\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  


 



 




GREEKS 
IN AUSTRALIA


   
 


Μια ιστορία από τα χρόνια μου της Αφρικής μοιάζει σαν ένα κομμάτι καλαμπόκι ξηρό. Όταν έχανε πια τη φρεσκάδα του οι ιθαγενείς έδεναν όσα κομμάτια άφηναν αφάγωτα για τη μελλοντική σπορά, δεμένα στα δοκάρια της ανοιχτής καλύβας, στο χόρτινο υπόστεγο έξω από το σπίτι τους, το γνωστό στο Κονγκό γκμπάμου. Εκεί, τις νύχτες, αν θέλανε κάτι πρόχειρο να φέρει εύκολα τον ύπνο, τραβούσαν από τη δέσμη στο εσωτερικό της οροφής ένα δυο κατάξερα καλαμπόκια, τα ξεκούκκιζαν και μαζί με μια χούφτα ξερά φιστίκια που πάντα βρίσκονταν σε παλιές αγάνωτες κατσαρόλες στην ανοικτή υπαίθρια καλύβα, τα πέταγαν κοιμισμένα στη φωτιά, στα μεγάλα ανοιχτά πυρακτωμένα τηγάνια τους...Κι αυτά, πέτρινα από το χρόνο μαλάκωναν, ξύπναγαν, γίνονταν φρέσκα, στο λιτό βραδινό τους... Σπόρια για ένα δείπνο είναι και οι αναμνήσεις που τρέφουν, μας κοιμίζουν στην μακρινή στο τότε πραγματικότητα!

 

Πολλές φορές ο Νίκος κι εγώ με τα παιδιά που ήταν ακόμα σε προσχολική ηλικία κάναμε μια βόλτα το απόγευμα με τα πόδια στη φυτεία και μας καλούσαν οι εργάτες να καθίσουμε στα φτωχικά τους ξύλα που αποτελούσαν τα έπιπλα τους. Τι φτωχικά, δηλαδή! Από μαόνι και τηκ ήταν και έβενο, τον πιο ακριβό της Αφρικής. Μα εκείνοι δεν γνώριζαν από την αξία των ξύλων. Γιατί όλα τα γύρω δέντρα ήταν τόσο ακριβά, όσο για να γίνουν λίγη φωτιά και προσάναμμα. Το παρθένο δάσος πλούσιο και γενναιόδωρο δεν σε αφήνει να κάνεις παρά μόνο αυτό για το οποίο γεννήθηκες να υποστείς εκεί, σου δίνει όσα θα χρειαστείς για το ταξίδι σου!

Αφήναμε σαν φεύγαμε από το ξεκούκκισμα, ένα γερό μπαξίσι στην παρέα της νύχτας και στην εργατιά που μας έφερνε όλα τα καλά που προσφέρει ένας εργάτης στον εργοδότη του. Οι νύχτες αυτές είναι σαν τις βραδιές στον παράδεισο, που δεν ξέρουμε πού βρίσκονται τώρα, και που θυμόμαστε σαν παραμύθια του δάσους.

Κάτι τέτοιο είναι μια ιστορία της Αφρικής. Ένα ξερό καλαμπόκι που περιμένει να το βάλουμε στα κάρβουνα του νου, όποτε έρθει η ώρα να μιλήσει. Ξεχασμένο θα μπει στη θύμηση, να γεμίσει την ψυχή μιας νύχτας για μια άλλη, καλύτερη μέρα.

 

Στο δάσος δεν είχαμε φίλους πολλούς, ήμασταν μόνοι στην περιοχή. Καμιά τριανταριά χιλιόμετρα ο επόμενος λευκός. Στο Κονγκό οι λέξεις λευκός και μαύρος ήταν και είναι ακόμα πολιτικά ορθές.

Ο Νίκος, ο άντρας μου, είχε φιλέψει μ' έναν Ελλαδίτη από τον Πειραιά, που έμενε με την οικογένειά του σε μια πόλη σαράντα χιλιόμετρα πιο νότια από μας. “ Έφαγα στου Μιχάλη ένα όμορφο φρικασέ σήμερα, Γκράτσια. Μάθε να μου το κάνεις κι εσύ”, ή  “μάθε τον Γκαμπύ να μας το φτιάχνει πότε-πότε”. Ήμουνα πολύ νέα τότε, και σαν παιδί της Αφρικής δεν ήξερα από φρικασέ και από πολλά άλλα παρόμοια. Δεν το γνωρίζω μέχρι σήμερα το παρασκεύασμα.

Ο Γκαμπύ ήταν ψηλός καθαρός και λίγο μιλούσε. Τα φαγητά του ήταν εξαίσια και η δουλειά του τέλεια. Αλλά για φρικασέ..δεν νομίζω να ήθελε να μάθει ποτέ μια συνταγή που δεν ανήκε στα γούστα όλων μας.

Η πόλη...είχε δεν είχε τότε καμιά διακοσαριά λευκούς. Είχε κάνει ένας έξυπνος νησιώτης ένα εργοστάσιο σάπωνος (και άλλων παράλληλων προϊόντων), και τροφοδοτούσε σαπούνι στους κατοίκους της μεγάλης περιοχής των δασών του Βορρά. Έρχονταν τεχνικοί από την Ελλάδα, μόνο για λίγο, μόνο με κοντράτο. Και ο Νίκος είχε φιλέψει όπως είπα με τον Μιχάλη, έναν από αυτούς τους 'επισκέπτες'. Μια  μέρα, σαν κατεβαίναμε στην πόλη, με φορτωμένο το καμιόνι με σακιά γεμάτα από την παραγωγή μας του καφέ, και μέσα στη βροχή που μάνιαζε τα παράθυρα του φορτηγού μου λέει. “Γκράτσια, θα σε πάω σε κάτι φίλους να φάμε το μεσημέρι, στο Μιχάλη που σου έλεγα. Θέλω να γνωρίσεις και την Ζωρζέτ, τη γυναίκα του. Έχουν κι ένα μικρούλη. Ίσως να έχουν σήμερα και φρικασέ.”

