ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 

 

 

 






 

 

Ο κυρ-Καλλιγάς ο κύρης μου

 Της Έρμας Βασιλείου

 

Ο Καλλιγάς ο κύρης μου είχε ένα φίλο καρδιακό, τον κυρ-Λίνο, στον οποίο έκανε κάθε χρόνο τη γιορτή του. Στις 5 του Νιόβρη θαρριέμαι. Γιατί ο κύρης μου έλεγε πως αυτός δεν είχε μάθει αν είχε Άγιο κανένα και δεν γιόρταζε. Σαν και τον Καλλιγά τον κύρη μου, είχε αμπέλια στην Ποταμιού ο κυρ-Λίνος. Κι οι δυο τους αχώριστοι από τον καιρό που ήταν κοπελλούδια, είτε όπως λέγονταν παλαιότερα, μειράκια. Γνώριζαν το κάθε αμπέλι, την κάθε ρώγα, της κάθε στάξης στο πιθάρι ξέραν τη γεύση και το χρόνο που τρυγήθηκε το κνυζί του αμπελιού και το χρώμα που ανταμώνει αυτή τη γεύση. Όλα τα ηξέραν.

 

Η μάνα μου ήταν από τα Κούπετρα. Ήταν κόρη παπά και την ελέγαν Ινδιρώ κι είχε μια δίδυμη αδελφή την Ερμώνασσα. Της εδώσανε αυτό τ’ όνομα γιατί είχε έρθει στο χωριό ένας παπάς απ’ την Ερμώνασσα του Πόντου, κι έμεινε στην Ποταμιού και άγιασε. Δύσκολα ξεχώριζες τη μια αδελφή από την άλλη. Διπλάρες τις φωνάζανε. Δεν έζησα πολύ με τη μάνα μου και μηδέ μ’ έζησε και η ίδια. Κι η Ερμώνασσα, η θεία μου, δεν αρμάστηκε, ανύπαντρη έμεινε για πολά χρόνια, φρόντιζε τον πατέρα και τη μάνα της, τον πάππον και τη μάμμη μου, στο διπλανό χωριό, αλλά ερχόταν κάθε βδομάδα στο σπιτικό μας καβάλα στ’ άλογό της, με σπιτικά καλούδια και κανίσκια που έφτιαχνε για μας. Δόθηκε στα θεία, όπως τον πάππο μου, τον παπα-Μιχαηλά.

 

Ο Καλλιγάς ο κύρης μου είχε χάσει τη μοίρα του στα όρια που τον πήρε η καλοσύνη του. Ένα «ιννέ» μανιχά έλεγε, ένα «όρισε», ποτέ του «ου» ποτέ του «όι», αν και θα ικανούσε να το λέει. Δεν ακούστηκε ποττέ η φωνή του παρά δυο-τρεις ασκελιές παρά πέρα. Είναι και του σκοπού της φύσης να κάνει κάποιους ανθρώπους αδύναμους, με δυο λόγια καλύτερους. Σε κάθε τι που έλεγε άφηνε ένα σύντομο γέλιο, χε χε χε, όσο να πει σε όλους μια κουβέντα που αν και λίγοι την άκουγαν. Στα γύρω χωριά τον ήξεραν σαν τον φίλο του κυρ-Λίνου. Και λίγοι τον φώναζαν με τ’ όνομά του. «Ήντα κάμνει ο φίλος σου ο κυρ-Λίνος;» Αλλά κι αν τον εφώναζαν με το όνομά του, δεν άκουσα να τον λένε κύρη. Μόνο εγώ τον εφώναζα κύρη, κι ο μισταρκός μας ο Πασικράτης. Άσχετα αν είχε μια μεγάλη συναισθηματική, μαγνητική δύναμη που σε έλκυε, όπως είπε ένας πίσκοπος κάποτε, που επισκέφτηκε παλιά τ’ αμπέλια μας, να τα βλογήσει.

Από το Μετόχι του Κύκκου ήρτεν.  

 

Κάθε που βρίσκονταν ο κυρ-Λίνος κι ο ανώνυμος για τον κόσμο Καλλιγάς, ο κύρης μου με λίγα λόγια, έβαζαν κι από ένα στοίχημα, ένα ζήττουρα που μπορούσε να τους στοιχίσει και μέρος από το μάλιν τους, το γονικό του κτήμα. Από δυο φορές έσωσαν ο ένας τη ζωή του άλλου, όταν το Χάποταμι, το ποτάμι του χωριού, γίνηκε χείμαρρος ένα χειμώνα και παρέσυρε τα λίγα κτηνά τους και όταν στους πρόποδες του βουνού κάηκαν μια χρονιά τα σπαρτά. Ήμουν αγέννητη ακόμα. Όταν μεγάλωσα, ο κυρ-Λίνος μου έμαθε δυο λούρους γράμματα γιατί ήταν ταξιδεμένος. Κι αν τύχαινε να μην έρθει καμιά εβδομάδα, μ’ έφερνε πότε ο κύρης μου και πότε ο καλός μισταρκός μας ο Πασικράτης στ’ αρχοντικό του, για μια ζιβάνα ο κύρης μου και για ένα μάθημα εγώ, για ό,τι γνώριζε και  ό,τι ήθελε να μιλήσει, ο καλός τούτος φίλος του κύρη μου. Μάθαινα πολλά και από τον παπα-Μιχαηλά, τον πάππο μου, αλλά φοβότανε τ’ αλόγατα, τους αππάρους. Κι ερχόταν συχνά μόνο με ημίονο, που είναι πιο ήμερο ζώο, πιο ταπεινό.   

