ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

 



 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 

 

 

 

Καλώς όρισες Αργύρη  
 
γράφει η
Βάσω Φαραίς

 

 

Φορούσε άσπρο παντελόνι, γαλάζιο δικτυωτό φανελάκι κι ένα ψάθινο καπέλο.  Καθισμένος πάνω σ’ ένα βράχο, άκουγε το κύμα που χτυπούσε στα βότσαλα της ακρογιαλιάς και κοιτούσε απέναντι το χωριό του, που φαινόταν χτισμένο στους πρόποδες του γαλάζιου βουνού, με τα σπίτια σπαρμένα ανάκατα εδώ κι εκεί μέσα στην άπλα της εξοχής.

Το σώμα του απολάμβανε τη λάβα του καλοκαιριάτικου ήλιου και η σκέψη του  έτρεχε στην Ανδριάνα.

«Τι να κάνει άραγε;» αναρωτήθηκε και κοίταξε την ακρογιαλιά, που ήταν έρημη εκείνη την ώρα.

Όταν ξεκουράστηκε αρκετά, σηκώθηκε, πήγε πίσω από τα βράχια, έβγαλε τα ρούχα του, τα έβαλε μαζί με τη βαλίτσα του κάτω από ένα θάμνο κι έπεσε με λαχτάρα στη θάλασσα.

Τριάντα ολόκληρα χρόνια είχε λείψει.  Τριάντα ολόκληρα χρόνια είχε στερηθεί την καταγάλανη θάλασσα της Μεσογείου.

«Αγάπη μου, αγάπη μου»! της ψιθύρισε με λατρεία, καθώς τα καθαρά νερά της του δρόσιζαν το κορμί.

«Καλώς όρισες, Αργύρη»!, του είπε η θάλασσα με τη δική της ηχώ.  « Καλώς όρισες....»

Χαμογέλασε με πίκρα. «Καλώς όρισα....», είπε στον εαυτό του και άρχισε να κολυμπά.

Δεν του έκανε καρδιά να βγει έξω απ’το νερό. Το αποφάσισε, όμως, όταν ένιωσε τα χείλη του να τρέμουν και να τον τσούζει το αλάτι.

Βγήκε έξω απ’τη θάλασσα και, γυμνός όπως ήταν, ξάπλωσε πάλι στο βράχο. Σκέπασε το πρόσωπό του με το καπέλο, έκλεισε τα μάτια του και μπήκε στο λήθαργο μιας υπέροχης έκστασης.

Ο ζεστός καλοκαιριάτικος ήλιος στέγνωνε το κορμί του, το δροσερό αεράκι της θάλασσας τον χάιδευε απαλά και η σκέψη του ταξίδευε αναδρομικά στη ζωή του....

Είχε φύγει πολύ νέος απ’ την Ελλάδα. Σαν να ’ταν χτες... Άκουσε τη φωνή του πατέρα του, να του λέει: «Να φύγεις, Αργύρη.  Να πας στην Αυστραλία.  Να γλιτώσεις  το  στρατιωτικό και, με την πρώτη ευκαιρία, να μας πάρεις όλους, για να μας βοηθήσεις.....»

Ο Αργύρης δεν ήθελε να φύγει.  Του άρεσε πολύ το χωριό του, το γαλάζιο, βουνό, η θάλασσα.... Αγαπούσε τη δουλειά του στο γκαράζ και η Νικολέτα, με τα μακριά πυρρόξανθα μαλλιά, τον κοιτούσε στα μάτια μ’ έναν τρόπο, που έκανε την καρδιά του να φουσκώνει σαν μανιασμένη θάλασσα.  Χανόταν μέσα στα αφρισμένα κύματα, κάθε φορά που τα χείλη της, ζεστά, υγρά, άγγιζαν τα δικά του.

Καθώς έπινε άπληστα το νέκταρ των χειλιών της κι ένιωθε γλυκά ρίγη να τινάζουν το κορμί του, το μόνο που ήθελε με όλη τη δύναμη της ψυχής του ήταν, να μην αλλάξει τίποτα στον μικρό και υπέροχο τόπο που κατοικούσε.

Στον πατέρα του δεν μπορούσε να φέρει αντιρρήσεις, γι’αυτό πήγε στη μάνα του για λίγη συμπαράσταση.

«Δεν θέλω να φύγω, μάνα», της είπε κι ετοιμάστηκε να της μιλήσει για τη Νικολέτα.