Ήταν μετρημένες πάντα, οι παρέες μου. Μονόχνωτη του δάσους! Ήθελα την ελευθερία μου. Είχε απομείνει ένα καλό εστιατόριο στην πόλη, το Negbe, που είχε μείνει ακόμα πιστό στις παλαιότερες βελγικές συνταγές και φαγητά του, κι αυτά γνώριζα καλύτερα. Κι εκεί καταλήγαμε συνήθως, όταν οι δουλειές του Νίκου ήταν πολλές και παίρναν όλη μέρα να γίνουν. Ήταν και τα μικρούλια, θέλαν ξεκούραση. Λίγα δωμάτια είχε το Negbe, καθαρά σεντόνια, μουσική της Ευρώπης και είχε ακόμα στο μενού του την carbonade flamande, που τόσο μου άρεσε. Κρέας στην μπύρα!

Βρε μανία με το φρικασέ, ο Νίκος μου! Και πήγαμε τελικά στου Μιχάλη!

 

Η Ζωρζέτ ήταν...Δεν μπορώ να την περιγράψω μα πρέπει. Ίσως και να χρειάζεται. Είχε μια δύναμη ανδρική της ψυχής και τίποτε δεν της ξέφευγε. Συνήθως στην Αφρική δεν εμπιστευόμασταν τα άτομα που έρχονταν για λίγο εκεί, μόνο για την αρπαχτή! Η Αφρική σε θέλει, μα σε θέλει δικός της να γίνεις. Θέλει να το νιώσει πως την αγαπάς. Αυτό θέλει η Αφρική.  Άλλα μυαλά οι νεόφερτοι κι άλλα οι παλιοί που ήταν δεμένοι με τη γη, με τα μεγάλα φεγγάρια του Κονγκό και τα σπάργανα των ποταμών. Το κουνούπι της ελονοσίας του χρήματος δεν τσιμπούσε όσους αγάπησαν για πάντα τον τόπο.

Σίγουρα σε πολλά θα ήταν το αρσενικό μυαλό... η Ζωρζέτ. Ε, και τον Μιχάλη δεν τον πείραζε αυτή η παραχώρηση των ηνίων, όταν μάλιστα ο δεύτερος αυτός ηνίοχος ήταν και τόσο επιτακτικός. Αυτά όλα αφαιρούσαν από την Ζωρζέτ μια ευαισθησία που μπορούσα μόνο να φανταστώ...με μεγάλη, πολύ μεγάλη προσπάθεια.

Σβέλτα, σίγουρη και νοικοκυρά. Κι έπαιρνε θέση σε όλα. Είχα άραγε λόγους να μιμηθώ ένα, έστω και ένα από όλα αυτά τα προτερήματα αν δεν επρόκειτο να ταιριάζουν με τον εξίσου ανοικτό αλλά πολύ συντηρητικά γυναικείο μου αφρικανικό είναι;

-Αρέσει πολύ στο Νίκο σου το φρικασέ. Το φτιάχνεις κι εσύ;

-Όχι. Μα έφερα πέρσι από το νησί τη Μαγειρική της Παραδείση, το έχει. Θα το δοκιμάσω κάποτε. Κάποτε...Φαίνεται υπέροχο το δικό σου.

Αυτά μόνο είχα με την Ζωρζέτ. Και το πώς πάει ο μικρούλης; Πώς πάνε τα δικά σου πίτσικα; Μα όλα αυτά δεν μας άφησαν να δέσουμε μια φιλία. Γιατί στην Αφρική υπάρχει αυτό που οι Άγγλοι λένε TIA, This is Africa. Που ήξερα από μικρή να σέβομαι γιατί αλλιώς, εμένα τη Γκράτσια θα πλήγωνα. Πρώτος κανόνας...δεν δένεσαι στην Αφρική, με όσους δεν την νιώθουν, γιατί ο κόμπος σύντομα θα ξεδεθεί από τις καταστάσεις της, κι ο χωρισμός με τον άνθρωπο θα είναι συνεχής. Δεύτερον δεν δένεσαι στην Αφρική, και τρίτον και τέταρτον και πάει ακόμα...για τους ίδιους λόγους πάντα.  Γιατί Αφρική είναι ήλιος και βροχή, είναι του τρόπου και των τροπικών της. Γιατί μπορείς να την εμπιστευτείς για λίγο. Και να χαρείς μόνο εκείνο το λίγο. Γιατί το πάντα, αν θα έρθει, θα έρχεται ανελέητα και πρέπει να σε βρει με τους ομοίους σου...ο-μοί-ους σου... του τόπου και του χώρου.

 

Και μετά από κάποιους μήνες από το φρικασέ βρέθηκα με τα τρία παιδιά μου, αποπροσανατολισμένη, στην Κινσάσα, να φεύγω για πάντα. Φεύγαμε όλοι...και όχι με τη θέλησή μας...από την αγαπημένη μου δεύτερη πατρίδα που ήμουν πέντε όταν την γνώρισα.

 

Το ταξίδι μεγάλο και λίγα μπορούσαμε να πάρουμε ή και τίποτε αν γινόταν. Είχε και σωματική  έρευνα, και χέρι που ζητούσε να γεμίσει πριν ακόμα σου τα πάρει. Ακόμα σαν να ήταν τόσο εύκολο να γίνει, το χέρι της γυναίκας που σε έλεγχε, να δει αν ήσουν ή όχι γυναίκα. Τόσο ψαχούλεμα.