 

Πήγαινε συχνά στο Αλέπο, ο κυρ-Λίνος, κι έφερνε ποδίνες από τη Συρία που τις μοσχοπουλούσε στους γεωργούς. Αρχοντόγερος, και όμορφος. Είχαν κρυφές θήκες οι ποδίνες του, κάτω στον πάτο τους, για να βάζουν οι άντρες, ε, τα δικά τους, τον καπνό που ρουφούσαν από ένα γυαλί με νερό κι ανάπνεαν βαθιά μέσα τους ή το κλειδί της εξώπορτας, ή ακόμα ένα μικρό μυστικό τους. Είχε χαρίσει ένα ζευγάρι σχετικά καινούριο στον πατέρα μου, κι όταν μεγάλωσα προσπάθησα να φορέσω μιαν ποδίνα... αλλά μόλις που έσωννα να κουνηθώ. Ο κυρ- Λίνος έλεγε πως για να φοράς ποδίνες πρέπει να είσαι αρσενικού γένους. Το ζευγάρι που του χάρισε το κέρδισε πίσω μια μέρα σ’ έναν άλλον ζήττουραν, και το πήρε. Και σαν το μετέφερε δεμένο στο στρατούρι του αλόγου του γελούσε όσην ώρα του χρειάστηκε να περάσει το Χάποταμι, που το καλοκαίρι πρόσφερε εύκολη διάβαση από την Ποταμιού στα γύρω χωριά και άφηνε τον άνεμο να φέρνει τη φωνή που το διαπερνούσε. Κι ο κυρ-Λίνος απέναντί μας έμενε, βλέπαμε την οικία του, από μακριά, πέρα από τη λαξιά, στα λατσιά της Κοκώνας, που ελαλούσαν.

Τίποτε έλεγε ο κύρης μου δεν αξίζει όσο μια καλή φιλία. Καλύτερα να μην είμαι άντρας παρά να μην δώσω ένα στοίχημα που έχασα. 

 

Την τελευταία φορά είχε κερδίσει ο πατέρας μου ένα καλό κομμάτι του αμπελιού του κυρ-Λίνου! Σ’ενα παιχνίδι μνήμης το κέρδισε, με το διχαλωτό κόκκαλον του στέρνου της όρνιθας. Ως που και του το ’δωσε ευτύς πίσω. Ένα αθώο αρχικά στοίχημα ήταν τα επικίνδυνα παιχνίδια τους, ένα «μάντεψε αν θα ρίξει νερά σε δυο φεγγάρια», ένα «στοιχηματίζω πως η παπαδιά θα βήξει τρεις βολές την ώρα που βγαίνει ο παπάς με το ευαγγέλιο», ένα «αθθυμήσου ειδεμή τρώω σου το παιχνίδιν». Παιδικά και μωρίστικα, να έλεγεν κανείς, καμώματα. Σαν μωροκοπελλούδια εκάμνασιν. Με τα χρόνια όμως βγήκεν από την αθωότητα η αληθική εικόνα του κυρ-Λίνου, σαν βγαίνει έναν κρυμμένο κακό που δεν είδες να 'ρχεται. Λες και ο κυρ-Λίνος το στοίχημα το έβαζε για να πάρει. Να πουγγίσει! Κι αν δεν έπαιρνε τη μια θα το έβαζε πείσμα να πάρει την άλλη. Και γίνηκε με τα χρόνια παράξενη η φιλία τους. Αλλά και τα εχούμενά τους! Από τη μια φαινόταν πως είχαν το ίδιο ξέχωρο αρχοντικό, γιατί ήταν και το δικό μας γεμάτο κεντήματα και υπεύχια σε χρώματα πορφύρας, γεμάτο μέσα κι έξω το δέρμα μας χωριάτικη αρχοντοσύνη... Κι από την άλλη, όσα είχαν και δεν είχαμε ήταν σαν να γίνονταν ένα, και για τους δυο. Μα πάλι...γίνονταν μόνο για τον ένα. Ένας ύπνος τους χώριζε αλλά και μια έμφυτη κι αθώα κακότητα που εγκυμονούσε στα σπλάχνα του ο κυρ-Λίνος. Ήταν το φυσικόν του τέτοιον. Ίσως, λαλώ, η μοναξιά του. Ίσως, λαλώ, η μονοσύνη του! Και να μου πείτε τώρα, πώς είναι αθώα μια κακότητα δεν ξέρω να σας πω ούτε εγώ, αλλά ούτως το θωρούσα. Πως δεν ήτανε κακός αλλά έκανε κακό για ένα σκοπό που ήταν σαν εσώκλειστος στα στήθη του. Και δεν εγνώριζα τι θα ήθελε να συναποκομίσει απ’ αυτό. 

 

-Και ήντα κάμνει η Χαριτίνη, το κορούδι σου; Ρωτούσε ο κυρ- Λίνος ακόμα κι όταν ήμουνα παρούσα.

