έναν πυροβολισμό από τη μεριά του λόφου των Αγίων Αναργύρων. Τότε βλέπει μπραφ δυο Γερμανούς να βγαίνουν τρέχοντας από την παλιά αποθήκη προς στο δρόμο που βάδιζαν οι άλλοι. Η Σαμαρού πλησίασε την αποθήκη με μύριες προφυλάξεις και ακούει μέσα ένα αγκομαχητό. «Παναγία μου!, είπε, θα έχουν σκοτώσει κάποιον». Σα σκιά ανοίγει λίγο την πόρτα και βλέπει την γαϊδούρα μας παραφορτωμένη με τους δυο ταλάρους μας με το βούτυρο και το τυρί, πατάτες και φασόλια, να έχει πέσει κάτω και ν’ αγκομαχάει. Τι είχε συμβεί; Οι δύο είχαν μείνει πίσω να φορτώσουν τη γαϊδούρα, να πάρουν τα πράγματα, να κάψουν το σπίτι και να φύγουν. ΄Ακουσαν τον πυροβολισμό, παράτησαν τη γαϊδούρα φορτωμένη και έγιναν καπνός.

 

-Ο πυροβολισμός έσωσε το σπίτι!

 

-Και τι πυροβολισμός! ΄Ενας αντάρτης γλίστρησε και το όπλο του εκπυρσοκρότησε. Αυτός ο πυροβολισμός έσωσε το σπίτι!

Στην κατοχή ο Βασίλης μας ήταν στην οργάνωση του ΕΑΜ της  Κόνισκας. Το 1946 ο Μήτσος άφησε τη χωροφυλακή για να βοηθήσει τον πατέρα στο μαγαζί. Πήγε, όμως, ο Βασίλης στη Χωροφυλακή.

   Μετά το 1946 οι αντάρτες κάθε τόσο έρχονταν στο σπίτι. «Πού είναι ο Βασίλης;», ρωτούσαν. «Είναι χωροφύλακας στα Γρεβενά», έλεγε η Σαμαρού. «Γιατί πήγε χωροφύλακας;» «Ρωτήστε τον. Εμένα δε με ρώτησε», απαντούσε η Σαμαρού. Το 1948 οι αντάρτες, μια νύχτα,  πήραν την Ξένη μας και μερικά άλλα παιδιά που έμεναν σε απόμερους συνοικισμούς, κατά μήκος της ποταμιάς, όπως εμείς. Δεν μπορούσαν να πάνε μέσα στην Κόνισκα, είχε στρατιωτική δύναμη.  Η μάνα μου έκλαιγε. «Μην κλαις, της έλεγα. Η Ξένη μας θα γυρίσει». Και πράγματι γύρισε. Τους έφυγε. Είχαμε φύγει τότε στα Ρόγκια, σε ένα καλύβι μέναμε. Οι γονείς μου είχαν πουλήσει τα γίδια και ήθελαν να πουλήσουμε τα πρόβατα πριν φύγουμε όλοι για το Ξυλόκαστρο.  Ο πατέρας πήγε στον Πλάτανο να παραλάβει την Ξένη όπου είχε παρουσιαστεί στο σταθμό Χωροφυλακής. Η Ξένη ήρθε στα Ρόγκια σοβαρά άρρωστη. ΄Επεσε στο στρώμα, δεν μπορούσε να περπατήσει. Ο Μήτσος ήρθε, την πήραν στο φορείο μέχρι τη Χρυσοβίτσα. Από εκεί την πήγε στο νοσοκομείο, στο Αγρίνιο. Μετά την έστειλαν στον Ευαγγελισμό, στην Αθήνα. ΄Εκεί την κράτησαν για περισσότερο από ένα χρόνο. Με την Ξένη και τη μάνα μου ξαναγυρίσαμε στο Μελισσάκι το καλοκαίρι του 1950. ΄Ηταν εγκατελειμμένο. Η Σαμαρού το άρχισε από την αρχή.

-Τώρα δεν υπάρχει το σπίτι, θεία.

-Τελευταία φορά που το επισκέφτηκα ήταν το 1970 με τον μακαρίτη τον πατέρα μου. Ζούσε ακόμη, έμειναν στην Αθήνα. Είχα πάει στην Ελλάδα. Πήγαμε από την Αθήνα στην Κόνισκα, στον τάφο του Νάσιου μας στους Αγίους Αναργύρους, ανάψαμε το καντήλι του και μετά περάσαμε και από το Μελισσάκι.

