\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

       





















 

γράφει Η Διονυσία  Moύσουρα-Τσουκαλά  

Δυο λέξεις στον τίτλο, δυο λέξεις με εντελώς διαφορετική έννοια η καθεμιά.

Η μοναξιά έχει πολλές μορφές. Μοναξιά στις σχέσεις μας με τους άλλους,  φίλους, συγγενείς, στο γάμο, στον έρωτα, στις φιλίες, στο χώρο εργασίας και σε άλλες καταστάσεις. Μοναξιά φυσική, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται μόνος, αποκομμένος, μα και εσωτερική μοναξιά, αυτό  που νιώθει κάποιος ακόμα κι όταν βρίσκεται με άλλους, ιδιαίτερα τότε, ακόμα κι αν αυτοί οι άλλοι είναι αγαπημένα άτομα.

Αυτό που, ίσως, νιώθουν κάποιοι από εμάς αυτή τη στιγμή, που βρισκόμαστε σε αυτόν τον ωραίο χώρο, ανάμεσα σε τόσους συνανθρώπους και σε φιλικό, ασφαλές περιβάλλον. Κι όμως, είμαι σίγουρη πως ανάμεσά μας βρίσκονται κάποιοι που νιώθουν πολύ μόνοι.

Το συναίσθημα της μοναξιάς ταλανίζει ανθρώπους κάθε ηλικίας/προέλευσης/επαγγελματικής/οικονομικής ή οικογενειακής κατάστασης.

Εδώ, όμως, θα ασχοληθούμε με την μοναξιά των ηλικιωμένων.

Η άλλη λέξη του τίτλου, Ηλικιωμένοι, έχει θα λέγαμε μια κάπως αφηρημένη έννοια.

Τι σημαίνει ηλικιωμένοι και ποιοι είναι αυτοί; Είναι μήπως όσοι πέρασαν τα 50, τα 60, τα 70, σε ποια ηλικία θεωρείται ηλικιωμένος ο άνθρωπος; Μήπως είναι ηλικιωμένη η Τζόαν που στα 85της παίρνει με το αυτοκίνητό της δυο φορές την εβδομάδα κάτι ηλικιωμένους, ίσως νεότερούς της, και τους πηγαίνει στην Βικτόρια μάρκετ για ψώνια; Ή είναι ηλικιωμένος ο κύριος που στα 84 του ψέλνει τις Κυριακές σε εκκλησία της Μελβούρνης;

Και η Άντζελα; Είναι 58 χρονών, δεν ασχολείται πια με πολλά πράγματα γιατί «νιώθει γερασμένη», σπάνια βγαίνει από το σπίτι μόνη της, ιδιαίτερα από τότε που έχασε τον άνδρα της από φόβο μήπως ζαλιστεί και πέσει, έτσι μεγάλη που είναι.

‘Όμως, σε όποια ηλικία κι αν τοποθετήσουμε τους ηλικιωμένους, θα πρέπει ίσως, να δεχτούμε ότι ηλικιωμένα είναι τα άτομα που δεν ανήκουν πλέον στο εργατικό δυναμικό μιας κοινωνίας και δεν προσφέρουν “ενεργά” σε αυτήν την κοινωνία.

Είναι οι ξωμάχοι της ζωής που σε κάθε εποχή, σε κάθε χώρα, σε κάθε κοινωνία, πρόσφεραν και με το παραπάνω για πολλά, πάρα πολλά χρόνια.

Θα ήθελα όμως, να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη δική μας πραγματικότητα, την Ελληνική παροικία , εδώ που δουλέψαμε και ζούμε, προσφέραμε και προσφέρουμε, εδώ που ήλθαν οι περισσότεροι στα 20 ίσως και πιο νέοι ακόμα.΄Ηλθαν κατά χιλιάδες στα νιάτα τους, παντρεύτηκαν, έκαμαν οικογένεια, μόχθησαν, σε τόπο ξένο, χωρίς εφόδια, με τις πιο αντίξοες συνθήκες, στερήθηκαν, γονάτισαν και σηκώθηκαν άμετρες φορές. Κάθε φορά συνέχιζαν τον ανήφορο, είχαν  να μεγαλώσουν οικογένεια, να αγοράσουν σπίτι, να το ξεπληρώσουν να μην το βρουν χρεωμένο τα παιδιά. Να βοηθήσουν αυτούς που μείνανε πίσω, να σπουδάσουν παιδιά με χίλιους κόπους και θυσίες για νάχουν εκείνα μια καλύτερη

ζωή από τη δική τους, να τα αποκαταστήσουν οικονομικά και κοινωνικά να τα παντρέψουν, και τώρα να τους μεγαλώνουν τα παιδιά τους για να μην τα δώσουν σε ξένα χέρια, όπως εκείνοι που δεν είχαν κανέναν. Να τα πηγαινοφέρνουν στο Σχολείο, να τους μαθαίνουν Ελληνικά  για να μην αποκοπούν από τις ρίζες τους...

Να κάνουν οικονομία και για κάνα ταξιδάκι στην πατρίδα να δουν τον τόπο που γεννήθηκαν, τους γέρους γονείς πριν κλείσουν τα μάτια και πάνε με το μαράζι. Και τα χρόνια, οι δεκαετίες περνούσαν και περνούν.

Πριν το καταλάβουν, πριν μπορέσουν να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συμβαίνει στη ζωή τους και πού πήγε η ζωή τους, βρίσκονται εκτός μάχης.