 

Δεν μου άρεσε που ρωτούσε. Όι μάνα μου, δεν μου άρεσκεν. Όχι το γιατί ρωτούσε. Αλλά γιατί δεν είχε λόγο να ρωτήσει. Εσείς δε θα θυμώνατε; Ερχόταν συχνά, μας έβλεπε συχνά, πολύ συχνά μάλιστα. Και Λίνος και φίλος του, ο κύρης μου, τσουγκρίζαν τις καντήλες τους, τα ποτήρκα. Έπρεπε να είχα πάντα κάτι πρόχειρο για τον κύρη μου, ένα κομμάτι παστό κρέας, ή ένα τρυφερό γαλακτερό χόρτο από τις πρασιές... κι από αυτό ορνιθοσκάλευγε ο κυρ-Λίνος. Ακουγόταν από μακριά το ποδοβολητό του αλόγου του, της Χιόνας, όποτε ερχόταν από το χωράφι. Και δεν το χάνω με τίποτε το ποδοβολητό του αλόγου του. Δεν θα το έχανα με τίποτε. Το  'ξερα από τα μικράτα μου τα χρόνια. Το ήξερα από τα γεννοφάσκια μου, που λέει η λόγος. Αν και ήμουν αγέννητη ακόμα, με την ιστορία που θα πω. Ήταν το άλογο, η φοραδίτσα η όμορφη που γεννήθηκε εκείνη τη νύχτα, τη νύχτα που η Αστρώ η φοράδα του είχε μιαν άσχημη γέννα...και ο κυρ-Λίνος χρειάστηκε να στείλει τον μισταρκό του, τον δουλευτή του, να ξεσηκώσει τον πατέρα μου από το σπίτι του, μέσα στο βαρυχείμωνο... αρχές Γεννάρη ήταν. Την παραμονή των Φώτων. Είχε άρρωστο τον πατέρα μου η μάνα μου και είχε έρθει από τα Κούπετρα η Ερμώνασσα, η αδελφή της, να βοηθήσει με τις δουλειές. Η μάνα μου αποφάσισε, αφού δεν ήτανε καλά ο κύρης μου, να πάει να ξεγεννήσει τη φοράδα, γιατί γνώριζε καλύτερα απ' όλους για τέτοιες φοραδόγεννες. Μα η φουσκωσιά στο Χάποταμι ήταν τόση  που εφοβήθη, όπως έλεγε πάντα, να γυρίσει. Ξωπίσω της έτρεξε στο κατόπι και η Ερμώνασσα, που είχε την έννοια της, όλη νύχτα στο πόδι να τανύσει του παπά κύρη της με τα πρόσφορα της γιορτής της επομένης, και μέσ’ στο ελάχιστο φως των άστρων έφυγε σαν το ανέμι για την λαξιάν...κι επέμενε... κι επέμενε η Ερμώνασσα να βρει, να δει, κι απέ την άβυσσον ακόμα...κι έστειλε πίσω νωρίς πριν που το χάραμαν του φου την μάναν μου, περνώντας την με το αππαρίν της από το ξέχειλο Χάποταμι. Παραμονές των Φώτων ήταν, όπως είπα... Μα κοιμήθηκε χαράματα στο στάβλο, με τη φοράδα του κυρ-Λίνου η Ερμώνασσα, τη φοράδα που ξεγέννησε η μάνα μου την ίδια εκείνη νύχτα. Κι ήρθε την επομένη κουρασμένη από τη θύελλα.

Ωσάν η μάνα μου μας έφυγε ..όταν...όταν πια πέρασε στην άλλη όχθη από αυτή την αρρώστια που την είχε έξη μήνες στο στρώμα, το άλογο που μεγάλωνε σχεδόν μαζί μου, η Χιόνα, και που αγάπησα τόσο, δεν το έβλεπα συχνά.  Ήταν  φοραδίτσα παιχνιδιάρα. Αρχικά μας την εχάρισε ο κυρ-Λίνος. Κάποια μέρα όμως την κέρδισε πάλι και την πήρε πάνω σ’ ένα μάντεμα. Την πήρε πίσω ο κυρ- Λίνος. Κι ο Καλλιγάς ο Ροδινός, ο κύρης μου δεν μπόρεσε να τηνε φέρει πίσω. Με κανένα άλλο παιχνίδι του ζήττουρα δεν εδέχτηκεν ο κυρ-Λίνος να παίξει τη Χιόνα.

 

Παρ’ όλα τούτα, και για όσα θα πω με τα λίγα μου γράμματα, όσα ήξερα από τον κυρ- Λίνο τα έμαθα. Πως το άστρο που βγαίνει το πουρνό λέγεται αυγερινός και πως γεννήθηκα το 966. Μου είπε μάλιστα πως σ’ ένα ταξίδι του στην Κωνσταντίνου πόλη θα έφερνε κεντημένο κομμάτι ύφασμα για κάλυμμα στο στρατούρι μου, για την πλάτη του Κανδρή μου, του όνου μου. Δεν ήθελα άλλα δώρα πια από το κυρ-Λίνο. Ήτανε άδωρα ναι ή ου; Ρωτώ σας! Ήθελα να γίνει κάποτε ένα θαύμα όπως αυτά του ευαγγελίου, και να πάψει να παίζει μαζί μας αυτά τα παιχνίδια ο κυρ-Λίνος.  Και είχα κάνει τάματα στον Άγιο Μνάσονα, τον Άγιο του χωρκού μας γι’ αυτό. Τάματα και θάματα να 'κούσουν τα ώτα σας.