Και λίγο πριν γίνει ο σωματικός έλεγχος και πριν αυτή η ψηλή και ολόσαρκη γυναίκα άρχισε να κοιτάζει επίμονα τα δάχτυλά μου...να δει τι είχα και τι θα έβγαζα... που μόνο ένα δακτυλίδι του γάμου σου επέτρεπαν, είδα την Ζορζέτ, να τρέχει σε μένα έξαλλη.

-Εσύ εδώ τη ρώτησα; ενώ η σιαγόνα έμεινε ανοιχτή!

-Έφυγα ενωρίτερα από τα βόρεια, είπε, μένω με τους δικούς μου. Θα πάμε πιο νότια, να κάνουμε αλλού την τύχη μας.

 

Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ το αλλού. Το νησί...πόσα χρόνια μακριά του, ήταν ο τόπος που λίγο γνώριζα...αυτός εδώ ήταν ο δικός μου τόπος.

Ναι, η τύχη ορισμένων ήταν πιο εύκολη από τη δική μας. Εμείς, δεμένοι ήμασταν, με τις βραδιές στα γκμπάμου, με τα λάστιχα του αυτοκινήτου χωμένα στη λάσπη, με το κινίνο ξεχασμένο, αλλά πάντα παρόν, με τη μαλάρια να μας έχει προσπεράσει, γιατί γίναμε πια τόσο ανεκτικοί στην παρουσία της, με το ψωμί φτιαγμένο στο δάσος από αλεύρι που έστελνε η Αμερική γεμάτο ψόφια ζωύφια, με το νερό από τις πηγές της, όπου άφηναν τα ούρα τους τα αιλουροειδή...γίναμε ιθαγενείς του χώρου, δυνατοί, με τις τεράστιες αράχνες να κατεβαίνουνε αργά στην κουνουπιέρα μας σαν εραστές εφιαλτών, να δουν αν κοιμόμαστε, με το μυστήριο να έχει γίνει η αλήθεια μας...και γίναμε της γης...δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ξεριζώσουμε τα δέντρα της καφέας, να τα πάρουμε μαζί μας. Δεν θα το θέλαμε εξάλλου να φύγουμε μακριά από το μυστήριο και τον κίνδυνο. Μπανάλ, η όποια ζωή μακριά της. 

-Εσείς; Μου πέταξε.

-Εγώ για την πατρίδα και τα μικρά μου, μα ο Νίκος μένει να μαζέψει ό,τι μπορεί. Θα τον συναντήσω σ' ένα μήνα στο νησί.

Και μετά...και αστραπιαία, έκανε μια κίνηση που θα ήταν αποχαιρετιστήρια...μα όχι...γιατί μου ψιθύρισε γρήγορα, σβέλτα. -Μου περνάς από τα σύνορα τρία δαχτυλίδια; Σου τα πέταξα ήδη στην τσάντα χωρίς να το καταλάβεις...μαζί με μια διεύθυνση. Να τ' αφήσεις στην Ελλάδα σαν περνάς για τη δική σου.

 

Είχε έρθει η σειρά μου για έλεγχο, και δεν είχα ακόμα νοήσει πότε και πώς έγιναν όλα...Δεν είχα πολλά χρυσαφικά, δεν τα χρειάστηκα τόσο, και όσα είχα, εκείνα τα λίγα,  τα είχα βολέψει σ' ένα κουτί Φαρίν Λακτέ που δεν θα χρησιμοποιούσα ποτέ το περιεχόμενό του. Το ήθελα εκείνο το δαχτυλίδι που μου χάρισε ο Νίκος όταν είχε έρθει από δουλειές στην Μπούνια, σε κείνο το δύσκολο ταξίδι του που αρρώστησε. Το αγαπούσα το δαχτυλίδι που μου είχε χαρίσει η μητέρα μου γιατί, όπως μου είπε, ήθελε να το δει στα δάχτυλά μου, πως γιατί... μου πήγαινε ο χρυσός, και γιατί δεν την κούρασα ποτέ, μου είπε, σαν ήμουνα παιδί. Τα ήθελα και τα δυο... ήταν ενθύμια αγάπης, και τα έκρυψα στον κόρφο του τσίγκινου κουτιού σαν να ήταν κόρφος μου.

Δεν θα τα άφηνα, όχι, ήταν δικά μου, δεν ήταν για κανένα εμπόριο. Έτσι, τα έβαλα στο κουτί, τυλιγμένα σε χαρτί, σαν φλουριά βασιλόπιττας...εκεί όπου είχα το λακτέ της μικρής μου που ήταν τότε τριών, γιατί κανένας δεν θα έψαχνε ένα κουτί με τροφή παιδική... εκεί θα έβαζα προσωρινά κι αυτά, αν το κατόρθωνα.

 

Μετά φόβου κι ό,τι έμελε.

 

Το ήξερα πως κάποτε εμπορευόταν το χρυσό η Ζωρζέτ και δεν ήταν καθόλου παράνομο, ίσα- ίσα ήταν και πολύ προσοδοφόρο το εμπόριο και ήκμαζε. Μα δεν το ήξερα πως ήταν λίγα όσα μπορούσε κανείς να βγάλει από τα σύνορα. Σε πόσους άραγε να είχε δώσει από τρία δαχτυλίδια να της περάσουν από τη χώρα;

 

Ο Κόνγκος ποταμός, κάτω από τα φτερά του αεροπλάνου ήταν πηγή που έφευγε στη θάλασσα όπως τα ενθύμιά μου μεγάλωναν κάτω από τα δάκρυα του γυρισμού. Ένα άκακο φίδι της ζούγκλας που μας αποχαιρέτιζε...Με τρία μικρά κορίτσια επέστρεφα μέσω Γαλλίας Βελγίου και Ελλάδας σ’ ένα τόπο που λίγο γνώριζα και που ήταν η πατρίδα  που γεννήθηκα.