Έχουν φτάσει, ίσως και ξεπεράσει, την ηλικία συνταξιοδότησης, αυτοί τουλάχιστον που άντεξαν κι έφτασαν μέχρι εκεί γιατί είναι κι οι άλλοι που δεν τα κατάφεραν και άφησαν πρόωρα τον κόσμο τούτο.

 Και τώρα, τι γίνεται τώρα; Όλη τους την αγάπη, όλες τις δυνατότητές τους, όλες τις οικονομίες τους τα επένδυσαν στα παιδιά τους, και τάβαλαν σε καλό δρόμο. Τα παιδιά μορφώθηκαν έχουν καλές θέσεις, καλά σπίτια, έκαναν οικογένεια, πήραν στην κοινωνία τη θέση που ονειρεύτηκαν οι γονείς τους γι αυτά.

Βέβαια, αυτοί είναι οι τυχεροί γονείς, δυστυχώς υπάρχουν κι άλλοι των οποίων τα παιδιά, για πολλούς και ποικίλους λόγους, πήραν λάθος δρόμο.

Με τους γονείς, όμως, τι γίνεται; Δεν βρίσκονται πια στην πρώτη, ούτε στη δεύτερη νιότη, τους βαραίνουν πολλά χρόνια, είναι πια ηλικιωμένοι, δηλαδή, μπήκαν στα γεράματα, κι αυτά, δεν έρχονται ποτέ μόνα...κουβαλούν παρέα, μεγάλη παρέα. Αρθριτικά, χοληστερίνη, πίεση, καρδιοπάθειες, κατάγματα, εγκεφαλικά, άνοια και άλλα. Είναι πολύ ευπαθείς και ευάλωτοι, οι δυνάμεις όλο και λιγοστεύουν. Δεν έχουν τις ικανότητες που είχαν πριν.

Συνάμα δε, αρχίζουν οι αλυσιδωτές επισκέψεις σε Νοσοκομεία, γιατρούς, οδοντογιατρούς, φυσιοθεραπευτές, Κλινικές, φαρμακεία, μικροβιολογικές εξετάσεις, μικρές ή μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις, και τελειωμό δεν έχουν. Κι εδώ εκτός όλων των άλλων προβλημάτων, δημιουργείται το πρόβλημα μεταφοράς τους σε και από αυτές τις επισκέψεις.  Η δημόσια συγκοινωνία δεν είναι πια εφικτή, και είναι δύσκολο να ζητούν  κάθε μέρα σχεδόν από τα παιδιά να αφήνουν δουλειά και οικογένεια και να τους τρέχουν από ραντεβού σε ραντεβού.

 Επί πλέον, το σπίτι, εκτός από την απαραίτητη συντήρηση, χρειάζεται μετατροπές,

όπως, χειρολαβές και άλλα βοηθητικά στο μπάνιο και στην τουαλέτα, στην είσοδο καθώς και στην πίσω πόρτα όπου υπάρχουν σκαλοπάτια, ειδικό βοήθημα στο κρεβάτι, όλα αυτά για να στηρίζονται ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν στον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο του σπιτιού τους χωρίς  να  κινδυνεύουν να πέσουν.

Μα δεν έχουν και οικονομική ευχέρεια, η σύνταξη πενιχρή, μόλις και με το ζόρι φτάνει για τα απαραίτητα. Για να μην χάσουν κι αυτήν την μικρή σύνταξη, πολλοί μεταβίβασαν στα παιδιά τυχόν περιουσία κινητή ή ακίνητη που με θυσίες απέκτησαν. Η πολιτεία, η κάθε πολιτεία, είναι αμείλικτη απέναντι στους ηλικιωμένους, τους φέρνεται λες και δεν έχουν πια ανάγκες, υποχρεώσεις, επιθυμίες, δικαιώματα.

Τους αντιμετωπίζει σαν να τους τιμωρεί για όλα τα χρόνια που δούλεψαν και τις στερήσεις τους για να βάλουν κάτι στην άκρη για τα γεράματά τους. Αυτή η συμπεριφορά του νόμου απέναντι στους ηλικιωμένους, ισχύει λίγο πολύ στις περισσότερες κοινωνίες. Ελάχιστη ή καθόλου μέριμνα εκ μέρους της πολιτείας για τους συνταξιούχους, ήτοι, ηλικιωμένους.

Όταν δεν υπάρχει καλή υγεία και οικονομική ευχέρεια, εκ των πραγμάτων ο άνθρωπος αποκόβεται κάπως από την κοινωνία. Δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά σε κοινωνικές, ακόμα και οικογενειακές δραστηριότητες. Πολλές φορές τα παιδιά επιλέγουν, για δικούς τους λόγους, να κατοικήσουν μακριά από τους γέρους γονείς, μα κι εκείνα που μένουν σχετικώς κοντά, δεν είναι εύκολο να προσφέρουν όλον τον χρόνο που έχει ανάγκη ο γονιός.

Έχουν δική τους οικογένεια, κοινωνικό κύκλο και υποχρεώσεις, δουλεύουν και ο χρόνος τους πολύ περιορισμένος. Αυτό, για τα παιδιά που έχουν καλή θέληση.