Τα πράγμα με τα χρόνια παράγινε. Η μοναξιά στην λαξιά που μέναμε, η δύσκολη δούλεξη τού να δαμάσεις τον άγριο τόπο και να τον κάνεις γη του κρασιού καρποφόρα, οι υπεροψίες του κυρ-Λίνου, άγετε πείτε μου δεν έχω δίκιο που τις λέω με ήντα τρόπο; Που όπως κι αν ήταν φοβόμασταν γιατί ήταν περισπούδαστος μα εισέτι και τον αγαπούσαμε και η δύναμη του Καλλιγά του κύρη μου να κρύψει το ξεριζωμένο του πνεύμα μετά την αρρώστια της μάνας μου, που όλοι τώρα αγαπούσαμε ακόμα πιο πολύ από ποτέ, γιατί το νιώθαμε πόσο άξιζε να ζήσει με μας, μέχρι το τέλος, όλα πια έκαναν τη ζωή μας μικρότερη, πικρότερη. Μεγάλωναν κι αμέσως μίκραιναν τα όνειρα, πριν ψηλώσουν. Η μάνα μου ήθελε πάντα την πρωτιά να με κτενίσει πριν βάνω ένα χτένι δικό μου στα μαλλιά. Κι αυτό έκανα για να την χαροποιήσω. 'Εστω κι έτσι, σαν έλειπε. Αυτή ήταν η χαρά μας, Ο ένας τον άλλον να έχει, κι όταν ακόμα λείπει. Κι ακόμα και το στοίχημα είχε χάσει νόημα. Το μόνο που απέμενε ήταν ίσως οι όμορφες νύκτες του χειμώνα στο κέντημα, στον αχνό από τους πηκτούς χυλούς της όρνιθας στην εστία μας, να τρώει να θρέφεται ο κύρης μου ο δουλευτής του οίκου και της ζήσης μας, να του χαμογελά η Ινδιρώ του από μια ζωγραφιά, κι ο ήχος από τα κάστανα στα κάρβουνα να μας κρατά παρέα, και τα διακοσμητικά κεντητά παραπετάσματα από μετάξι που έφτιαχνα ολοχρονίς σε σχήματα, μαζί με το κουκούλι που έμενε να βάλουν οι παντρεμένες τα στέφανά τους μέσα σε μικρά κιβώτια, και να μπορώ ν’ αγοράσω με λίγα πέρπυρα κανένα χτένι για τα μακριά μαλλιά μου, από το πανηγύρι του Άι- Μνάσονα...να γίνονται ένα όλα με τη ζήση μας. Ν' αγοράσω ένα μαντήλι για τη μάνα μου κι ας μη ζούσε πια να το φορέσει. Και ίσα οι ευωδιές του καλοκαιριού με τις ροδακινιές, τις μηλιές  και δαμασκηνιές και τ’ αηδόνια που σου παίρνουνε τ’ αυτιά και τον ύπνο όταν βουττήσει ο ήλιος στην απ’ εκεί μεριά της γραμμής, στο άλλο, σκοτεινό αρχοντικό του. Υπέμενα κάθε χρόνο τα αυτά και τα ίδια. Και τον Σεπτέμβρη στον τρυγητό, έναν κοπέλλιν που είχα ακούσει πως το λαλούσαν Αντρικκάν του Σχίζα, με μεγάλα μάθκια, όπου δεν είχα θάρρος να δω το χρώμαν τους, και έναν γένιν διχασμένον στα δυο, απ’ εδώ μια άκρη του απ’ εκεί η άλλη, ήρτεν σαν άγγελος θεού στο χωρκόν. Πάντα διχασμένον το γένιν του, ποττέ ημερεμένον. Και ξαθθόν. Κοκκινόξαθθον. Η Ερμώνασσα η θεία μου μού είχε ειπεί πως η πιο γλυκιά ανάμνηση από έναν άντρα είναι το χάδι από το αξύριστο γένι του. Φαντασίες της θείας Ερμώνασσας! Αυτή η αμόλυντος νύμφη τα έλεγε όλα αυτά; Που ποττέ δεν είδεν το χάδι ενός άντρα; Κι η μάνα μου, η ντροπαλή η Ινδιρώ, δεν είχε τι να πει για τούτα, και πόσον μάλλον τώρα που μας είχε φύγει. Μια ακούραστη αγία σε εικόνα ήταν. Να αφήσουμε όμως και την Ερμώνασσα στις όχθες του μονοπατιού της ιστορίας τούτης. Αν οι άνθρωποι γνώριζαν θα υπήρχε μεγάλη διαφορά μεταξύ της αλήθειας και της πλάνης. Ιδού! Κι ετούτο ο κυρ-Λίνος μου το έμαθε. Το είπε, λέει, ο Ηρόδοτος. Πού ξέρω εγώ; Ποιος είναι ποιος; Το λοιπονίν, είχαν πει τα μάτια του, του Αντρικκά θέλω να πω, πως θα ’ρχόταν κάποια μέρα για μένα... Άγε καλέ μου που θα ερχόταν! Μέχρι σήμερα, τριάντα χρονών που είμαι δεν εφάνην. Και τωρά, με όλα τούτα που είχα να λύσω, με τον πατέρα μου να μεν μπορεί να σταθεί έξω από μιαν καλοσύνην που τον μεγάλωσεν, κι ένα χε χε χε που την εσφράγιζεν, είχα και τον καπνόν από το φυτό που μέθαγε τον κυρ-Λίνο να οδεύει στον αυλόγυρό μας όταν ερχόταν να μας δει, σαν το κακόν πνεύμαν, αυτό το πονηρόν άνθος, που τον φελλάνισκε τον κυρ-Λίνον τον κοσμογύριστον, είχα και το όνειρον να γίνεται μικρόν. Ακόμα και ο Αντρικκάς μικράνισκεν, εμίκρανεν και το γένιν του, το ονειρεμένον χάδιν του στο πρόσωπό μου χανόταν και γινόταν η πραγματοσύνη μου μια πέτρα του αιγιαλού, ασύντυχη, σκληρή. Ήμουνα η Χαριτίνη, με τις πολλές δουλειές και με τα λλία όνειρα, με μιαν ζωήν να με περιμένει κι εγώ να μην την περιμένω. Μ’ έναν καλόν πατέραν που ήθελα να τον φώναζαν όλοι κυρ-Καλλιγά. Με μιαν μητέραν που τόσο λλίγα έλεγε, σε μιαν ζωγραφιάν στο γύψον χαραγμένην...Τόσον δύσκολον ήταν να γίνει κανείς άνθρωπος μιας έστω χαράς;

 

«Μεν μου ζητήσεις άλλο στοίχημαν». Άκουσα μια νύχτα τον πατέρα μου να του λέει. Η Χαριτίνη έμαθε για το όνομα πίσω από την εικόνα με τη μάνα σου. Δεν είμαι σε θέσην να της πω ακόμα τίποτες.»