 

Δεν είχα όρεξη να δω ούτε τι είχε το κουτί που είχα πετάξει εκεί χρυσαφικά στο άχρηστο τώρα λακτέ, που επιδεικτικά και πρόχειρα κρατούσα σε κάθε αεροδρόμιο, για να ξεφύγω από την έρευνα πως θα τάιζα με το περιεχόμενό του, το πιο μικρό μου πίτσικο.

-Θεία είπα, όταν έφτασα Ελλάδα, κάνε μου τη χάρη να παραδώσεις αυτό το κουτάκι με τα τρία δαχτυλίδια στο άτομο που θα έρθει να τα ζητήσει. Έχω ήδη πάρει τον αριθμό και μίλησα στη γυναίκα, τη μητέρα μιας φίλης. Δεν έχω καιρό να περιμένω, τα κορίτσια είναι εξουθενωμένα πρέπει να φύγω. Σήμερα,  όχι αύριο, πρέπει να φτάσω. 

Ήταν 25 του Φλεβάρη του 74.

Έχεις να δηλώσεις τίποτε; με ρώτησαν στη Λευκωσία.

-Μόνο τα προσωπικά μου αντικείμενα, κάτι δαχτυλίδια, είμαστε από το Κονγκό.

Και δήλωσα τα δικά μου.

Δεν ήταν ανάγκη να κλάψω. Σε δυο λεπτά ανέπνεα την καλοσύνη του αέρα της Λευκωσίας. Μακριά, πολύ μακριά από εκεί που μεγάλωσα...Ήταν 25 του Φλεβάρη, Καθαρά Δευτέρα και άρχιζε η Σαρακοστή. Για μιαν ανάσταση άλλη.

Είχα φτάσει στο νησί και αυτό ήταν η αρχή άλλων ταξιδιών πολύ μεγαλύτερων...Και δεν ήταν πια ανάγκη να φοβάμαι, Είχα κάνει και μια χάρη σε μια γυναίκα, που ούτε φίλη ήταν ούτε και άγνωστη. Ήταν γυναίκα που πήρε βοήθεια ζητώντας την, με το ζόρι ίσως.

 

Ποτέ μου δεν πίστεψα σε κάτι σκηνές έργων που γράφουν έτσι απρόσκλητα στην οθόνη ...Μετά από 42  χρόνια, ή σαν καλή ώρα τώρα... μετά  από 17 χρόνια...

Και τι γίνεται στο μεταξύ; Πόσο μας έχει αλλάξει η ζωή και πού βρισκόμαστε; Κακά τα ψέματα, όπως μια απίθανη ιστορία έτσι και τούτη εδώ, από μια άκρη της γης και από έναν επαναπατρισμό, ιδού μια άλλη μετανάστευση που δεν θα ήθελα ποτέ να είχε συμβεί...γιατί περνάει κανείς τα κάστιά* του να παραμείνει στην πατρίδα μετά από την παλιννόστηση και όχι για να βρεθεί στο πέρα από το εκεί, στην Αυστραλία!

Και δεν σκέφτηκα καθόλου να δώσω μια απίθανη πλοκή στην ιστορία, τουναντίον, η ιστορία έδωσε μια απίθανη πλοκή στη ζωή μου. Και κέρδισε τον θαυμασμό μου η λέξη απιθανότητα, γιατί όλα τα μπορεί ακόμα και τα πιο φανταστικά, η ζωή. Και συχνά δεν έχει παρά να παραδοθεί κανείς στην πραγματικότητα και να την ακολουθήσει. Δεκαεφτά χρόνια πριν από σήμερα και σαράντα δύο από την ημέρα στο αεροδρόμιο της Κινσάσα, βρίσκομαι-κι εσείς μαζί μου- σ' ένα σκηνικό που δεν θα μπορούσα ν' αποδεχτώ ποτέ αν δεν μου είχε συμβεί, για να δώσω μια γεύση της έξαλλης πλοκής της ιστορίας που ακόμα και με τη φαντασία δεν θα μπορούσα να κάνω καλύτερη!

 

Είμαστε τέλη του 1990! Αλλού και άλλος άνθρωπος. Άλλοι αριθμοί και άλλοι τίτλοι. Δεν υπάρχουν χρυσαφικά, υπάρχει πόνος και απώλειες, αλλά και ο χώρος του προορισμού στη γη, και η απάντηση στο τι γυρεύω εδώ. Γιατί...αναρωτιέται κανείς σαν μεγαλώσει...γιατί τα πλούτη πριν τη φτώχεια, γιατί ο επαναπατρισμός αν θα καταλήξει σε άλλη ξενιτιά, γιατί το σχίσιμο της ψυχής αν δεν υπάρχει λόγος...

 Ήμουν τριτοετής τότε. Μετάφραση, Διερμηνεία. Το πρώτο μου πτυχίο. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα με τα ελάχιστα Αγγλικά που είχα φέρει μαζί μου όταν έφτασα το '87.

Στο Τούρακ όπου ήμουν φοιτήτρια, εκεί έγινε το εξής απίστευτο. Σε αίθουσα του κολεγίου,. Στο πανεπιστήμιο Ντήκιν, όπως ονομάστηκε μετά.

...Είσαι συγκεντρωμένη στο μάθημα και μια εσωτερική ανάγκη σε σπρώχνει να φύγεις και να πας...γελάει κανείς με τα πέρα από τη λογική...να πας πού... γιατί τώρα που το σκέφτομαι...καμία δύναμη δεν θα με έπαιρνε ποτέ από το μάθημα της μετάφρασης ακόμα και άρρωστη αν ήμουν, δεν ήταν, δεν θα ήταν ποτέ ίδιες οι σημειώσεις ενός συμφοιτητή ή συμφοιτήτριας, με όσες θα μπορούσα να είχα πάρει η ίδια. 

