ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 

 




 



GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

Μέρος πρώτο: Η Αθηναϊκή Δημοκρατία

 

Την Πέμπτη, 22 Μαρτίου, στο πλαίσιο των Σεμιναρίων Ελληνικής Ιστορίας και Ελληνικού Πολιτισμού που γίνονται υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας, μίλησα για το αρχαίο ελληνικό δράμα, και εστίασα την προσοχή μου στην τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη.

Από τις ερωτήσεις και τη συζήτηση που ακολούθησαν την ομιλία διαπίστωσα το ενδιαφέρον του ακροατηρίου για το συγκεκριμένο θέμα, αλλά και για το αρχαίο δράμα γενικότερα, καθώς και για τις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες, στο πλαίσιο των οποίων διαμορφώθηκε, και τις οποίες σε μεγάλο βαθμό απηχούσε.

Σκέφτηκα λοιπόν πως από τη στήλη αυτή θα μπορούσα να αναφερθώ σε πτυχές της Αθηναϊκής δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του 5ου π. Χ. αιώνα, ο οποίος πέρασε στην ιστορία ως ο Χρυσούς Αιώνας, και ο οποίος δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άνθηση της τραγωδίας, του σατυρικού δράματος και της κωμωδίας.

Στη συνέχεια θα κάνω μια επισκόπηση του έργου των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών της Αθήνας, - Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη - , και θα κλείσω τη σειρά αυτή με μια πιο διεξοδική ανάλυση της τραγωδίας Αντιγόνη, στην οποία ο Σοφοκλής θίγει πολλά θέματα που σχετίζονται με την αθηναϊκή δημοκρατία, όπως ο νόμος και η παρανομία, η δικαιοσύνη και η αδικία, ο ανθρώπινος και ο θείος νόμος, η θέση των γυναικών στην αθηναϊκή κοινωνία, καθώς και οι συνέπειες που προκύπτουν από την υπέρβαση του άγραπτου νόμου.

Η αθηναϊκή δημοκρατία διαμορφώθηκε κατά το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα, και έφτασε στο απόγειό της λίγο μετά τα μέσα του 5ου μ.Χ. αιώνα, με κύριο πρόσωπο τον Περικλή.

Το 1992 η διεθνής κοινότητα εόρτασε τα 2.500 χρόνια της δημοκρατίας, λαμβάνοντας ως αφετηρία αυτού του διαχρονικού ταξιδιού θεσμών και ιδεών τη συμβατική χρονολογία της μεταρρύθμισης του αθηναϊκού πολιτεύματος από τον Κλεισθένη το 508 π.Χ. Το μήνυμα του εορτασμού των 2.500 χρόνων στο τέλος του 20ού αιώνα υπήρξε η παγκόσμια αναγνώριση της δημοκρατίας ως του μοναδικού πολιτεύματος που διασφαλίζει την πολιτική νομιμότητα και εγγυάται τη συνύπαρξη των ανθρώπων σε πολιτισμένες κοινωνίες.

Το ότι η δημοκρατία ανάγεται στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, ο οποίος συν τοις άλλοις δημιούργησε έργα ύψιστης πνευματικής και καλλιτεχνικής αξίας, τα οποία αποτελούν το υπόβαθρο του Δυτικού πολιτισμού, αποτελεί ύψιστη αναγνώριση του ελληνικού πνεύματος.

Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν η πιο σημαντική κατά την αρχαιότητα, και σήμερα αναγνωρίζεται ως η αρχαιότερη του κόσμου. Αποτελεί το πιο μελετημένο, και το πιο επίκαιρο, θα έλεγα, θέμα της κλασσικής ελληνικής ιστορίας. Επιπλέον, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της αθηναϊκής δημοκρατίας διαμορφώθηκαν υπερχρονικές και καθολικές αξίες, στις οποίες έστρεψε την προσοχή της η Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης (14ος – 16ος αιώνας).