Δυστυχώς, πολλές φορές είναι τα ίδια τα παιδιά που εκμεταλλεύτηκαν τους γονείς, πήραν όσα και ό,τι μπορούσαν απ΄ αυτούς, υποσχόμενα να τους φροντίσουν και μετά αδιαφόρησαν. Είναι κι άλλα παιδιά, ευτυχώς όχι πολλά, που με δόλο, εκμεταλλευόμενα την άγνοια γλώσσας των γονιών, την αγάπη τους, ή και τα δυο, τους έδωσαν να υπογράψουν ένα χαρτί, κι οι γονείς, καλή τη πίστη, το υπέγραψαν, για να διαπιστώσουν μετά από λίγο ότι αυτό που υπέγραψαν ήταν πωλητήριο  του σπιτιού τους και μένουν στο δρόμο. Ή ακόμα, το παιδί ζήτησε να μπει υποθήκη το πατρικό, για να αγοράσει «κερδοφόρο» επιχείρηση, ή καινούριο σπίτι, αυτοκίνητο, και τελικά μένουν άστεγοι οι γονείς.

Άλλο που συμβαίνει πολλές φορές και συμβάλλει στην απομόνωση και μοναξιά των ηλικιωμένων είναι ότι τα παιδιά μαλώνουν μεταξύ τους για την κληρονομιά, πιέζουν και σε μερικές περιπτώσεις εκβιάζουν τους γονείς, να τους γράψουν το σπίτι ή ό,τι άλλο έχουν και στο τέλος από τα, ας πούμε 3-4 παιδιά, μένει μόνο ένα που δείχνει κάποιο ενδιαφέρον γι αυτούς.

Όλα αυτά είναι περιστατικά που συναντώ καθημερινά στην επαγγελματική μου ζωή, μαρτυρίες των ίδιων των ηλικιωμένων.

Η κυρά Αναστασία, μία γλυκύτατη γερόντισσα, πείσθηκε να γράψει την περιουσία στην Ελλάδα, στον ένα γιο, λίγο πριν τα χάσει τελείως και μπει σε γηριατρείο. Εκεί, την επισκεπτόταν αραιά και πού, μόνο ο γιος που πήρε την περιουσία.  Όταν πλησίαζε το τέλος της και αυτός ζήτησε από τ΄ αδέλφια να συμβάλλουν στα έξοδα της αναπόφευκτης κηδείας, του είπαν: εσύ που την κληρονόμησες να την κηδέψεις, η απάντησή του; εν τάξει, άμα πεθάνει η γριά περιμένετε να βγάλω το σπίτι στο «auction” ή να πάω στην Ελλάδα να πουλήσω την περιουσία και να γυρίσω να την κηδέψω.  

Η κυρά Βούλα, είχε δυο κόρες και ένα ωραίο σπίτι που λόγω  περιοχής, άξιζε πολλά χρήματα. Την πίεζαν η κάθε μια χωριστά να της γράψει το σπίτι, μέχρι που τους είπε ότι μετά το θάνατό της θα πάρει η κάθε μια ό,τι αποφασίσει η μάνα και όχι αυτές. Αποτέλεσμα; Δεν ξαναπάτησε να την δει καμιά. Μετά από λίγο έχασε το φως της, ενημερώθηκαν οι κόρες οι οποίες έθεσαν πάλι θέμα σπιτιού, η κυρά Βούλα, αγαναχτισμένη από την συμπεριφορά τους, αρνείται πάλι. Πέθανε ολομόναχη λίγο καιρό αργότερα και την βρήκαν μετά από μέρες.

Όποιος περάσει  πρωί ή απόγευμα από κεντρικό Νεκροταφείο της Μελβούρνης, με ήλιο ή βροχή, θα βρει ανάμεσα σε άλλους έναν άνδρα, Έλληνας είναι, καθισμένο σε έναν τάφο να κάνει παρέα στη γυναίκα του και να της μιλά. Πιάνει κουβέντα με όλους, Έλληνες και ξένους, τους λέει πως η γυναίκα του πήγε σκαστή γιατί ο γιος κι η νύφη, τους έφαγαν τρία σπίτια που είχαν, στα ναρκωτικά και βρέθηκαν στο δρόμο.

Ο Αναστάσης, ήταν υποδηματοποιός στα νιάτα του, συνέχισε να δουλεύει μέχρι τα πολύ βαθιά γηρατειά για το γιο και για την κόρη, που αφού τα μεγάλωσε, μόρφωσε, πάντρεψε, τους αγόρασε σπίτια, εκείνα αχόρταγα πήγαιναν κάθε βδομάδα,

 διεκδικώντας την είσπραξη και μέρος της σύνταξης εκβιάζοντας ότι αν δεν τους δώσει τα λεφτά, δεν θα τα ξαναδεί. Το χειρότερο ήταν πως δεν έμπαιναν καν μέσα στο σπίτι, δεν άντεχαν τις άθλιες συνθήκες που ζούσαν οι γονείς. Ούτε ήθελαν να πάρουν χαμπάρι τα παιδιά τους πως ο παππούς κι η γιαγιά είναι τόσο χωριάτες και άξεστοι...Ο Αναστάσης και η Μάχη, η γυναίκα του ζούσαν τελείως απομονωμένοι και αποκομμένοι, όχι μόνο γιατί δεν είχαν τον τρόπο να διατηρήσουν φιλίες με κανέναν, αλλά επί πλέον ντρέπονταν για το χάλι τους και δεν ήθελαν να ξέρει κανείς από τους παλιούς γνωστούς και φίλους πώς τους φέρθηκαν τα παιδιά τους..

Ο μπάρμπα Χρήστος, έτρωγε παρέα με το ποντικάκι που ήταν ο μοναδικός του φίλος, μαζί με το σκυλί των διπλανών.