Ακόμα και με σαράντα πυρετό δεν έχασα ποτέ παράδοση μαθήματος.

Η φωνή είχε απαιτήσεις, μα χαμένος χρόνος αν έφευγα γιατί θα έχανα την ώρα μου, την πιο ώριμη και αποδοτική . Μια φωνή να πάω να κάνω κατάθεση...χρημάτων στην State Bank, στο Caulfield. Το Κώφηλντ δεν είναι μακριά από την αρχή της Glenferrie Road (Γκλένφερη Ρόουντ), της οδού που βρίσκεται ακόμα το κoλέγιο που φοιτούσα, σήμερα το πανεπιστήμιο Deakin. Kαι η άναρθρη φωνή ατίθαση, χωρίς τρόπους. Να φύγεις τώρα, να πας εκεί. Ναι, ήταν και ορισμένη η Τράπεζα στο Κώφηλντ...εκεί και όχι αλλού.

 

Είχα νιώσει μια τέτοια πιεστική φωνή  πολλά χρόνια πριν, το 1963, μαθήτρια ακόμα ενώ περνούσα εκείνη τη χρονιά τις διακοπές μου στο Κονγκό, μετά από τα αιματηρά χρόνια της ανεξαρτησίας του. Επί τέλους το επισκεπτόμουν!

Δεν είχα δει για χρόνια τότε τους γονείς μου. Καθόμουν στο σαλόνι, διάβαζα πάντα τις θερινές διακοπές...και μια επιτακτική φωνή τη μέρα αυτή με έσπρωχνε να φύγω. Δεν την εισάκουσα και ήταν επίμονη μέχρι και εκβιαστική. “Αν δεν φύγεις αποχαιρέτα μας.” Σηκώθηκα και κρύφτηκα πίσω από μια κουρτίνα με τα μάτια καρφωμένα στην πολυθρόνα...απλά για να πιστοποιήσω την  ανελέητα ρομαντική και δημιουργική μου φύση.

Μα όχι...Ήτα προαίσθηση! Μια τεράστια κόμπρα, κι αυτή δεν ήταν της φαντασίας μου, ένα θανατηφόρο φίδι μπήκε αστραπιαία από την πόρτα και έστησε το μισό κορμί του ακριβώς μπροστά από την πολυθρόνα που καθόμουν. Και αυτή η πίστη στη φωνή που μ' έσωσε τότε ίσως να ήταν η αιτία να σηκωθώ στα καλά καθούμενα με την φοιτητική μου τσάντα ακόμα ανοικτή, τη μέρα αυτή, και τα τετράδια με τις σημειώσεις να χάσκουν, διπλωμένα, στον άνεμο, σαν να ήταν μπακαλοντέφτερα, και το άδειο πορτοφόλι της μητέρας φοιτήτριας που ήμουν τότε, και  να στηθώ σε ουρά στην State Bank, για ν' αποταμιεύσω, μαζί με την μειωμένη εικόνα που είχα εκείνη τη στιγμή για την αμφισβητούμενη εξυπνάδα μου, το βαρύ φορτίο των είκοσι δολαρίων που μου είχε απομείνει από το φοιτητικό μου επίδομα. Έτσι απλά, δεν φεύγει κανείς από μια αίθουσα πανεπιστημίου εκτός αν είναι άρρωστος του θανατά...και δεν αφήνει την παράδοση για να καταθέσει τα λίγα που έχει πάνω του. Γιατί μια φωνή χωρίς ήχο το ζήτησε! Θα αστειεύεσαι, Γκράτσια! Όχι! Καθόλου. Έτσι είχαν τα πράγματα! 

Αστείο και ακόμα που το σκέφτομαι. Και ακόμα που το λέω. Μα είναι η αλήθεια. Η επίμονη φωνή εκνευριστική και παράλογη...γιατί ούτε της ώρας αλλά ούτε και της σύνεσης ήταν. Να σηκωθώ να πάω πού...όσα είχα πάνω μου ήταν για να με κρατήσουν ακόμα λίγες στερημένες μέρες, εμένα και τα παιδιά μου, μέχρι την επόμενη φοιτητική πληρωμή.

Η ιδέα ήταν επιτακτική, και κάνοντας πάλι ένα ρετρό στην ιστορία σαν τελείωσε το μάθημα και πριν αρχίσει το επόμενο ήμουν ήδη στο δρόμο για τη μεγάλη αποταμίευση. Είχα ένα μικρό παλιό Τογιότα που κουτσά στραβά μ' έπαιρνε, με το σκούντημα. Είναι μικρό το παράρτημα εκεί και η ουρά δυσανάλογη. Και υπάκουσα στη φωνή...δεν είχα άλλη ελπίδα για να με αφήσει ήσυχη γιατί της αντιστάθηκα ακόμα κι όταν υπάκουα. Και σαν πλησίαζα να καταθέσω σ' ένα μικρό δίψηφο υπόλοιπο όσα θα έβγαζα την επομένη από το ίδιο, άκουσα πίσω μια φωνή...Μιλούσε με στόμφο, μα... κάτι στην ομιλία της...κάτι θαμπό, ένα γράμμα του αλφάβητου που κάποια ψυχή από το παρελθόν δεν άρθρωνε καλά, ένα γράμμα που ακόμα και σε μια χάβρα θα ξεχώριζα, σκοτεινό μα σε λέξεις που λέγονταν με δύναμη και σιγουριά και δεν μπορεί...δεν γίνεται...γιατί μονάχα ένα δυνατό στόμα σαν αυτό της αγαπημένης Ζωρζέτ του παρελθόντος μου είχε στο στόμα το γράμμα αυτό τόσο αδύνατο...σε μια τόσο σίγουρη παρουσία του στην ομιλία...