Η αξία της αθηναϊκής δημοκρατίας επαυξάνεται και από το γεγονός ότι προέκυψε χωρίς αντίστοιχο πρότυπο και χωρίς προηγούμενη θεωρητική επεξεργασία, και έφτασε στο απόγειό της μέσα σε λίγες δεκαετίες, ενώ στη σημερινή της μορφή έφτασε μετά από διεργασίες που διήρκησαν πάνω από δύο εκατονταετίες.

Θα πρέπει εκ προοιμίου να αναφερθώ στις επιφυλάξεις κάποιων πολιτικών επιστημόνων για το αν το πολίτευμα της Αθήνας κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα ήταν πραγματική δημοκρατία, αφού η οικονομία της στηριζόταν στους δούλους, και οι γυναίκες και οι μέτοικοι (κάτοικοι της Αθήνας που δεν ήταν Αθηναίοι) δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα.

Θα έλεγα πως το λάθος που κάνουν οι πολιτικοί αυτοί επιστήμονες για την αθηναϊκή δημοκρατία είναι ότι την επικρίνουν με γνώμονα τα δεδομένα της εποχής μας. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η μεγαλύτερη σύγχρονη δημοκρατία, στηρίχθηκε στο θεσμό της δουλείας για πολλά χρόνια. Όσο για τις γυναίκες, μόνο τις τελευταίες δεκαετίες πήραν το δικαίωμα της ψήφου.

Από την πλευρά τους, οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα με το δίκαιό τους δεν θα αναγνώριζαν τα σύγχρονά μας πολιτικά καθεστώτα ως δημοκρατικά, αφού ο λαός δεν κυβερνά άμεσα, αλλά αντιπροσωπεύεται από άτομα που στην πλειονότητά τους δεν τα γνωρίζει προσωπικά.

Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι Αθηναίοι δεν εξέλεγαν τους αντιπροσώπους τους, οι οποίοι θα αποφάσιζαν στο όνομά τους, χωρίς καν να τους γνωρίζουν, αλλά οι ίδιοι συμμετείχαν στη λήψη αποφάσεων νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής φύσης. Με άλλα λόγια, ήταν αυτοκυβερνώμενοι.

 

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Η άμεση αθηναϊκή δημοκρατία έδωσε σε όλους τους Αθηναίους πολίτες ίσα δικαιώματα, τα οποία κάλυπταν τους ακόλουθους τρεις χώρους: την ισοπολιτεία, την ισονομία και την ισηγορία.

Η πρώτη έννοια ταυτίζόταν με το δικαίωμα ισότητας στον πολιτικό λόγο, με την ελευθερία του λόγου, αλλά και γενικότερα της ελευθερίας.

Η ισοπολιτεία εξασφάλιζε την νομική ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στο κράτος.

Με την ισηγορία εξασφαλιζόταν η ελευθερία του λόγου.

Ο οστρακισμός θα έλεγα πως ήταν το πιο ανακαινιστικό μέτρο της αθηναϊκής δημοκρατίας, το οποίο στόχευε στην αποτροπή τάσεων για την υπονόμευσή της από κάποια επίλεκτα μέλη της.

Με άλλα λόγια, ο οστρακισμός λειτουργούσε ως προληπτική και κατασταλτική εγγύηση για τη λειτουργία του αθηναϊκού πολιτεύματος.

Ο θεσμός του οστρακισμού έδινε στην Εκκλησία του Δήμου τη δυνατότητα να εξορίζει επί ορισμένο χρονικό διάστημα πολίτες που είχαν αποκτήσει κάποια φήμη ή δύναμη στο δημόσιο βίο, αν είχαν την τάση να υπονομέυσουν το πολίτευμα και την ασφάλεια της πόλης.

Ο οστρακισμός λειτουργούσε ως εξής: οι Αθηναίοι πολίτες έγραφαν σε μικρά κεραμίδια (όστρακα) το όνομα εκείνου που επιθυμούσαν να απομακρύνουν από την πόλη. Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος, για να ληφθεί απόφαση οστρακισμού, ήταν απαραίτητο να συγκεντρωθούν έξι χιλιάδες ψήφοι υπέρ ή κατ’ άλλην εκδοχή η απόλυτη πλειοψηφία από έξι, το ελάχιστον, χιλιάδες ψήφους.