Η μάνα του τον κοίταξε και του μίλησε μέσα από ένα βουβό βλέμμα, που έκρυβε τόση ελπίδα!  Ύστερα, τα μικρά αδελφάκια του, όλα, το ένα μετά το άλλο, τον κοίταζαν με το ίδιο βλέμμα, σα να του έλεγαν: «Να φύγεις, Αργύρη. Να φύγεις, για να γίνει το θαύμα...»

‘Έτσι, ο Αργύρης έφυγε.  Ήρθε στην Αυστραλία, για να βοηθήσει την οικογένειά του, να ξεφύγει απ’ τη φτώχεια και βύθισε τον εαυτό του σε μια θλίψη που τον βασάνιζε...

Του άρεσε η Αυστραλία με τους μεγάλους δρόμους, τα πάρκα, τα μαγαζιά, αλλά  μόνο οι Αυστραλοί χαμογελούσαν και γύρω τους ήταν όλα πιο όμορφα. Στο ελληνικό περιβάλλον που βρέθηκε ήταν φτώχεια και μια μιζέρια που τον απογοήτευε. Τα χρήματα που έβγαζε ήταν λίγα. Δεν μιλούσε αγγλικά, για να βγει πιο έξω και νοσταλγούσε πολύ τη Νικολέτα, τη δουλειά του στο γκαράζ, τ’ αδελφάκια του, το θλιμμένο πρόσωπο της μάνας του, το γαλάζιο βουνό και τη θάλασσα!  Αχ, πόσο βαθιά νοσταλγούσε τον όμορφο κόσμο που άφησε πίσω...

Όταν η αντοχή του έφτασε στο τέρμα, το πήρε απόφαση να ξαναγυρίσει στον τόπο του. Τον είχε πιάσει μια βιασύνη να τρέξει, να προφτάσει, να βρει τα πάντα όπως τα άφησε.

Τον σταμάτησε ένα γράμμα του πατέρα του, που του έγραφε: «Τα νέα μας, Αργύρη, είναι τα ίδια.  Έχουμε χειμώνα και βρέχει χωρίς σταματημό.  Το χαντάκι της κυρα Γαρίδαινας ξεχείλισε και τα λασπόνερα πλημμύρισαν την αυλή μας».

Αυτά τα απαίσια λασπόνερα, θόλωσαν τα γαλανά νερά της Μεσογείου, τα ζεστά καλοκαίρια στο χωριό και την ψυχή του Αργύρη.  Αυτά τα απαίσια λασπόνερα τον έκαναν να μείνει στην Αυστραλία. Πονούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε, πλέον, να ξαναγυρίσει στο χωριό του, ούτε, όμως και να φέρει τους γονείς και τα αδέλφια του στην Αυστραλία.  Δεν ήθελε να τους βυθίσει σ’ αυτόν τον πόνο.

Άρχισε να δουλεύει σκληρά, για να μαζέψει χρήματα, να αναδείξει τον εαυτό του.  Δεν πήγε άσχημα και, σε λίγο καιρό, κατάφερε να κάνει δική του επιχείρηση. Οι δουλειές του πήγαιναν καλά και η ροή των πραγμάτων είχε μια καλή σειρά.

Ο Αργύρης, όμως, αυθόρμητος, έτρεχε χωρίς δεύτερη σκέψη και έκανε ότι ήθελε η καρδιά του, χωρίς να λογαριάζει συνέπειες.

Αυτές ήρθαν  όλες μαζεμένες να του χτυπήσουν την πόρτα αργότερα...

Έτσι, ύστερα από τριάντα χρόνια απουσίας, ξαναγύρισε στο χωριό του, όπως ακριβώς είχε φύγει.  Με μια βαλίτσα στο χέρι και λίγο συνάλλαγμα στην τσέπη.  Η καρδιά του  όμως, τώρα ήταν  πλούσια σε εμπειρίες.  Είχε στο ενεργητικό του ένα γάμο, που του είχε χαρίσει ωραίες στιγμές, δύο υπέροχα παιδιά, ένα πολυδάπανο διαζύγιο, συνοδευόμενο από μια χρεοκοπία κι έναν παράφορο έρωτα για την Ανδριάνα!....

«Γιατί φεύγεις, Αργύρη, γιατί θέλεις να χωρίσουμε:» τον είχε ρωτήσει η Ανδριάνα κλαίγοντας με λυγμούς, όταν της είχε ανακοινώσει την απόφασή του, να επιστρέψει  μόνος στην Ελλάδα.

«Θα σου περάσει, είσαι νέα και όμορφη, Θα σου περάσει οπωσδήποτε» της είπε ο Αργύρης κι έφυγε, χωρίς να της δώσει περισσότερες εξηγήσεις.