-Εγώ είδα το σπίτι από μακριά, πέρυσι. ΄Οταν πήγαινα στην Αμβρακιά. Ερείπιο! Σαν τον Παρθενώνα!

-Το είδα κι εγώ από μακριά πριν πέντε χρόνια. Η στέγη έπεσε. Μόνο κάποιοι τοίχοι κρατούν ακόμη. Ο Βασίλης της Σπυριδούλας το είχε επισκεφτεί τον προηγούμενο χρόνο. ΄Ολα τα φυτά αγρίεψαν. Μόνο οι ελιές μένουν ακόμη.

-Τώρα δε ζει η Σαμαρού να δώσει ζωή στο Μελισσάκι!

-Τώρα δεν υπάρχει ούτε και η Παυλού να το καταπατήσει. Τα εγγόνια της ζουν στην Αθήνα και το Σίδνεϊ.

 

Η Σαμαρού ήταν η μάνα της μάνας μου. Με τα αδέρφια μου και τα ξαδέρφια μου την αποκαλούσαμε ‘βάβα’. Το Μελισσάκι ήταν για μένα, τα μικρότερα αδέλφια μου και τα ξαδέρφια μου, ένας παιδικός παράδεισος. ΄Οπως ήταν και για τη θεία Φώτω. Χαιρόμουν να περνώ εκεί, τρεις-τέσσερες εβδομάδες κάθε καλοκαίρι, μερικές φορές και με κάποιο από τα μικρότερα αδέλφια μου ή ξαδέρφια μου και να κάνω παρέα με τον θείο μου τον Νάσιο και τις θείες Αλεξάνδρα, Πολυξένη και Φωτούλα. Απολάμβανα και την παρέα της βάβας μου της Σαμαρούς. ΄Ηταν μια γεροδεμένη πενηνταπεντάρα που τα μαλλιά της είχαν σχεδόν ασπρίσει. Η βάβα κοπανούσε το γάλα στη βούρτσα να το κάνει βούτυρο, επιστατούσε στις δουλειές, ή αν είχε χρόνο έπλεκε, ποτέ δεν καθόταν αργή. ΄Οταν έπλεκε ή έγνεθε τη ρόκα της μου τραγουδούσε. Το κάθε τραγούδι της σχετιζόταν με κάποια ανάμνηση, παραμύθι ή ιστορία. Είχε και μια άγρια σκύλα, την Κούργα. Η Κούργα φύλαγε άγρυπνα από τις αλεπούδες και τους περαστικούς τις κότες, τα καλαμπόκια, τα σταφύλια και τα μελίσσια του παππού. Μια φορά που είχε καιρό να με δει, δεν με γνώρισε και μου ρίχτηκε. Αμέσως επενέβη η βάβα με τη ρόκα της και η Κούργα έβαλε την ουρά της στα σκέλια και έσκυψε κλαίγοντας. Θα κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος. Επειδή ήμουν ο μεγαλύτερος από τ’ αδέρφια μου και τα ξαδέρφια μου, όταν θυμάμαι τη γιαγιά θυμάμαι και την Κούργα.

Ο παππούς συνήθως έλειπε στην Πελοπόννησο. Το επώνυμό του δεν ήταν Σαμαράς αλλά Παπαδημητρίου. Είχε κάποιον πρόγονο που ήταν παπάς. Αλλά είχε και κάποιον άλλον πρόγονο που έφτιαχνε σαμάρια και είχε κληρονομήσει και το παρατσούκλι Σαμαράς, μολονότι το δικό του επάγγελμα ήταν φαναράς. Τέλος πάντων, όλοι τους, ο παππούς, η βάβα  και τα ενιά παιδιά τους ήσαν γνωστοί ως Σαμαραίοι και προτιμούσαν το Σαμαράς περισσότερο από το Παπαδημητρίου. Ο παππούς είχε δυο μικρά μαγαζιά φανοποιΐας, ένα στην Αιγείρα και το άλλο στο Ξυλόκαστρο. Εκείνο τον καιρό δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Το μαγαζί στην Αιγείρα το δούλευε ο γιος του ο Γιώργος. Ο Μήτσος, ο άλλος γιος του, δούλευε το μαγαζί στο Ξυλόκαστρο. Ο παππούς δούλευε και στα δυο μαγαζιά και πήγαινε πραμάτεια γύρα με μια γαϊδουρίτσα στα εκεί χωριά για να μπορούν να επιπλέουν. Συνεχώς χρειάζονταν να ξεπληρώνουν γραμμάτια.