Η κυρά Μαρία, όντας τυφλή και ζώντας μόνη, κάηκε γιατί έβαζε την παλάμη πάνω στην ηλεκτρική κουζίνα για να δει ποιό μάτι δουλεύει και να ζεστάνει το φαΐ που της πήγαιναν από τη Δημαρχία.

Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι με παρόμοια περιστατικά. Είναι αληθινές ιστορίες, μόνο τα ονόματα έχουν αλλάξει για ευνόητους λόγους.

Αυτή είναι η μια όψη των σχέσεων γονιών-παιδιών που συμβάλλουν κατά πολύ στην μοναξιά των ηλικιωμένων.

Είναι και η άλλη όψη, όμως. Είναι τα παιδιά εκείνα, που γνοιάζονται και με το παραπάνω για τους γονείς, είναι τα παιδιά που παραμελούν τον εαυτό τους, την υγεία τους, την οικογένειά τους στην προσπάθειά τους να φροντίσουν τους γονείς τους όσο καλύτερα μπορούν. Όμως, ούτε αυτοί, παρά τις προσπάθειές τους κατορθώνουν να αποτρέψουν τη μοναξιά των γερόντων.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όταν οι γονείς φτάσουν σε ηλικία που να χρειάζονται βοήθεια, τα παιδιά τους βρίσκονται κι εκείνα σε  ηλικία που έχουν ήδη αρκετά δικά τους προβλήματα, είτε οικογενειακά με τα παιδιά τους, σπουδές, παντρειά,κ.λ.π., είτε υγείας. Η κόρη περνάει την εμμηνόπαυση,   μπορεί να έχει χάσει τη δουλειά του ο άνδρας της, και να αντιμετωπίζουν οικονομικά/κοινωνικά προβλήματα, ή ακόμα χειρότερα, μπορεί να έχει χάσει τον ίδιο τον άνδρα της. Αυτά  ισχύουν και για την οικογένεια του γιου.

Ο Αντώνης, παραμελεί την οικογένειά του πολλές φορές, για να βρίσκεται όσο πιο συχνά γίνεται κοντά στη γριά μητέρα του, δεν θέλει να την βάλει σε Γηροκομείο, έτσι, άφησε τη δουλειά του και μοιράζεται  ανάμεσα σε γυναίκα, παιδιά και μάνα, που μένει πολύ μακριά και κάνει αρκετά χιλιόμετρα την ημέρα, γιατί η μάνα, δεν θέλει να ξεσπιτωθεί και να πάει να μείνει κοντά του.

Είναι κι αυτός ένας λόγος που συντελεί στη μοναξιά των ηλικιωμένων ότι δεν θέλουν να φύγουν από το σπίτι που έζησαν 30 ή και 40 χρόνια. Εκεί νιώθουν πιο ασφαλείς, γνωρίζουν τη γειτονιά, τον τόπο, έχουν τις μνήμες τους εκεί, ολόκληρη τη ζωή τους, δεν είναι εύκολο να ξεσηκωθούν για άγνωστη γειτονιά.

Η Γεωργία είναι 55 χρονών, με σύζυγο, δύο παιδιά, το ένα παντρεμένο το άλλο σπίτι. Η μάνα της, η κυρά Φροσούλα, είναι 85 χρονών, στέκει καλά. Όμως, βρίσκεται στα πρώτα στάδια άνοιας, δεν έχει άλλο παιδί, χήρεψε πολύ νέα και δεν ξαναπαντρεύτηκε, για να μη επιβάλλει πατριό και  ξεναδέλφια στην κόρη της. Η σχέση μάνας-κόρης, είναι  πολύ ζεστή και τρυφερή, έζησαν πάντα μαζί.

 Μόνη έγνοια της καθεμιάς, να μη στενοχωρήσει την άλλη. Η κόρη γνωρίζει τα προβλήματα υγείας της μάνας, είναι αυτή που την τρέχει σε γιατρούς και όπου χρειαστεί και κάνει τα πάντα για να της κάνει τη ζωή ευχάριστη και άνετη, ούτε σαν σκέψη δεν περνά από το μυαλό της να την βάλει σε Ίδρυμα. Η μάνα, όμως, δεν ξέρει πως η κόρη προσβάλθηκε πρόσφατα από καρκίνο, της το κρύβει για να μην την πληγώσει και παραμελεί τον εαυτό της, αρνούμενη ακόμα να μπει στο Νοσοκομείο για θεραπεία  για να μην υποψιαστεί ή  μάνα, μέχρι πότε όμως;

Η Νίκη, είχε 4 μικρά παιδιά, και σύζυγο. Όταν κατέπεσαν οι γονείς της και δεν μπορούσαν να ζήσουν μόνοι τους, έκανε επέκταση στο σπίτι της με δάνειο από την τράπεζα, τους πήρε μαζί της, και τους κοίταξε μέχρι που έφυγε πρώτα η μάνα της και μετά δυο χρόνια o πατέρας της. Οι γέροι ήταν κατάκοιτοι και ανήμποροι και η Νίκη ήταν στο πόδι 16 με 18 ώρες την ημέρα για να τα προλαβαίνει όλα, όμως, οι γέροι ένιωθαν πολύ μόνοι, παραπονιόταν συνεχώς πως, δεν έβλεπαν άνθρωπο. Η Νίκη έπρεπε να πάει τα παιδιά στο Σχολείο, να τα πάρει το απόγευμα, να ψωνίσει, να κάνει τις δουλειές του σπιτιού, να μαγειρέψει, να πληρώνει λογαριασμούς, να πηγαίνει τράπεζα, να τρέχει στο φαρμακείο για τα φάρμακα των γερόντων, να τους καθαρίζει, να τους αλλάζει, δεν μπορούσε να βρίσκεται στο δωμάτιό τους συνεχώς.