Τι να της εξηγούσε;  Η Ανδριάνα ήταν νέα, ήθελε παιδιά, ήθελε να φτιάξει οικογένεια, ενώ ο Αργύρης ήταν συναισθηματικά πολύ πληγωμένος με την κατάληξη που είχε ο πρώτος του γάμος  και δεν είχε διάθεση για επανάληψη.

Η Μάγδα, η πρώτη του γυναίκα, είχε ξαναπαντρευτεί, τα παιδιά του δεν τα έβλεπε και μια επιχείρηση που προσπαθούσε να στρώσει  πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.

Έτσι, τα ξεπούλησε όλα, συγκέντρωσε λίγα χρήματα και αποφάσισε να γυρίσει στις ρίζες του.  Λίγες μέρες πριν φύγει, είχε συναντήσει εντελώς τυχαία τα παιδιά του.  Τον αγκάλιασαν αυθόρμητα με χαρά και ο Αργύρης τα κοιτούσε συγκινημένος.  Είχαν ψηλώσει, είχαν γίνει δυο λεβέντες!  Όλος ο πάγος του πόνου, που κουβαλούσε μέσα στην καρδιά του, έλιωσε με την τυχαία συνάντηση. Το αγνό και γεμάτο καλοσύνη βλέμμα των αγοριών του, πλημμύρισε την καρδιά του με απέραντη ζεστασιά. «Γιατί δεν ερχόσασταν να με δείτε;» τα ρώτησε με παράπονο.

Την απάντηση την έδωσε μόνος του στον εαυτό του την ημέρα που έφυγε απ’ την Αυστραλία και τα παιδιά του τον πήγαν στο αεροδρόμιο.  «Τι να μου κάνουν; Τι αγάπη να μου δώσουν; Έχουν κι αυτά τα δικά τους προβλήματα, τις δικές τους ανάγκες, τα ελλείμματα τους. Η μιζέρια της αποτυχίας μου τα πληγώνει».

Ξαπλωμένος τώρα στο βράχο, με την ψυχή γεμάτη γαλήνη, άρχισε να αναλύει τον εαυτό του.

Είχε πολλές αδυναμίες στον χαρακτήρα του.  Ενεργούσε πάντα συναισθηματικά, βιαστικά, με μια παράλογη υπερβολή.  Δικαιολογούσε τον εαυτό του και έριχνε μακριά του τις ευθύνες.  «Έκανα μια ανώφελη θυσία που έφυγα απ’την  Ελλάδα.  Αν δεν είχα φύγει, αν είχα παντρευτεί τη Νικολέτα....».

Η σκέψη αυτή, τον έκανε να πεταχτεί απ’το βράχο κι έμεινε έκπληκτος με την αυθόρμητη απάντηση που του έδωσε ο ίδιος ο εαυτός του. «Ας μην έφευγα.  Όλα ήταν δική μου επιλογή».

Ο ήλιος άρχισε να τον τσούζει.  Σηκώθηκε, πήρε τα ρούχα του και άρχισε να ντύνεται.

Ένιωθε μόνος, χαρούμενος και ανέπνεε το δροσερό αεράκι της θάλασσας, παίρνοντας βαθιές εισπνοές με μια ευχαρίστηση.  Η ψυχή του, του άνοιγε μια πόρτα σε καινούργιους παράδεισους.

Η Ελλάδα, η Αυστραλία, η Μεσόγειος θάλασσα, οι δυσάρεστες αναμνήσεις, έσβησαν όλα σε ένα πλατύ χαμόγελο, που άνθισε στα χείλη του κι έκανε τα μάτια του να λάμψουν.

Άρχισε να νιώθει νέος, πολύ νέος....Κοίταξε το βουνό, τη θάλασσα, το χωριό του, εικόνες όμορφες κι αγαπημένες.

Ας βρισκόταν πλάι τους, τις ένιωθε ν’ ανήκουν μακριά, σε ένα παρελθόν που είχε προσπεράσει.

Τα τριάντα χρόνια που έλειπε είχαν δημιουργήσει μέσα του ένα χάσμα και η ψυχή του δεν είχε καμιά διάθεση να το γεφυρώσει.

Χαμογέλασε. Πήρε τη βαλίτσα του, που είχε αφήσει κάτω απ’ το θάμνο και στάθηκε αναποφάσιστος. Του ερχόταν μια επιθυμία να φύγει και να ξαναγυρίσει στην Αυστραλία, χωρίς να δει κανέναν, ούτε το χωριό του.

«Είναι παράλογο», ψιθύρισε και ξεκίνησε.