Το σπίτι στο Μελισσάκι ήταν πάνω σε ύψωμα, σε μια ραχούλα. Το εκτεταμένο χτήμα του περιτριγυρισμένο με μάνδρα, ήταν μες την πρασινάδα των μουριών, των συκιών και των όμορφων κλημάτων στις άκρες των πεζουλιών, με άσπρα και μαύρα σταφύλια. Δίπλα από το σπίτι ήταν τα κρινιά με τις μέλισσες και τρεις μεγάλες ελιές. Το σπίτι το είχε φτιάξει ο παππούς στη δεκαετία του 1920.  «Αν δεν χτίσεις σπίτι ή δεν παντρέψεις κορίτσι δεν ξέρεις τι είναι σφίξιμο!», έλεγε συχνά.΄Ενα χιλιόμετρο παρακάτω ήταν το ποτάμι, ο Γιδομαντρίτης, παραπόταμος του Φίδαρη, με μια αρχαία πέτρινη θολωτή καμάρα. Πάνω από το χωράφι υψώνονταν οι ανηφορικές πλαγιές του Μαλβουνιού, ένα δάσος με βελανιδιές, αριές, φιλικίδες και που και που  πλατάνια, για χιλιόμετρα. Η βάβα μου, όπως παλιότερα στην προηγούμενη γενιά και ο μακαρίτης ο πεθερός της, ο Σαμαροβασίλης,  θεωρούσε τις πλαγιές πάνω από το χτήμα, τσιφλίκι δικό της και δεν άφηνε κανέναν από τους μακρινούς γειτόνους της να το βοσκήσει, ούτε καν να περάσει από εκεί τα αιγοπρόβατά του. Η πλαγιά ήταν αποκλειστικά για τα γιδοπρόβατα της Σαμαρούς. Ο πεθερός της -που η Σαμαρού δεν τον γνώρισε ποτέ- όταν ήταν νέος, πριν το 1880, γνώρισε, έλεγαν, κάποιον μεγαλόσχημο Τούρκο στη Λάρισσα που του έδωσε ένα κιτάπ με αραβικά γράμματα που έλεγε ότι ο παππούς του είχε πουλήσει το χτήμα και τις πλαγιές  στον παππού του Σαμαροβασίλη, στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν την Ελληνική Επανάσταση. Επομένως, ο Σαμαροβασίλης, όπως και η βάβα,  θεωρούσαν τις πλαγιές τσιφλίκι τους,  κανένας άλλος δεν μπορούσε να το νέμεται ή να το καταπατεί. Μια φορά που τόλμησε η Παυλού να περάσει από μέσα με τις γίδες της και να κόψει λίγο κλαρί για τα κατσίκια της, η βάβα μου την είδε και έγινε θηρίο. Και ήταν πράγματι θηρίο η Σαμαρού αν νόμιζε ότι την έβλαψες ή δεν σεβάστηκες το χτήμα της. ΄Ηταν και χειροδύναμη. Της έβαλε τις φωνές, έτρεξε την έπιασε και την ταρακουνούσε. Στη μέση της είχε πάντα ζωσμένη μια τριχιά για να ζαλώνεται ξύλα. ΄Ελυσε την τριχιά, έπιασε την Παυλού που ήταν του χεριού της και τα είχε χαμένα, και την έδεσε στον κορμό ενός δέντρου. Η Παυλού δεν μπορούσε να λυθεί και φώναζε αλλά ποιος να την ακούσει στην έρημη πλαγιά; Την άκουσε, όμως, η κόρη της Σαμαρούς, η θεία Αλεξάνδρα, που έτρεξε προς βοήθειά της.

-Παλάβωσες μωρή! είπε η θεία Αλεξάνδρα στη μάνα της. Τι την έδεσες τη γυναίκα, γίδα είναι;

Η θεία Αλεξάνδρα απελευθέρωσε την Παυλού και της είπε να πάρει τις γίδες της και το κλαρί που είχε κόψει και να φύγει γιατί η Σαμαρού είχε αγριέψει. «Αν θέλει ας ξαναπατήσει και θα δει πόσα απίδια πιάνει ο σάκος!», φοβέρισε η Σαμαρού.

        -Δεν αστειευόταν η βάβα!

        -Αλοίμονο σε όποιον έβλαφτε το χτήμα της.