Η Ασπασία ήλθε τρεις φορές στην Αυστραλία από την Ελλάδα που έμενε μόνιμα,  για να φροντίσει την γριά  μάνα της όταν  εκείνη έμεινε μόνη μετά το θάνατο του άντρα της και αρνιόταν να πάει στην Ελλάδα, κάθισε πάνω από 4 μήνες την κάθε φορά. Αποτέλεσμα;

Έχασε τη δουλειά της και κινδύνεψε σοβαρά και ο γάμος της με τις συχνές απουσίες. Μολαταύτα, ο χρόνος που διέθεσε στη μάνα της δεν ήταν αρκετός παρά την καλή της θέληση και τη γριά την έτρωγε η μοναξιά, μέχρι που εθελοντικά μπήκε σε Ίδρυμα.

Ο Χρήστος, άφησε την οικογένειά του στο Σίδνεϊ και ήλθε στη Μελβούρνη να φροντίσει τον πατέρα του όταν εκείνος έπεσε κι έσπασε το γοφό. Κάθισε εδώ για έξη μήνες περίπου, εγχειρήσεις, Νοσοκομεία, φυσιοθεραπείες, εργοθεραπείες, υδροθεραπείες μα κάποτε ήλθε η ώρα να γυρίσει σπίτι του, και αναπόφευκτα, ο γέρος πάλι έμεινε μόνος.

Όσο ζουν και οι δυο στο ανδρόγυνο, τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα, είναι παρηγοριά ο ένας στον άλλο, και μια προσμιλιά. Ακόμα, οι δύο συντάξεις που παίρνουν, φτάνουν με οικονομία και σειρά να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Όταν, όμως, φύγει ο ένας,  πολύ σπάνια να φύγουν κι οι δυο μαζί, τότε όλα γίνονται πολύ δύσκολα. Εδώ, δεν μιλάμε πια για μοναξιά, αλλά για ερημιά. Επί πλέον, δε, άσχημη οικονομική κατάσταση με μία μόνο σύνταξη όταν τα έξοδα, με το θάνατο του ενός, ελάχιστα μειώθηκαν. Οι ίδιοι σχεδόν λογαριασμοί όταν καίει η λάμπα στο δωμάτιο ή η θέρμανση ή το ψυγείο που δουλεύει, Κ.Λ., θα καταναλώσουν την ίδια ενέργεια είτε ένα άτομο είναι στο δωμάτιο είτε περισσότερα. Τα ίδια δημοτικά τέλη, ασφάλειες, και άλλα αναπόφευκτα έξοδα ενός σπιτιού. Η κατάσταση αυτών των ανθρώπων είναι από πολύ δύσκολη μέχρι τραγική. Στο στάδιο αυτό, πολλοί επιλέγουν να εισαχθούν σε Ίδρυμα, μολονότι είναι ακόμα σε σχετικώς καλή σωματική κατάσταση και θα μπορούσαν να ζήσουν ανεξάρτητα για πολύ καιρό.

Το κράτος, ευτυχώς, προσφέρει κάποιες  υπηρεσίες σε ηλικιωμένους που δεν θέλουν να μπουν σε Γηροκομείο. Οι τοπικές Δημαρχίες διανέμουν με μικρό κόστος μεσημεριανά γεύματα. Επίσης, άτομο που τα βοηθάει να κάνουν ντους συνήθως 2 φορές την εβδομάδα, άτομο που καθαρίζει το σπίτι κάθε 15 μέρες, νοσοκόμα να τους δίνει τα φάρμακα όταν δεν είναι σε θέση να τα παίρνουν μόνοι τους, κι επί πλέον, τους εφοδιάζουν με ειδικό συναγερμό που φορούν σαν μενταγιόν στο λαιμό και το κτυπούν για να καλέσουν βοήθεια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Το  πρόβλημα με το συναγερμό, είναι από τη μια το κόστος αγοράς και σύνδεσης, το οποίο συνήθως επιβαρύνει τον ηλικιωμένο γιατί τα κριτήρια έγκρισης πληρωμής από το κράτος είναι πολύ αυστηρά και ο χρόνος αναμονής τουλάχιστον 2 με 3 χρόνια.

 Επί πλέον, δε, πρέπει να έχουν τουλάχιστον δυο έμπιστα άτομα που να έχουν κλειδί του σπιτιού τους για να μπορέσει να μπει μέσα αστυνομία ή ασθενοφόρο σε περίπτωση ανάγκης. Υπάρχουν αρκετοί ηλικιωμένοι που όχι μόνο δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια να αγοράσουν τον συναγερμό, αλλά δεν έχουν ούτε έναν δικό τους, όχι δύο, που να τους εμπιστεύονται και να αναλάβουν το κλειδί.

Για πάρα πολλούς ηλικιωμένους, οι κρατικοί λειτουργοί που τους προσφέρουν κάποια φροντίδα, είναι και οι μόνοι άνθρωποι που βλέπουν και η μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο.

Στα 30 χρόνια υπηρεσίας μου, τουλάχιστον 10 φορές πήγαμε να επισκεφτούμε ηλικιωμένο άτομο και το βρήκαμε πεθαμένο ή σε αφασία γιατί είχε πέσει ή είχε υποστεί εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο.