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η σχέση μεταξύ της αθηναϊκής δημοκρατίας και του ιδιάζοντος πολιτισμού της Αθήνας, όπως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια του 5ου μ.Χ. αιώνα.

Το ερώτημα που προσπάθησαν να απαντήσουν πολλοί πολιτικοί επιστήμονες είναι αν το πολιτικό σύστημα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την άνθηση του πολιτισμού, ή αν συμβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή αν οι πολιτισμικές εξελίξεις συμβάλλουν σταδιακά στη διαμόρφωση των πολιτικών καθεστώτων.

Η προσωπική μου άποψη είναι ότι το πολίτευμα μιας χώρας δημιουργεί τις συνθήκες για την άνθηση των πολιτισμικών δραστηριοτήτων, όπως ακριβώς έγινε στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα.

Θα κλείσω το σημερινό άρθρο με μέρος από τον Επιτάφιο του Περικλή, ο οποίος εκφωνήθηκε στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404), όταν οι Αθηναίοι έθαψαν τους πρώτους νεκρούς. Τον Επιτάφιο διέσωσε ο ιστορικός Θουκυδίδης στο έργο του «Θουκυδίδου Ιστορίαι».

Ο Επιτάφιος Λόγος του Περικλέους αποτελεί ένα μνημειώδες και αξιόλογο διαχρονικό έργο και ένα παγκόσμιο διδακτικό εργαλείο για νόμους, θεσμούς, αρχές και πολιτεύματα.

Δίνω απόσπασμα από τον Επιτάφιο:

“Το πολίτευμα που έχουμε σε τίποτε δεν αντιγράφει τα ξένα πολιτεύματα. Αντίθετα, είμαστε πολύ περισσότερο εμείς παράδειγμα για τους άλλους, παρά μιμητές τους.

Το πολίτευμά μας λέγεται Δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ασκούν λίγοι πολίτες, αλλά όλος ο λαός. Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μπροστά στο νόμο για τις ιδιωτικές τους διαφορές. Για τα δημόσια αξιώματα προτιμώνται εκείνοι που είναι ικανοί και τα αξίζουν και όχι εκείνοι που ανήκουν σε μια ορισμένη τάξη. Κανείς, αν τύχει και δεν έχει κοινωνική θέση ή αν είναι φτωχός, δεν εμποδίζεται γι’ αυτό να υπηρετήσει την πολιτεία, αν έχει κάτι άξιο να προσφέρει.

Στη δημόσια ζωή μας είμαστε ελεύθεροι, αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις δεν υποβλέπουμε ο ένας τον άλλο, δε θυμώνουμε με το γείτονά μας αν διασκεδάζει και δεν του δείχνουμε όψη πειραγμένου που, αν ίσως δεν τον βλάπτει, όμως τον στενοχωρεί. Αν, ωστόσο, η αυστηρότητα λείπει από την καθημερινή μας ζωή, στα δημόσια πράγματα, από εσωτερικό σεβασμό, δεν παρανομούμε.

Σεβόμαστε τους άρχοντες, πειθαρχούμε στους νόμους και, μάλιστα, σε όσους έχουν γίνει για να προστατεύουν τους αδυνάτους και όσους που, αν και άγραφοι, είναι ντροπή να τους παραβαίνει κανείς».

 

Μέρος δεύτερο: Πολιτισμικές εξελίξεις

 

Στο δύτερο μέρος θα αναφερθώ σε κάποιες πολιτισμικές εξελίξεις στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα, οι οποίες συνδέονταν άμεσα με το δημοκρατικό της πολίτευμα.

Οπωσδήποτε, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκυριακή η άνευ προηγουμένου καλλιέργεια των γραμμάτων και η δημιουργία των αξεπέραστων έργων αρχιτεκτονικής στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι κατά το ένα τρίτο του 5ου αιώνα (431-404) η Αθήνα είχε εμπλακεί σε έναν καταστρεπτικό πόλεμο με την Σπάρτη, ο οποίος είχε συμπαρασύρει και τις άλλες πόλεις.