        -Το είχες δει ποτέ εσύ αυτό το κιτάπ του Σαμαροβασίλη, θεία; Υπήρχε      πράγματι;

   -Οχι! Δεν το είδα ποτέ, αλλά ούτε και η Σαμαρού το είχε δει. Εξάλλου ήταν    αγράμματη, Ελληνικά δεν μπορούσε να διαβάσει, θα διάβαζε Αραβικά;     -Με τόσα πρόβατα και γίδια και το χωράφι που είχατε θα πρέπει καλά να τα βγάζατε.

   -Δεν είμασταν εντελώς φτωχοί, δεν πεινούσαμε. Είχαμε, όμως, μεγάλες    στερήσεις. Πώς να ταΐσεις και να ντύσεις ενιά παιδιά; ΄Εφτιαχνε η μάνα μου ή η Μαρία μια χορτόπιτα ή καμιά σμαρόπιτα και μέχρι να πάρεις ένα φελί ο Μήτσος είχε φάει τη μισή.

-Μέχρι να πάρεις τί;

-Μέχρι να πάρεις ένα μικρό κομμάτι. Το ίδιο γινόταν και με το ψωμί. Μια ζεστή κουλούρα εξαφανιζόταν αμέσως. Ζυμώναμε ένα ψωμί κάθε μέρα. ΄Οταν ήταν ο πατέρας μου, όμως, στο σπίτι, υπήρχε τάξη. ΄Εκοβε την πίτα ή το ψωμί σε 12-13 ίσα κομμάτια, ένα για την Παναγία ή το σπίτι, ένα για τον ξένο -πάντοτε περνούσαν ξένοι- και ένα κομμάτι για τον καθένα μας. Η μάνα μου μας έλεγε, την κάθε ελιά να την τρώτε με τρεις χαψιές, όχι μια και κάτω. Πού να τις βρούμε τις ελιές για όλους; Είχαμε τις λίγες δικές μας -το μέρος μας ήταν ορεινό και δεν έκαναν πολύ καρπό-, αγόραζε άλλες και έφερνε ο πατέρας μου, όταν ερχόταν, αλλά πόσο να φτουρήσουν; Το στάρι ελάχιστο, μόνο για κανένα πρόσφορο για την εκκλησία. Το καλαμπόκι λιγοστό, μας έφτανε για 7-8 μήνες το χρόνο. ΄Επρεπε ν’ αγοράζουμε καλαμπόκι ή καλαμποκίσιο αλεύρι για να φτιάχνει η μάνα μου κανένα χαμποκούκι. Πώς αλλιώς να είχαμε λίγο ψωμί; Ο μπάρμπας μου ο Χρήστος, ο αδελφός της μάνας μου, είχε ένα μόνο παιδί, τον Δημητράκη. Ο Δημητράκης ήταν κακόφαγος και η θειά μου η Αρετούλα καλούσε 1-2 από εμάς να τρώμε μαζί. Για να κάνει όρεξη και ο Δημητράκης. Εκεί, εμείς τρώγαμε καλά αλλά του Δημητράκη όλα τού μύριζαν, μόνο που τσίμπαγε κάτι.

 

-Πώς αγοράζατε καλαμπόκι;

 

-Πουλούσαμε το βούτυρο και τα τυριά. Πουλούσαμε κατσίκια κι’ αρνιά ν’ αγοράσουμε λάδι, κανένα φόρεμα, άλλα απαραίτητα. Τόσα κορίτσια, έπρεπε ο πατέρας μου να τους αγοράσει πράγματα για την προίκα τους.

 

-Είχα ακούσει μια ιστορία για τη θεία Σπυριδούλα.

 

-Ξέρω για ποια ιστορία λες. Η Σπυριδούλα μας ήταν πολύ όμορφη. ΄Ηταν δεκάξι χρονών, σαν τα κρύα νερά, και πήγε με την Αλεξάνδρα στο πανηγύρι του Αϊ-Γιάννη. Φορούσε μια ωραία αλλά λίγο μεγάλη φούστα που της έφερε ο Μήτσος μας από την Αθήνα. Είχε μια ωραία ζώνη στη μέση. Στο πανηγύρι, όλοι οι νέοι τη Σπυριδούλα κοίταζαν. Η παλαβιάρα η Σκουρουμποφώτω τη ζήλευε. ‘Για ελάτε εδώ βρε κορίτσια, λέει σε κάτι άλλες. Μας ξεπετάχτηκε τώρα και τούτο το νέο τσουπί. Για να δούμε φοράει βρακί;’ και της σηκώνει τη φούστα μπροστά στον κόσμο. Η Σπυριδούλα κοκκίνησε σαν το πατζάρι. Δεν είχε βρακί.