Χαρακτηριστικό αυτής της μοναξιάς, ακόμα και το άδειο γραμματοκιβώτιο! Εν τάξει, γράμματα πολύ λίγοι ανταλλάσσουν πια, άντε μια κάρτα Χριστούγεννα/Πάσχα. Από πολλούς έχω ακούσει, όμως, πως ακόμα και οι λογαριασμοί που έρχονταν, ήταν μια επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Πήγαιναν, τους έπαιρναν από το κουτί, απευθύνονταν σε κείνους ονομαστικά, κι ένιωθαν ότι δεν σβήστηκαν από το χάρτη. Τώρα, όμως, ούτε αυτό, αφού όντας ανήμποροι να πάνε να πληρώσουν οι ίδιοι, πηγαίνουν στη διεύθυνση των παιδιών, ή του κράτους γι αυτούς που βρίσκονται υπό κηδεμονία.

Μέχρι τώρα, μιλήσαμε για τους ανήμπορους ηλικιωμένους που μένουν μόνοι τους.

Είναι όμως και οι ηλικιωμένοι που δεν είναι σε τόσο άσχημη φυσική κατάσταση,

αλλά τους βασανίζει η μοναξιά γιατί δεν έχουν έναν άνθρωπο δικό τους. Πολλοί απ΄ αυτούς, γυναίκες και άνδρες, ιδιαίτερα αν είναι σε θέση να κυκλοφορήσουν μόνοι τους, καταφεύγουν στα γειτονικά πόκις, την σύγχρονη πληγή, όπου καταθέτουν αν όχι όλη, μεγάλο μέρος της σύνταξής τους με αποτέλεσμα να στερούνται και τα βασικά μέχρι την επόμενη πληρωμή. Από πολλούς έχω ακούσει ότι εκεί, νιώθουν ότι ζουν ακόμα, βλέπουν γνωστούς, αποκτούν και φίλους, αλλάζουν μια κουβέντα, και παίρνουν κουράγιο να περάσουν  ολομόναχοι τη νύχτα που έρχεται.

Δεν είναι λίγοι, αμφοτέρων των φύλων, που παντρεύονται ή συνάπτουν σχέση, σε μεγάλη ηλικία, παρά την αρνητική πολλές φορές, αντιμετώπιση της απόφασής τους από τα παιδιά και την ειρωνική στάση της κοινωνίας.

Όταν  και τα δυο άτομα έχουν ως κίνητρο την συντροφικότητα γι αυτήν τη σχέση, είναι μια θαυμάσια απόφαση, παρόλο που δεν λειτουργεί πάντα γιατί και οι δυο κουβαλούν πολλά «μπαγάζια» και κάπως δύσκολο να ταιριάσουν. Όμως, πολλές φορές το κίνητρο του ενός, δεν είναι και τόσο τίμιο. Πολλά ηλικιωμένα άτομα, άνδρες και γυναίκες, έχουν πέσει θύματα οικονομικής απάτης από άτομο που δεν ήθελε συντροφιά αλλά να βάλει στο χέρι τα πολλά ή λίγα υπάρχοντα του άλλου.  Τα κλαμπ των ηλικιωμένων, κάνουν πολύ καλή δουλειά και προσφέρουν κοινωνικό έργο, όμως, λόγω οικονομικών και άλλων δυσχερειών, δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες. Διοργανώνουν εκδρομές, γεύματα, όπου ψυχαγωγούνται, πηγαίνουν και βλέπουν Ελληνικές ταινίες στον κινηματογράφο, παρακολουθούν, επίσης, και ομιλίες όπου τα μέλη ενημερώνονται για θέματα νομικά, κοινωνικής ασφάλισης, υγείας, και άλλα.

Είναι μια μικρή όαση γι αυτούς που μένουν μόνοι, εκεί γνωρίζονται, σχηματίζουν τις παρέες τους, οι γυναίκες συζητούν για θέματα που τις ενδιαφέρουν, οι άνδρες παίζουν το χαρτάκι ή το τάβλι τους, παίζουν μπίνγκο και περνούν πολύ ευχάριστα

 Οι συναντήσεις όμως, γίνονται μόνο μια φορά την εβδομάδα

   Μερικοί που έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων, πηγαίνουν σε 2-3 διαφορετικά κλαμπ, αλλά κι αυτό δεν είναι πάντα εφικτό αφού έκαστος δικαιούται να πηγαίνει μόνο στο κλαμπ της περιοχής του, αυτό επειδή οι τοπικές Δημαρχίες χρηματοδοτούν μερικώς αυτά τα κλαμπ ανάλογα με τον αριθμό μελών, εφόσον πάρουν κατάλογο με όλα τα στοιχεία εκάστου μέλους.

Μια άλλη κατηγορία ηλικιωμένων που υποφέρουν από μοναξιά, είναι αυτοί που βρίσκονται σε ευαγή Ιδρύματα, όπως, Γηροκομεία, Γηριατρεία. Κι είναι πολλοί αυτοί, πάρα πολλοί. Αυτοί, πάσχουν από εσωτερική μοναξιά.

Βρίσκονται ανάμεσα σε ανθρώπους συνεχώς, δεν μένουν μόνοι τους καθόλου, περιτριγυρίζονται διαρκώς από κόσμο, τόσο, που πολλές φορές, επιδιώκουν να μείνουν για λίγο μόνοι, όπου κι αυτό δεν είναι κατορθωτό πάντα, γιατί ενθαρρύνονται ή υποχρεώνονται, να συμμετέχουν στις διάφορες δραστηριότητες που οργανώνει γι αυτούς το Ίδρυμα ή να φυτοζωούν καθισμένοι ατέλειωτες ώρες στο κοινό σαλόνι, όχι στο δωμάτιό τους, όπως, ίσως, θα ήθελαν.