Μα...μα...είναι παράλογο να βρίσκεται εδώ, η Ζορζέτ...Η φωνή είχε τη χροιά του μιλώ εγώ με ακούτε...και μέσα από το μικρό καθρεφτάκι που είχα για την κοκεταρία μου, για να φτιάξω δήθεν ένα τσουλούφι, και που είχα χρόνια να δω σε χρήση, είδα στο θαμπό του γυαλί να στέκεται στην ίδια σειρά η μορφή αυτή του χθες. Ανατρίχιασα με ένα ρίγος του χάρου. Γύρισα πίσω να δω. Φώναξα. -Εσύ εδώ;

-Κι εσύ; Εσύ εδώ;

Σφιχταγκαλιαστήκαμε, είπαμε την ιστορία μας σε όσους είχαν χρόνο να την ακούσουν. Σε όλους εκεί μέσα! Απίθανο, ασύγκριτα απίθανο. Μα γιατί γιατί η βιασύνη της τύχης γιατί η επιμονή της μοίρας να μας φέρει μαζί, μαζί με την  απώλεια μιας ζωής, την απώλεια των νεανικών μας χρόνων και τώρα την απώλεια για μένα ενός μαθήματος;

 

Είχε ένα πελώριο σπίτι σ' ένα από τα ακριβά περίχωρα της Μελβούρνης και ήταν εκεί για να δει έναν τραπεζίτη που της είχαν συστήσει για δάνειο.

-Εσύ τι κάνεις εδώ...Ο Νίκος;

 

Της είπα. Και βρεθήκαμε κάποια μέρα σπίτι της. Πήρα και τα παιδιά. Τι χλιδή Θεέ μου. Χάρηκα, η αλήθεια είναι για την Ζωρζέτ. Μα δεν το χρειαζόταν αυτό το ταξίδι εδώ. Πώς θα το άντεχε; Είναι βαρύ το κλίμα εδώ, αν έχεις φύγει από μια χλιδή του παρελθόντος κι όχι από μια στέρηση. Είναι βαριά η δεύτερη ξενιτιά. Είναι ή τιμωρία ή αγιασμός. Είναι βαριά η απόσταση.

Αυτή ήταν όλη κι όλη εκείνη η συνάντηση. Και ίσως μια δυο άλλες πιο σύντομες. Μέχρι που μια καλή πρωία με πήρε τηλέφωνο με την δυναμική φωνή της, λέγοντάς μου πως είχε κάποια ρούχα για μένα και για τα παιδιά.  Έτσι είναι που γνώρισα από μια άλλη πλευρά την Ζωρζέτ, την αγέρωχη εκείνη Ελληνίδα 'υπάλληλο', τώρα έτοιμη μετανάστρια να γίνει εργοδότρια, εδώ στο Νότο, όπως και έγινε τα χρόνια που ακολούθησαν. Την χαιρόμουν πάντα αν και δεν την καταλάβαινα απόλυτα. Την χαιρόμουν και αγαπούσα την οικογένειά της.

 

Τώρα...πάρτε με για παράξενη και εκκεντρική, αλλά ό,τι και να μου έχει συμβεί δεν έχω βάλει ποτέ μου αποφόρια. Ας είναι και της Ζωρζέτ! Ε, κάτι μένει από το δοξαστικό χθες, ας είναι κι αυτό...που δεν είναι το μόνο...Όχι αποφόρια. Θέλω  να έχω το χνώτο και την ιστορία μου στα ρούχα που φορώ. Τα δέχτηκα όμως γιατί στην αυλή που έμενα είχε πολλούς που θα τα καλωσόριζαν. Μια οικογένεια από τις Σεϊχέλες με παιδιά.

Ανοίξαμε έτσι με τη Αλίνα τις μαύρες σακούλες, την κόρη μου, τότε 22 χρονών, που είχε έρθει από το Μπρίσμπαν να με δει. Εργαζόταν εκεί για την εταιρία που δούλευε στη Ζυρίχη.

-Ποιανού οι σακκούλες μαμά;

Είχα πολλά να πω στην Αλίνα. Πολλά! Η Αλίνα βέβαια μόλις που θυμόταν τη Αφρική, αν και γέννημά της.

-Εσύ η μύτη του δυόσμου να φορέσεις φορεμένα; Εσύ η dancing queen?

-Τι εννοείς είπα, ενώ ήξερα πού το πήγαινε.

-Μητέρα, είδες τις τσάντες;  Ίσως να σου αρέσει μια από όλες. Τι στο καλό τις κάνει τόσες τσάντες η Ζορζέτ!

Η αγάπη μου για τις τσάντες αρχίζει από μια, σε καφέ χρώμα, τσάντα της μαμάς. Εκεί έβρισκα παιδούλα ένα κοκκινάδι που θυμόμουν πως φορούσε στο πρώτο ταξίδι μας στο Κονγκό. Πόσο όμορφη ήταν πάντα...Πήγαινα συχνά σαν μεγάλωσα στα μαγαζιά να βρω το χρώμα του. Δεν είναι αυτό... δεν είναι αυτό! Όχι για να το φορέσω τόσο,αλλά για να το έχω όπως εκείνη το δικό της. Κι ίσως αυτό ενδόμυχα να είχα στο νου όταν άνοιγα μια τσάντα. Αυτό το χρώμα που λέγεται torrero red, κόκκινο της ταυρομαχίας, που  πάντα υπάρχει για να βρίσκεται. Για να το βρίσκεις.

Ω, κι αν ήταν έκπληξη αυτή.