 
«Καλλιγά! Εσύ το λες αυτό; Ζούμεν από το στοίχημαν, διασκεδάζουμεν από αυτό, όσα έχεις έχω, όσα ονειρεύομαι τ’ αποκτώ.»

 

Μα εγώ το ΄ξερα, Το ήξερα πριν το συντύχουν. Είπα σας για τον...για τον Πασικράτη. Τον είχαμε βοηθόν στον νοίκο μας. Αυτός κανόνιζε τα κοφίνια, αυτός τάιζε τα κτηνά, αυτός έστελνε μηνύματα να ‘ρθουν για τον τρυγητό, αυτός κατέβαινε καμιά φοράν στη Λεμησόν, την Νεάπολιν. Αυτός για όλα όσα δεν μπορούσε να κάνει και ο κυρ-Λίνος και ο μισταρκός του.Μιαν ημέραν έφυγε να καρφώσει ένα ξύλο που είχε μέσα μιαν εικόναν της μάνας του του κυρ-Λίνου, φτιαγμένη από έναν παπούδιν που 'ξερε από εικόνες και χρώματα. Ο Πασικράτης μου το ξομολογήθηκε πως είδεν γραμμένον πίσω από την εικόνα τ’ όνομά της κυρα- Χαριτίνης. Πως έτσι την ελέγασιν. Τι γύρευγε τ’ όνομά μου πίσω από μια εικόνα στο σπίτι του κυρ-Λίνου; «Είσαι βέβαιος πως πίσω από την εικόνα διάβασες τ’ όνομα Χαριτίνη;»  «Ιννέ, να μεν χαρώ το φως μου», έλεγε και πάλι έλεγε ο Πασικράτης. «Να! Στον Σταυρόν που σου κάμνω.» «Ου, ου, όι σταυρόν, είναι αμαρτωλόν αυτόν.» «Ε, πώς να με πιστέψεις Χαριτίνη; Φιλάω τη μάνα μου στον τάφο της, είδα το όνομά σου. Χα-ρι-τί-νη.»

Τη νύχτα δεν εκάμμυσα μάτι. Πολλά περνούσαν από το νου μου και πάνω από όλα πως μπορεί να είχε χάσει το όνομά μου στο ζήττουραν ο πατέρας μου. Δεν πήγαινε αλλού ο νους. Κι ο νους της γυναίκας είναι λλίος, λαλούσαν οι παλιοί, είναι μέσα στο κοκκωνόσυκον. Μα τόσο λίγο να είχα που να χωρούσε στο κουκκίν του σύκου; Εγώ δεν ακούω από λόγια εύκολα, κι έχω τρία βαρίδκια μυαλόν, όι έναν.

 

«Δεν θέλω άλλα στοιχήματα. Έχω την Χαριτίνη τώρα να σκεφτώ. Μεγάλωσε...χε...χε...» Έλιωνα κι έσταζα που άκουγα τον κύρη μου να παρακαλάει τον φίλο του να δώσει τέλος στο παιχνίδιν της τύχης. Η τύχη μας...τι να πω, την είδαμε... θα μας επισκεφθεί ωσάν παλλιόττερα και πάλε;

«Να το βάλουμε το στοίχημα φίλε μου... κι όποιος το πάρει θα έχει το δικαίωμα να βάλει ό,τι θέλει στο τελευταίον.»

Ήτανε δηλητήριο τα λόγια του κυρ-Λίνου. Είχε δεν είχε τον έπεισε τον πατέρα μου. Και το στοίχημα ήταν σκληρό και δύσκολο να το πάρουμε αλλά εύκολο γι’ αυτόν που είχε γεράσει με την καντήλα το κρασί στο χέρι, και το σπυρί από το δήθεν καλλωπιστικό από το Χαλέπι στη μύτη του. Αυτός τα μυριζόταν όλα, ακόμα και κρασί εκατό χρόνων ήξερε τι πουλιά καθίσαν στ’ αμπέλι επάνω και το τραγούδησαν. Αυτό μονάχα να πω! Αν θα μπορούσε να βρει ο κυρ-Λίνος ποιας εχρονίας ήταν το κρασί που θα πίναν εκείνην την νύχτα! Αυτό θα ήταν το στοίχημαν. Θα διάλεγε μιαν φιάλην. Και αν το 'βρισκεν τότε θα πήγαιναν για το επόμενον στοίχημαν, το τελευταίον. Και το νοιαζόμουν κατάστηθα πως θα ήμουνα εγώ το τελευταίον στοίχημαν. Και δεν το έδεσα ποττέ μου με την νύχταν εκείνην της φοράδας, της Αστρώς, που ξεγέννησεν η μάνα μου! Δεν ξέρω πώς με ήθελεν για λογαριασμό του, αφού και πάλι το ίδιο τονε περιποιούμουν όπως τον κύρη μου. Δεν ξέρω πώς!