Εκεί μέσα, έχουν στέγη, τροφή, σχετική καθαριότητα και ως ένα σημείο, νιώθουν προστατευμένοι, ότι δεν κινδυνεύουν. Λέω, ως ένα σημείο, γιατί κι εκεί η φροντίδα και η ασφάλεια, είναι σχετικές. Ας μην ξεχνάμε πόσοι ηλικιωμένοι παραμελούνται και κακοποιούνται σ΄ αυτά τα Ιδρύματα. Συχνά-πυκνά φτάνει στη δημοσιότητα όλο και κάποια είδηση για κακοποίηση ηλικιωμένων. Πρόσφατα, είχαμε το  σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης τεσσάρων υπερηλίκων γυναικών σε τέτοιο Ίδρυμα, όχι από κακοποιούς που μπήκαν μέσα παράνομα, αλλά από το ίδιο το προσωπικό που είχε αναλάβει επί πληρωμή την ευθύνη και υποχρέωση να τους φροντίζει και προστατεύει. Είναι τόσο ευάλωτοι και ευπαθείς οι περισσότεροι από τους τρόφιμους αυτών των Ιδρυμάτων που στην κυριολεξία βρίσκονται στο έλεος του κάθε ασυνείδητου και ανώμαλου, ή ακόμα ευσυνείδητου μέλους του προσωπικού.

 Οι τρόφιμοι των Γηριατρείων-Γηροκομείων, δεν πληρώνουν πλέον φόρους, και στις περισσότερες περιπτώσεις, ούτε ψηφίζουν, επομένως η πολιτεία δεν πολυάσχολοι με αυτούς παρά μόνο αν πιεσθεί εκ των περιστάσεων, όπως  το πρόσφατο περιστατικό με τους βιασμούς ή αυτό λίγο πιο παλιά που βρέθηκαν ηλικιωμένοι με εγκαύματα γιατί τους έκαναν μπάνιο με πετρέλαιο για να ψοφούν οι ψείρες και τα άλλα ζωύφια που έπιανε ο χώρος. Κι αυτό το ενδιαφέρον της πολιτείας πάντως, κρατά τις περισσότερες φορές, όσο κρατά και ο θόρυβος για τις συνθήκες που επικρατούν στα Ιδρύματα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, βρίσκουν άλλα πιο επίκαιρα θέματα να ασχοληθούν και το πρόβλημα μπαίνει στο συρτάρι των...αζήτητων, μέχρι το επόμενο σκάνδαλο, όπου θα επαναληφθεί ο κύκλος.

 Όμως, και ανθρώπινες να είναι οι συνθήκες που επικρατούν εκεί, νιώθουν τόσο μα τόσο μόνοι. Νιώθουν παραπεταμένοι, ξένοι μέσα σε ξένους, δέχονται φροντίδα όχι από αγαπημένα χέρια των παιδιών τους όπως θα επιθυμούσαν κι όπως ίσως περίμεναν, αλλά από υπηρεσιακά χέρια, και δεν είναι το ίδιο. Χάνουν την ιδιωτικότατα τους και την αξιοπρέπειά τους. Εκεί μέσα, δεν υπάρχουν ιδιωτικοί χώροι, δεν υπάρχουν μυστικά, λίγο-πολύ όλα είναι κοινά. Ο δικός τους χώρος, αν είναι τυχεροί κι έχουν δικό τους δωμάτιο, είναι εκείνο το μικρό δωμάτιο, μ΄ ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, ένα κομοδίνο, δωμάτιο στο οποίο, για ευνόητους λόγους, έχει πρόσβαση το προσωπικό όλες τις ώρες. Αν μοιράζονται το δωμάτιο με άλλους τρόφιμους, τότε είναι ακόμα χειρότερα, όλο κι όλο που έχουν δικό τους είναι ένα ντουλάπι, πόσα από μια ολόκληρη ζωή να χωρέσει εκείνο το δωμάτιο ή το ντουλάπι; Η εσωτερική τους μοναξιά είναι αβάσταχτη, ιδιαίτερα αν δεν υπάρχουν παιδιά ή αν τα παιδιά είτε δεν ενδιαφέρονται είτε για άλλους λόγους δεν μπορούν να επισκέπτονται συχνά τους γονείς. Επαφή με τον έξω κόσμο δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει, είναι πολύ περιορισμένη, είναι μόνο οι ευκαιριακές επισκέψεις στων παιδιών τα σπίτια, Χριστούγεννα-Πάσχα για λίγες ώρες, όταν είναι σε θέση να κινηθούν. Κι εκεί όμως δεν αισθάνονται άνετα, νιώθουν  επισκέπτες που τελειώνοντας η επίσκεψη θα πρέπει να επιστρέψουν στη μοναξιά τους.

Πολλοί γέροντες, που έχουν πνευματική διαύγεια, εκφράζουν σφοδρή επιθυμία γι αυτές τις έστω και σποραδικές επισκέψεις, άλλοι πάλι, τις θεωρούν οδυνηρές, και τις αποφεύγουν, γιατί τότε, βλέπουν τι είχαν και τι έχασαν, το σπίτι, τη ζεστασιά, την οικογένεια, κι αυτό δυσχεραίνει την επιστροφή στο Ίδρυμα. Έτσι, προτιμούν να μένουν εκεί συνεχώς για να μην έχουν , πλέον, μέτρο σύγκρισης.