Δεν ήταν κοκκινάδι, όχι! Σε μια θήκη, μια από όλες της πανάκριβης αυτής τσάντας, τρία δαχτυλίδια...τρία κομμάτια αμύθητης αξίας άστραφταν στο φως της κάμαρης. Δεν υπάρχει περιγραφή, δεν υπήρχαν λόγια. Και έμοιαζαν με τα χέρια της Νεφερτίτη τα χέρια που τα φορούσαν τώρα, τα δικά μου.  Τι όμορφα!

Η Αλίνα με κοίταξε με κρυφό χαμόγελο.

-Άνοιξε η τύχη σου. Είσαι τυχερή, μου είπε.

-Τι; Δεν το φαντάστηκες ποτέ πως θα τα κρατήσω!

-Όχι βέβαια, άρθρωσε.

Σούφρωσε το μέτωπο όμως. “Ανόητη, ανόητη μητέρα. Και βέβαια θα τα κρατήσεις, είναι δικά σου, δεν ξέρει κανείς πως είναι εδώ. Για χρόνια δεν ξέρει κανείς πως πετάχτηκαν γιατί η χλιδή δεν έχει μνήμη. Απλά δεν έχει.” 

-Έχω όμως εγώ, πρόσθεσα. Μνήμη καμήλου. 

-Μητέρα!

 

Και κοιμηθήκαμε εκείνη τη νύχτα  με τις μαύρες σακούλες στο διάδρομο,

Ήταν αργά και δεν άφησα να έρθει παρά μισή η αυγή της επομένης. Σαν να είχα φίδια στον κόρφο, ήθελα να παραδώσω ό,τι δεν μου ανήκε.

Και ήταν έξη το πρωί, πολύ πρωί για να τηλεφωνήσω σε ξένο σπίτι, μα πολύ αργά για μια γυναίκα να βρει τα δαχτυλίδια που είχε χάσει και είχε ξεχάσει χρόνια πίσω, πώς και πού υπήρχαν.

-Ζορζέτ εσύ; Σε ξύπνησα!

-Γκράτσια!

-...Έχασες ποτέ σου τρία δαχτυλίδια;

Τι...;

 

Ακούστηκε θόρυβος...Έπεσε το τηλέφωνο από το χέρι της.

Σε λίγο βρεθήκαμε. Δεν είχε χρόνο ούτε για καφέ... Έκλαιγε κι έλεγε συνέχεια πως είναι αμύθητης αξίας, με διαμάντι και χρυσό της Αφρικής και με ό,τι άλλο ενθύμιο θα μπορούσαν να φέρουν μαζί τους.

Της τα παρέδωσα, ένιωσα ήρεμη, πως φτάσαν πια στον προορισμό τους, στο μακρινό τους ταξίδι.

Άρπαξε την τσάντα της. Τα δαχτυλίδια μαζί! Έφευγε με χαμόγελο μα κοίταζε ακόμα απορημένη πίσω.

Κι έμενα πίσω με χαμόγελο κι εγώ, χωρίς καμιά απορία!

 

Λίγο αργότερα τη μέρα μου ζήτησε να τη βρω στη δουλειά της. Θα ήθελα κι εγώ να πιω ένα καφέ μαζί της. Πήγα μετά το μάθημα. Έλειπε μα είχε αφήσει για μένα ένα φάκελλο. Μου τον παρέδωσε ο Μιχάλης που ήταν στο μαγαζί μόνος του. Ήταν κλειστός και δεν έλεγε τίποτε, όχι ακόμα, ο φάκελλος.

-Κάτι από τη φιλενάδα σου, μου είπε.

Είχε καιρό να τον δω, και έμοιαζε τώρα του χώρου. Πού η ξεγνοιασιά του Κονγκό! Πού η ηρεμία του! Εδώ είναι Αυστραλία, κορίτσι μου! Κτυπάνε οι φτέρνες σου στον πωπώ σου! Ούτε μισό λεπτό για συζήτηση!

 

Δεν έμεινα παρά για ένα ευχαριστώ. Το είπα και έφυγα. Υποψιαζόμουν το περιεχόμενο. Μα δεν τον άνοιξα.

Τον άνοιξα μετά, σαν έφτασα στο σπίτι. Είχε μια επιταγή. Έγραφε χίλια δολάρια και είχε και το όνομά μου πάνω.

Δεν χρειαζόταν πληρωμή της είπα στο τηλέφωνο. Επέμενε, κι επέμενε και η ματιά της Αλίν.

Είχα απλήρωτο το νοίκι. Είχα άδειο το ψυγείο, και με “χίλια μύρια κύματα μακριά το Αϊβαλί”, το παρελθόν και οι αναμνήσεις, τώρα εδώ, με τόσα ανίκητα θαύματα...αλλά θα έφτιαχνα ίσως το κουτί με τις ταχύτητες του ρακένδυτου κουρασμένου μα πιστού μικρού Τογιότα μου. Τις άλλες ανέβηκα με πισινή ταχύτητα σε κύριο δρόμο, τόση ανάγκη να πάω στο μάθημα. Δεν είχα μεγαλύτερη ταχύτητα στο τριμμένο μέσο που μου απέμενε.

Η Ζορζέτ επέμενε να κρατήσω την επιταγή. Λίγη η άμυνά μου στην  πίεση. Και... η περηφάνια δεν θέλει, μα η ανάγκη καταδέχεται.

 

Και την κράτησα, ουσιαστικά την κρατάω χρόνια τώρα...

 

Είχε κίτρινο χρώμα και ήταν γραμμένο σ' αυτήν το όνομά μου. Την άφησα για αργότερα και ένιωσα όπως νιώθει ένα μερακλής του καφέ που θέλει να τον πιει στην ώρα του. Μακάρι να μην την έπαιρνα σκεφτόμουν πάντα. Γιατί σαν την παρουσίασα, μου την πέταξαν πίσω λες κι έφταιγα εγώ για το άδειο της πνεύμα.