Σε λίγο έφτασε στο χωριό του. Καινούργια όμορφα σπίτια, μεγάλα δένδρα, κήποι με λουλούδια και αγνώριστοι άνθρωποι.  «Το χωριό μου έχει γίνει πολύ όμορφο».

«Καλώς όρισες, Αργύρη»!  Μια φωνή πίσω του τον έκανε να σκιρτήσει.

Ήταν ο μπαρμπα Λιάς, ο καφετζής. Τώρα, παχουλός, ασπρομάλλης,φαινόταν ακόμα πιο κοντός.

«Καλώς σας βρήκα», του είπε ο Αργύρης και του έσφιξε το χέρι.

«Έλα, κάθισε να σε κεράσω», του είπε κι έβαλε τις φωνές στο σερβιτόρο.

«Ρε Σταύρο, ε ρε Σταύρο, τρέχα να πεις τα συχαρίκια της Βαγγέλαινας!  Ήρθε, πες της, ο γιος της ο Αργύρης»!

Λίγο αργότερα, καθώς αγκάλιαζε τους δικούς του, ένιωσε πιο έντονα το χάσμα που είχε δημιουργήσει μέσα του ο τριαντάχρονος χωρισμός.

Οι γονείς του και τ’αδέλφια του, καθισμένοι όλοι γύρω στο τραπέζι, του έλεγαν με τη σειρά τα προβλήματά τους, ο ένας μετά τον άλλο...... Τον κοιτούσαν, λες κι ήταν κάποιος Θεός, που θα μπορούσε να κάνει το θαύμα, εκείνο το θαύμα που λαχταρούσαν και πριν τριάντα  χρόνια.

Για να γίνει εκείνο το θαύμα έφυγε τότε για την Αυστραλία.

Καθόταν τώρα και τους άκουγε με υπομονή και τους κοιτούσε με απάθεια, γιατί δεν μπορούσε να τους βοηθήσει.  Είχε κι αυτός τα δικά του...

«Στην Αυστραλία περνάτε καλύτερα. Έπρεπε να μας πάρεις όλους κοντά σου, αλλά εσύ κοίταξες μόνο τον εαυτό σου», είπε ο πατέρας του σε μια στιγμή με σφιγμένα χείλη.

Ο Αργύρης αιφνιδιάστηκε.  Έμεινε άναυδος μπροστά σ’αυτήν την κακία.

«Η Αυστραλία  είναι καλή, αλλά καλή είναι και η Ελλάδα.  Όποιος ήθελε να φύγει, ας έφευγε μόνος του. Υπήρχε τρόπος.  Εγώ δεν ήθελα να παρασύρω κανέναν», είπε ο Αργύρης με αγανάκτηση.

Σηκώθηκε να φύγει. Δεν τους άντεχε άλλο. Πήρε τη βαλίτσα που βρισκόταν στο χολ, άνοιξε την πόρτα και ξεκίνησε, χωρίς να χαιρετήσει κανέναν.  Η μάνα του τον πρόφτασε στην αυλόπορτα.

«Αργύρη, φεύγεις παιδί μου και δεν πρόφτασα να σε κεράσω κάτι για το καλώς όρισες», του είπε και τον κοίταξε με αγάπη.

«Δεν πειράζει, μάνα, δεν πειράζει», της είπε και την αγκάλιασε.  Την πήραν τα κλάματα κι ο Αργύρης ένιωσε την ανάγκη να της μιλήσει.  Να της πει για τα λάθη της, να την ρωτήσει για τη Νικολέτα.

Κοίταξε τα γέρικα χέρια της που τον χάιδευαν, το ρυτιδωμένο πρόσωπό της και σιώπησε. «Γέρασε και είναι αργά, για να διορθώσει τη ζωή της», σκέφτηκε και της φίλησε τα μαλλιά.  Ότι και να της πω είναι αργά.

«Μου έδωσες μεγάλη δύναμη που ήλθες και είδα πως είσαι καλά. Καλά κάνεις και προσέχεις μόνο τον εαυτό σου», του είπε η μάνα.

«Να’σαι καλά, μάνα, να’σαι καλά», της είπε και έφυγε για την Αυστραλία με το πρώτο αεροπλάνο που βρήκε θέση, χαρούμενος, γιατί ένιωθε πολύ νέος ακόμα, για να κάνει ένα καινούργιο ξεκίνημα στη ζωή του.

                                        

Βάσω Φαραίς

Reproduced with the permission 
O Logos December 2007/20thEdition

 


 



 



 

 



 


 

 
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info