 

Δε μου άρεσε που με γύρευε ο κυρ-Λίνος. Πού επήγεν η Χαριτίνη;

 

Πήρα τον Κανδρήν τον όνον μου και το έβαλα για το αρχοντικό του Λίνου, λησμονάτε μού το, του κυρ-Λίνου. Πιθάρια με κρεμαστά λουλούδια στόλιζαν το πλακόστρωτο μπρος από το αρχοντικό του. Πρώτην βολάν πήγαινα μόνη.

Βγήκε έξω με τις ποδίνες του και μύριζε μυρωδικά από ένα σαμπούν, όπως το είπε αράπικα, που είχε φέρει από το Αλέπο.

 

Δεν κατέβηκα από τον Κανδρή. Το ήξερα πως το τελευταίο στοίχημα του κυρ- Λίνου θα ήμουν εγώ, και πως το είχε βάλει στο νου του να με πάρει από τον πατέρα μου, να τον γηροκομώ στα γηρατειά του. Το αισθανόμουν πως κάποια μέρα ο πατέρας μου ίσως και να δεχόταν να πάει ένα τέτοιο στοίχημα, πάνω σ’ έναν γερόν κρασίν. Γιατί είχε λλίγην δύναμην, και δεν είχεν όνομαν γεμάτον. Και γιατί γελούσε πάντα με ένα χε χε χε, παντές κι ήταν ένας άγιος. Και γιατί η μάνα μου με την αγιοσύνη της δεν του είπε ποττέ της όχι. Μέσα στον νουν αυτού του αξύριστου γέρου ήμουνα ήδη γαίμαν του. Γιατί από την νύχταν εκείνην του 966 που γεννήθηκα αν πάμε πίσω στην ημέραν που έτυχε στον αρχοντικόν του στάβλο η μάνα μου ήτανε εννιά μήνες σωστούς. Και γιατί Χαριτίνη; Από τον Λίνο, ναι τον Λίνο, τα περίμενα όλα.  Θα τα μέτραγεν ούλλα η πονηρκά του! Δεν ήταν της αισχύνης όλα αυτά; Ρωτώ σας.

 

«Ήρθα να σου πω πως δεν πρέπει να κερδίσεις το στοίχημα κυρ-Λίνο. Γιατί αν ήθελες το κερδίσεις ήθελες πάρει και το επόμενο και δεν θα μείνει τίποτε στον κυρ- Καλλιγά τον κύρη μου. Αυτό είναι που θέλεις; Βάλθηκες να μας αφανίσεις όλους σαν οικογένεια; Κι εσύ στην ίδια οικογένεια είσαι, δεν είσαι; Κι εσύ από το ίδιο παστό κρέας τρως και τα ίδια γαλακτερά χορταρικά χορταίνεις. ΄Ηρθα να σου πω πως θα κάνω ό,τι περνάει από τη χείρα μου να σ’ εμποδίσω να πάρεις το στοίχημα, να μηδέν το κερδίσεις ακόμα κι αν το κερδίσεις. Και μηδέν με πεις κακή. Γιατί δεν είμαι. Έχω σκοπό να σε καλέσω απόψε στο αρχοντικό μας, ήρθα όμως να σου τα πω από κοντά. Δεν έφερα φυτά εγώ από το Αλέπο και δεν βγαίνει καπνός από το στόμα μου όταν τα καις και τα βάζεις μέσα σου. Έμαθα για τα όμορφα φυτά σου. Δεν είναι καλλωπιστικά. Επί τέλους, δεν θα γελάσω χε χε χε σαν τον πατέρα μου. Θα σας τα πω χαρτίν και καλαμάριν. Υποδουλωθήκατε στο παιχνίδι και στην εξαφάνιση της φιλίας. Μα αν θέλετε να παίξετε στοίχημα αυτή τη φορά θα έχετε να κάνετε με του λόγου μου.  Άγε κυρ-Λίνο, άγε, άηκε! Μηδέν με ντύνεις με τα σάβανα ενόσω ζω. Γιατί ένι τούτο που κάμνεις. Γιατί είναι σάβανον ο πόνος, γιατί είναι σάβανον το ψέμαν. Άφησε πρώτα να πεθάνω και ύστερις κάνε ό,τι θέλεις. Βάζω στα κάρβουνα δυο πέρδικες. Τις έπιασεν ο Πασικράτης. Τις παραγέμισα με λιωμένον χαλλούμιν και αμύγδαλα κουπανισμένα σαν μες’ στ’ αλεύριν εγίνηκαν έναν. Η μάνα μου μου άφησε το μαειρκόν ολόδικό μου. Σήμερα θα καμαρώνει τις πάστρες μου από ψηλά. Έχω και κράμβην βραστήν λουσμένην σε βρασμένα γλυκά δαμάσκηνα, ποτισμένα με γλυκόν κρασίν, σαν αυτόν της κοινωνίας, και κάπου-κάπου θα βρίσκεις να τραγανάς κανέναν φουντούκι στα δαμάσκηνα. Και το κρασίν που θα λούσω την κράμβη, από το περσινό μας ένι. Δεν είμαι κακή. Θωρείς; Τον πατέρα μου έχω κάτω από τη σκέπη μου. Έλα να φάμεν να μονιάσετε.

Έμεινεν αμίλητος.

 

Πήγα πίσω και είχα ένα σχέδιον.