Μακάρι να μην την έπαιρνα. Κι αυτή η ευχή ίσως να πήρε σάρκα και οστά. Και δεν μαθαίνεις τους λόγους των 'γιατί' ποτέ, αν δεν περάσεις από τους λόγους των 'διότι'. Έτσι λοιπόν, όταν πήγα να την εξαργυρώσω, δεν είχε αντίτιμο. Την είχε σταματήσει. Είχε σταματήσει την πληρωμή της.

Κι έμαθα έτσι το 'διότι΄ πιο πριν από το 'γιατί', γιατί αν την κρατούσα δεν θα γνώριζα τι σημαίνει το αναπάντητο. Αν είχε κάποτε το χαρτί αυτό τιμή γινόταν τώρα ένα νίχιλ, ένα τίποτε, ζίφφος**. Κι είναι παράξενο, δεν είναι;  Πως εμείς οι Έλληνες έχουμε την ίδια λέξη για την τιμή honour και για την τιμή price.

 

  Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι αλλά και φτερούγισμα για τη θέση που βρέθηκα, εκείνη που ήθελα να είχα πάντα, που καλά θα έκανε να ήταν καλύτερη από το μάθημα που έχασα! Ούτε και κείνο μπορούσα ν' ανταλλάξω με τίποτε...Αυτό ήθελα, αυτό ήθελα, μιαν απλήρωτη ανταπόκριση σε κάποια πράξη εθελοντισμού της καλοσύνης. Της καλοσύνης να της περάσω τότε από τα σύνορα τα τρία δαχτυλίδια της από το Κονγκό. Και να της παραδώσω τα χαμένα της. Υποθέτω... έτσι είναι η πορεία των πραγμάτων. Είναι ίσως ανάγκη να περάσεις και από τον εξευτελισμό και την ταπεινωτική δοκιμασία για να ξεπεράσεις τη δοκιμή. Το να είσαι ακέραιος μια φορά δεν είναι κατόρθωμα. Δεν είναι ετικέτα. Το να βγεις πρώτος μια φορά δεν είναι μεγάλο απόκτημα. Δεν είναι τίτλος που παίρνεις δια παντός. Η πράξη που γίνεται σε μια πλούσια σε πολύτιμες πέτρες ψυχή καλά ήταν να έκανε πρώτα καλό στην ίδια.

 

Μα ακόμα κι έτσι, ακόμα και με τούτες τις σοφές απαντήσεις, θα το προτιμούσα να μην είχα καν στη συλλογή μου αυτή την ιστορία, και μάλιστα γνωρίζοντας πως είναι αληθινή...να είχα μια άλλη, όπου να μην υπήρχε αυτή η ασύμπτωτη σύμπτωση. Γιατί δεν βρήκα ποτέ μου απάντηση. Γιατί να έπρεπε να περάσω από ένα τέτοιο τρομακτικό φαινόμενο για να φτάσω σ' ένα αδιέξοδο απαντήσεων; Γιατί δεν βρίσκω δεν βρήκα ποτέ μου ουσία στην ιστορία που θέλει δυο άτομα να ξανασμίγουν με τη μεγάλη και άγια μεσολάβηση του υπερπέραν στο πέρα από την ευχή, απλά για να χωρίσουν για ένα τίποτε.

Και δεν μιλάω για κανένα ποσό, εδώ, κανένα άλλο υλικό ποσό, μόνο μιλάω για την ποσότητα της αρετής που δεν ξέρουμε πια τι μας μαθαίνει και για ποιον αληθινά δημιουργεί μια σύμπτωση.

Ποιο το ηθικό συγκεκριμένο μάθημα; Και για ποιον; Πείτε μου, αν θέλετε.

  

Η Αλίνα έβαλε τραπέζι όπως πάντα. Θα επέστρεφε σε λίγες εβδομάδες στη Ζυρίχη.

-Σου έφτιαξα φρικασέ μου είπε,και με τ' αστραφτερά της μάτια μου έδειξε το πλούσιο πιάτο που ετοίμασε.

-Κόψε το, είπα χαμογελώντας.

 

Ενώ η ζωή συνεχίστηκε με χίλιες απορίες για το πώς και γιατί βρίσκονται οι ίδιοι άνθρωποι σε διαφορετικό ταμπλώ, στο ίδιο περιεχόμενο. Πώς και γιατί οι συμπτώσεις φέρνουν στο μεγάλα ερωτηματικά της ζωής.

Την Ζορζέτ δεν την ξαναείδα από τότε, είκοσι πέντε χρόνια τώρα δεν το θέλησα. Και σίγουρα δεν θα το θέλησε ούτε αυτή να με ζητήσει.

Η επιταγή έχει ακόμα το ίδιο κίτρινο χρώμα. Κρατά την υπόσχεσή της να μείνει αναπάντητη. Γιατί εμείς περάσαμε, διαβήκαμε, τα χίλια μύρια κύματα, κι εκείνη μένει ακμαία, αλλά ακίνητη.

 

Έρμα Βασιλείου

 

*μαρτύρια, στη Κυπριακή διάλεκτο. Η λέξη είναι δάνειο από τη Λατινική

** μηδέν, λέξη δάνειο από την Αραβική, sefir, στην Κυπριακή διάλεκτο ζίφφος



 Erma Vassiliou  




ΑΡΧΕΙΟ

 

 

 

ΕΠΙΣΚΕΥΘΗΤΕ
ΤΟ ΚΑΝΑΛΙ
ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ


VIDEOS
on

 the Anagnostis
 Channel

 

 


ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΤΕΙΛΤΕ ΦΑΚΕΛΟ
ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΑΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ ΓΙΑ ΝΑ
 ΛΑΒΕΤΕ
ΔΩΡΕΑΝ ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ 3D
Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ
-
P.O. BOX 25
 
FOREST HILL 3131 VICTORIA/AUSTRALIA

 

  

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info