Μια άλλη κατηγορία  και περίπτωση μοναχικών ηλικιωμένων, είναι οι τρόφιμοι στους Θαλάμους Άνοιας των Γηριατρείων. Αρκετές φορές έχει λεχθεί, από μέλη της κοινωνίας, αλλά και από μέλη του προσωπικού αυτών των Θαλάμων, ότι αυτοί είναι πιο τυχεροί γιατί δεν καταλαβαίνουν πια.

Ας μην είμαστε τόσο σίγουροι γι αυτό. Οι ειδικοί επί του θέματος, ισχυρίζονται ότι τα άτομα που πάσχουν από άνοια, μπορεί να μην έχουν πλέον την ικανότητα να αναγνωρίζουν, να θυμούνται, να εκφράζονται, να μιλούν, ΑΛΛΑ ΟΜΩΣ νιώθουν,

 άλλο που δεν μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Το συναίσθημα, δεν σβήνει.

Οι τρόφιμοι  που βρίσκονται σε Ελληνικά Ιδρύματα, μπορούμε να πούμε πως είναι κάπως τυχεροί. Ακούν τη γλώσσα τους, τρώνε γνώριμα φαγητά, το περιβάλλον είναι πιο οικείο, δέχονται επισκέψεις από δικούς τους, συμμετέχουν, κατά κάποιον τρόπο στις επισκέψεις των άλλων, αφού γνωρίζονται και ανταλλάσσουν μια κουβέντα, διατηρούν τα ήθη και έθιμα της πατρίδας, ξέρουν πότε είναι Πάσχα πότε Χριστούγεννα. Το πιο σημαντικό, δε,  μέχρι σήμερα, δεν έχει βγει στη δημοσιότητα περιστατικό κακοποίησης γερόντων, ας ελπίσουμε και ευχηθούμε να μην συμβεί ποτέ. Εκείνοι, όμως, που βρίσκονται σε μη-Ελληνικό Ίδρυμα, είναι σε χειρότερη κατάσταση. Το περιβάλλον άγνωστο, οι συνήθειες διαφορετικές το φαγητό, η γλώσσα, τα ήθη τα έθιμα, όλα διαφορετικά. Ακόμα κι αν είχαν κάποια πνευματική διαύγεια ή ικανότητα επικοινωνίας, την χάνουν αφού δεν έχουν ευκαιρία να μιλήσουν ή να ακούσουν τη γλώσσα τους, επόμενο, η δική τους μοναξιά, και αποξένωση να είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Υπάρχουν  άτομα, που μολονότι είναι πολυάσχολα, δουλεύουν, έχουν παιδιά, σπίτι, εγγόνια, και ο χρόνος τους ο ελεύθερος είναι σχεδόν ανύπαρκτος, εν τούτοις, καταβάλουν προσπάθεια και επισκέπτονται τακτικά Γέροντες σε Ιδρύματα, αυτούς που όχι μόνο δεν έχουν συχνές ή και καθόλου συγγενικές επισκέψεις, αλλά επί πλέον διαμένουν σε μη Ελληνικά Γηροκομεία. Αυτά τα άτομα δεν είναι επίσημα ενσωματωμένα σε Ομάδες Εθελοντών, λειτουργούν ιδιωτικά και αθόρυβα. Σε όλες τις Δημαρχίες, υπάρχει Τμήμα Εθελοντών όπου δίνεται η ευκαιρία σε αυτούς που έχουν τη δυνατότητα και την καλή διάθεση, να προσφέρουν συντροφιά ή ό,τι άλλο χρειάζεται σε άτομα που ζουν μόνα ή σε Ίδρυμα. Σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Μελβούρνης υπάρχουν τέτοια Ιδρύματα. Η δική μου συμβουλή είναι, αν αποφασίσετε τέτοιες επισκέψεις, ιδιωτικά ή μέσα από Ομάδα Εθελοντών, να φροντίσετε να βρείτε Ελληνικής καταγωγής άτομα που είναι σε μη Ελληνικά Ιδρύματα, αυτοί, έχουν περισσότερη ανάγκη.

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να πω, ότι μέσα σε περιορισμένα χρονικά όρια, προσπάθησα να καλύψω αυτό το τεράστιο θέμα : Η Μοναξιά των Ηλικιωμένων.

Ελπίζω ότι αυτά που ακούσατε, ή μη τι άλλο, θα σας δώσουν τροφή για σκέψη.

Σκέψη, για το ότι, στο πολύ κοντινό αύριο, οι Ηλικιωμένοι, θα είμαστε εμείς.

Ας σκεφτούμε, πάντα με μέτρο τη λογική, πώς θα θέλαμε να μας φερθούν.

Σας ευχαριστώ που με ακούσατε και σας εύχομαι, καλή υγεία και  όσο γίνεται λιγότερη μοναξιά, φυσική αλλά και εσωτερική..

* ομιλία που δόθηκε στο Δημαρχείο Νόρθκοτ, στη Μελβούρνη, σε Συμπόσιο με το ίδιο θέμα, που οργάνωσε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών-Συγγραφέων Αυστραλίας.

Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά


 

 

 

 

 



ΔΙΟΝΥΣΙΑ
ΜΟΥΣΟΥΡΑ



 

 

 

 

       
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info