Στο κελλάριν είχαμεν 23 μεγάλα, πελώρια ήθελα να πω, κόκκινα, σκαρλάτα πιθάρια κράσιν των τελευταίων 30 χρόνων. Ο Καλλιγάς ο κύρης μου το φύλαγε, και είτε το κερνούσε σε φίλους που ταξίδευαν από άλλα χωριά να το γευτούν είτε το μοσχοπουλούσε. Μα έναν από αυτά τα πιθάρια είχεν κρασίν πολλά παλαιότερον. Ήταν ακριβώς του 966. Είχαμε ξυνηστέριν και μαυροδάφνην, μοσχάτον, και έναν καλλύτερον ακόμα που συναγωνιζόταν το κρασίν Αφάμης των Κούπετρων. Μα εκείνη την εχρονίαν το κρασί είχε μιαν άλλην γεύσην, δύσκολην να την έβρει ο καθένας. Είχεμ μιαν άλλην μυρωδκιάν αλλιώτικην. Είχε βάλει η Ερμώνασσα έτσι για δοκιμή δυο-τρία φύλλα ύσσωπο στο φελλό από μέσα. Δεν ήξερα τον ύσσωπο. -Ου, ου, ου, Παναγία μου! Εν ηξέρεις ήντα  'ναι  ο ύσσωπος; Ρωτούσεν και ξαναρωτούσεν η Ερμώ. Ιννέ, μόνον εδώ και στην Άγια Γην τον βρίσκεις! Μυρίζει σαν ηδύοσμον άγριον. Άηκε, άηκε! Ο Δαυίδ μ’ αυτόν ζητούσε να ραντιστεί. Στους ψαλμούς του. Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Κύριε ελέησον!

Ύσσωπο να σε ραντίζουν για να καθαρίσεις! Και τώρα στο κρασίν; Και καθένα από άλλην συγκομιδήν. Κάθε βαρέλιν είχεν την εχρονίαν επάνω που τώρα ήταν όρος, έμπαινε στη γυάλινη φιάλη  που το φιλοξενούσε. Θα βάζαμε στο στοίχημα μανιχά κρασίν που δυο σοδειές. Μιαν που γεννήθηκα και μιαν που ήμουν στα τριάντα μου. Η φιάλη είχε φελλόν και πάνω στο φελλόν  γραφόταν με πυρακτωμένο χοντρό καρφί η χρονολογία που κλείστηκε στο γυαλί. Αυτοί οι αριθμοί είχαν ορισμένοι κάτι κοινό μεταξύ τους. Είχαν τους ίδιους αριθμούς που μπορούσαν να διαβαστούν  ανάποδα. Κι αντί για 966, ο ίδιος αριθμός θα μπορούσε να διαβαστεί και 996, τριάντα χρόνια μετά, όπου εγεννήθηκα. Και είχαμε κρασίν και από τις δυο αυτές χρονολογίες. Αν γυρίσεις πάνω-κάτω το 966 γινίσκεται το 996, έτος της περσινής σοθκειάς μας. Αν έβρισκεν τη μιαν θα λέγαμεν την άλλη. Χε χε χε! Μα ήταν εύκολον, εύκολον σαν το έναν, δύο, τρία για τον κυρ-Λίνον, όσον εύκολον ήταν να βρει έναν φρέσκον χυμόν στην καντήλαν του. Αυτός; Αυτός ο πανούργος ούλλα ήξερεν τα! Ούλλα!

 

Η ιδέα μεγάλωνε στο μυαλό μου, η ιδέα της αμαρτίας, της κλεψιάς για έναν σκοπόν καλόν, γιατί κι αυτό κακοσύνη ήταν, να γυρίσω τη φιάλην την ώρα που θα γευόταν ο Λίνος το κρασίν, την ώραν που θα έλυνεν το στοίχημα. Η ιδέα πως θα τον παγίδευα μου άρεσε. Με ενθουσίαζεν. Αν έλεγε το ένα θα υποστήριζα το άλλο. Φτάνει να γύριζα τον φελλόν. Λλίον ανήθικον αυτόν, αλλά...αλλά...τι είχε μείνει τάχατε ηθικό στον Λίνον που εμείς δεν υποστήκαμε. Όι, όι! Εν ένι κυρ-Λίνος! Ο κύρης μου είναι κύρης. Αυτό ο αθώος, ο άκακος, το ψουμίν το αμίσητον.

 

Και τώρα, αυτή η είδηση για τη μάνα του κυρ-Λίνου που είχα το όνομά της σαν φίδι με περιτριγύριζε το βράδυ. Γιατί Χαριτίνη; Ρώτησα μια μέρα τον κύρη μου. Μα αυτό έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Χαριτίνη γιατί γεννήθηκες στις 5 του Οκτώβρη της Αγίας Χαριτίνης, κόρη μου. Για τούτον. Εν λλίον να γεννηθείς μιαν τέθκοιαν ημέραν;

Τα φίδι με έζωναν ακόμα πιο πολύ.

 

Ήρτεν η μέρα τσαι νύχτωσεν γλήορα. Κάθισε με το ένα πόδι στο άλλο και το αράπικο σαμπούν του Αλέπο μας έζωσε. Ακόμα κι αυτό με ενοχλούσε. Μα πριν προφτάσω να πω πως είχε κερδίσει ή χάσει, ο Καλλιγάς ο πατέρας μου σηκώθηκε από την ψάθινη καρέκλα του και είπε χώρις να γελάσει ενώ ο κυρ-Λίνος έψαχνε ακόμα για την εχρονίαν του κρασιού.  

 

-Αυτό το κρασί είπε, ενώ παιδευόταν και ίδρωνε, είναι του...είναι του...

 Μα δεν πρόλαβε να τελειώσει...  

 

«Φτάνει κυρ-Λίνο. Δεν θα κερδίσεις αυτό το στοίχημα. Είσαι παγιδευμένος και δεν θα σου πω το γιατί. Πες στην κορούδα μου για το στοίχημα, το στοίχημα του ονόματος.»