-Ποιος το ήξερε αν η Σκουρουμποφώτω φορούσε βρακί!

-Μωρή γαϊδούρα!, της φωνάζει εξαγριωμένη η Σπυριδούλα. Μωρή γκιόσα, θα σε σκίσω’. Και της ρίχτηκε με τα νύχια να της σκίσει τα μούτρα. Τις ξεχώρισαν οι άλλες.

 

-Θυμάσαι, η Σαμαρού είχε έρθει στην Αυστραλία το 1976. ΄Ηρθε με τον θείο Μήτσο από την Αθήνα. Τότε είχε γίνει Αθηναία!

 

-Εμεινε εδώ έξι μήνες. ΄Εμεινε σε όλους μας αλλά είχε ιδιαίτερη αδυναμία στη μάνα σου και σε μένα.

-Ε, ήσασταν το πρώτο της παιδί και το ψιμάδι της.

-Η Σαμαρού ήθελε να πηγαίνει στην εκκλησία κάθε Κυριακή με τη μάνα σου.

-Αλλά θυμάσαι και τη σκύλα που είχατε στο Μελισσάκι; Την Κούργα; Η γιαγιά τη μελέταγε την Κούργα κι εδώ στην Αυστραλία.

-Την Κούργα δεν θυμάμαι; Σα να λες δεν θυμάμαι το πρόσωπο της μάνας μου! Αυτή δεν ήταν σκύλα, ήταν άνθρωπος!

-Κούργα! Τι όνομα ήταν κι’ αυτό για τη σκύλα, θεία.

-΄Ηταν χαϊδευτικό, από το κακούργα. Τη θυμάσαι εσύ; Πολύ άγρια σκύλα. Πολύ πιστή στο σπίτι.

-Σαν τη Σαμαρού!

-΄Οταν πήραμε τα πρόβατα να φύγουμε για τα Ρόγκια, τον Οκτώβριο του 1948, μας ακολουθούσε για κάπου πέντε χιλιόμετρα. Ο πατέρας μου την έδιωχνε να γυρίσει στο σπίτι. Πού να την πηγαίναμε; Θα μέναμε σ’ ένα καλύβι στα Ρόγκια μέχρι να πουλήσουμε τα πρόβατα και μετά θα πηγαίναμε στο Ξυλόκαστρο. Ο εμφύλιος πόλεμος μας ξερίζωνε. Δεν μπορούσαμε να την πάρουμε στο Ξυλόκαστρο. Θα μέναμε όλοι σ’ ένα  ενοικιασμένο δωματιάκι με μια κουζινούλα. Πού να τη βάζαμε; Τελικά, όταν περνούσαμε το ποτάμι για τα Ρόγκια, η Κούργα γύρισε πίσω.

-Γύρισε στο σπίτι;

-Γύρισε στο σπίτι; Μπορούσε να ζήσει μόνη της; Δεν την ξαναείδαμε από τότε. ΄Οταν γυρίσαμε στο Μελισσάκι το 1950 ψάχναμε μήπως βρούμε κανένα σημάδι της. Τίποτα! Αυτή η σκύλα είναι ακόμη στην καρδιά μου.

-Πόσο ωραία τα θυμάσαι όλα, θεία!  Θα ήθελα κάποτε να γράψω ένα ποίημα για το ερημωμένο Μελισσάκι. ΄Ενα τραγούδι για το πράσινο Μελισσάκι μέσα σ’ εκείνα τα δύστυχα χρόνια των πολέμων της Ελλάδας του 1940, της συμφοράς, του μίσους, της ανέχειας, της καθημερινής μάχης για την επιβίωση. Να τραγουδάει τη βάβα Σαμαρού, τον παππούλη Κώστα, τον μακρινό εκείνο Σαμαροβασίλη. Να τραγουδάει τη μάνα μου, το θείο Γιώργο, τη θεία Σπυριδούλα, τ’ αδέρφια τους το Μήτσο, το Βασίλη, το Νάσιο. Να τραγουδάει τη θεία Αλεξάνδρα, την Πολυξένη κι εσένα το στερνοπαίδι της Σαμαρούς. Σας αγαπούσα όλους, θεία!

-Θα πρέπει να βάλεις μέσα και την Κούργα!, είπε η θεία Φωτεινή.

 

Μελβούρνη, Απρίλης 2021

 


 
 Christos N. Fifis is an Honorary Research Associate, School of Historical and European Studies,

La Trobe University .

 





 

     
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info