«Ε, ε ποιανού ονόματος;»

«Α! Αν το ξέχασες να το πω εγώ. Χαριτίνη, πριν ακόμα γεννηθείς ο κυρ-Λίνος έβαλε μαζί μου στοίχημα πώς να σε βαφτίσουμε. Αν κέρδιζε θα έβγαζε τη μάνα του, αν κέρδιζα εγώ θα σε λέγαμε Ροδόκλεια το όνομα της μάμμης σου. Και έγραψε ένα Χ σ’ έναν φύλλον ελιάς, και ένα Ρ σ’ έναν άλλον. Θα διάλεγα εγώ από τα δυο, και πήρα εκείνο που είχε το αρχικό Χ. Μα σαν γεννήθηκες τη μέρα της Αγίας Χαριτίνης, στις 5 του Οκτώβρη, δεν χρωστούσα πια τίποτε στον Λίνο. Μια μέρα ωστόσο όταν μου έδωσε τις ποδίνες του να τις προβάρω, έκανα να δω τον πάτο τους και άνοιξε ο πάτος και είχε μιαν κρύφτην, και βρήκα το άλλο φύλλο της ελιάς κρυμμένον, ξεχασμένον, εκείνο που δεν είχα διαλέξει. Και είχε κι εκείνο ένα Χ γραμμένο. Ό,τι κι αν διάλεγα θα σε βγάζαμε Χαριτίνη. Ο Θεός δεν το θέλησε να γίνεις παιχνίδι, γι’ αυτόν και εγεννήθηκες την ημέραν της Αγίας.»

 

Ο Λίνος ήταν τώρα σιωπηλός. Μεμιάς σηκώθηκε και είπε με καμάρι. «Καλλιγά, την νύχταν εκείνων των Φώτων ήρθε η γυναίκα σου στο αρχοντικό μου, και έφυγε το πωρνόν. Ήρθε και κοιμήθηκε κάτω από τα ίδια στρώματα με μένα. Σε ξεγέλασε... γιατί η Χαριτίνη είναι δική μου κόρη.»

 

Ο πατέρας μου χαμογέλασε μα δεν ήταν πια εκείνο το γέλιο που έκανε πάντα.

Στην ώρα πάνω ακριβώς κτύπησε η θύρα και μπήκε η Ερμώνασσα. Κρατούσε ένα πρόσφορο και ένα πινάκιο που είχε πάνω μια φιάλη με πορτό, όπως το λαλούσασιν παλιά, κρασίν με σιτάριν που φτιάχνουμε στο χωριό. Άκουσε τα λόγια του Λίνου και καρφώθηκε!

 «Δεν ήταν η Ινδιρώ κυρ-Λίνο που μπήκε στο στρώμα σου. Εγώ ήμουν, η Ερμώνασσα. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις μια γυναίκα από μιαν άλλην;  Ήμουνα πάντα ερωτευμένη μαζί σου, μωροκοπελλούδιν αξύριστον, αππωμένε. Έννα σε στρώσω εγιώνι!»

 

Τα στοιχήματα διαλύθηκαν από εκείνη τη ημέρα. Ο κυρ-Λίνος και η θεία  Ερμώνασσα αρμάστηκαν λίγες μέρες μετά, έτσι που έναν πείσμαν του κυρ-Λίνου γιατί να μην του το πει πως τον αγαπούσεν. Καιρός του ήταν να αρμαστεί, παράγινεν το πράμαν. Και ο πατέρας μου μιαν  ημέραν μετά τη λειτουργία στον Άγιο Μνάσονα πήγε στον κάθε συχωριανό και του έσφιξε αλλιώτικα το χέρι. Πιο αντρίκεια. «Να κοπίασετε!» τους είπεν όλους «στο αρχοντικό μου». «Με λένε κυρ-Καλλιγά και δεν έχω κάνει κακό σε κανένα. ’Εχω τσαι γιορτήν. Γιορτάζω στις...στις...να...στις πενήντα έξη μέρες μετά την Λαμπράν, των Αγίων Πάντων, μου το έμαθεν ο μέλλων γαμπρός μου ο Αντρικκάς, που είναι διάκος στο Μετόχιν του Κύκκου. Μου ζήτησαν την Χαριτίνη μου, είπα σας το; Ο Αντρικκάς ο Σχίζας που την Χώραν. Μου είπε πως έχω Άγιον. Καλοοοό! Άγιον έχω! Και καλόν σύγαμπρόν μου έχω τον κυρ-Λίνον. Καλοοοό!

Η Ερμώνασσα γελούσε. Κι εγώ μόλις την εύρω μόνην της θα την εχωρατεύσω. Γιατί ένι λλίον σπανός ο κυρ-Λίνος. Καστρίσιης! Και πού το γένιν του να της οξύνει τες βούκες; Έννα είναι χάδιν; Ε; Χάδιν;

Ρωτώ σας!   

 

 

Έρμα Βασιλείου

Χάμπτον Παρκ,

Μελβούρνη

2007

 

Η ιστορία αυτή είναι γραμμένη στην σύγχρονη Ελληνική μας γλώσσα, ανάμειτκη με την Κυπριακή διάλεκτο, όπως η συγγραφέας πιστεύει πως θα μιλιόταν περίπου, τον δέκατο μ.Χ. αιώνα.)

 

 


 



 


1
Eρμα Βασιλείου
μεταδιδακτορική ερευνήτρια
Australian National  University

  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΡΜΑ      erma.vassiliou@anu.edu.au  
 

 


 

 

  
 

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info