Στη συνέχεια θα αναφερθώ στα επιτεύγματα του 5ου π.Χ. αιώνα σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, για να στρέψω την προσοχή μου τις ερχόμενες εβδομάδες στο αρχαίο δράμα, και στους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη. Θα κλείσω τη σειρά αυτή για το θέατρο στην αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα με την ανάλυση του δράματος του Σοφοκλή Αντιγόνη, στο οποίο θίγονται βασικά θέματα που αφορούσαν τους Αθηναίους της περιόδου εκείνης, αλλά και θέματα διαχρονικού ενδιαφέροντος.

 

Το αρχαίο θέατρο

Το θέατρο στην Αθήνα του 5ου αιώνα μ.Χ. έφτασε στον κολοφώνα του με τα έργα των τραγικών ποιητών Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη, και τις κωμωδίες του Αριστοφάνη.

Τα θεατρικά έργα της περιόδου εκείνης χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στις τραγωδίες, στο σατυρικό δράμα και στις κωμωδίες. Το σατυρικό δράμα διαφέρει από την κωμωδία, στο ότι ο χορός αποτελούνταν από άτομα που παρουσιάζονταν ως Σάτυροι, οι οποίοι ήταν οπαδοί του θεού Διονύσου. Η κωμωδία καλλιεργήθηκε μετά την τραγωδία και το σατυρικό δράμα, με κορυφαίο δημιουργό τον Αριστοφάνη.

Το αρχαίο δράμα αποτελούσε μια τετραλογία, απαρτιζόμενη από τρεις τραγωδίες που παρουσιάζονταν η μια μετά την άλλη, και ένα σατυρικό δράμα, σκοπός του οποίου ήταν, ως καταληκτικό έργο, με τα ευτράπελα που παρουσίαζε να ανακουφίσει τον συναισθηματικό φόρτο των θεατών από τις τραγωδίες, δημιουργώντας ένα εύθυμο κλίμα. Η κωμωδία δεν ήταν μέρος του αρχαίου δράματος, αλλά αποτελούσε αυτοτελές έργο

Μεταξύ των θεμάτων που διαπραγματεύθηκαν οι θεατρικοί συγγραφείς ήταν και ο πολιτικός λόγος. Με πολιτικό λόγο δεν εννοώ τον κομματικό λόγο, όπως αυτός χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς της εποχής μας, αλλά την κριτική που ασκούσαν οι Αθηναίοι πολίτες για την κοινωνία, για το πολίτευμα της πόλης, για θέματα δικαίου, και άλλα που αφορούσαν την καθημερινότητά τους.

Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη αποσκοπούσαν κυρίως στην πολιτική σάτιρα και χαρακτηρίζονταν από ελευθεροστομία.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο πολιτικός λόγος πρωτοέκανε την εμφάνισή του σε θεατρικά έργα, είτε αυτά ήταν τραγωδίες είτε κωμωδίες. Μετά ακολούθησε η επιστημονική ιστοριογραφία και η φιλοσοφία.

Το αρχαίο δράμα ξεκίνησε ως αναπαράσταση των διονυσιακών παθών, και οι ήρωές του ήταν θεοί και άλλα μυθικά πρόσωπα. Με τον καιρό όμως η τραγωδία διαφοροποιήθηκε και έστρεψε την προσοχή της και σε πολιτικά θέματα, καθώς και σε θέματα όπως η δικαιοσύνη και η αδικία, ο νόμος και η παρανομία, ο γραπτός και ο άγραφος νόμος, και σε προβλήματα που απασχολούσαν τους πολίτες στις Εκκλησίες του Δήμου και στις συνεδριάσεις των Δικαστηρίων

 

Ιστοριογραφία

Ο 5ος αιώνας ανέδειξε τους δύο πρώτους, και μεγαλύτερους ιστορικούς της Ελλάδας, τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Ο Ξενοφών έκανε την εμφάνισή του προς το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα.

Ο Ηρόδοτος (480-420 π.Χ.) καταγόταν από την Αλικαρνασσό, δωρική αποικία στα νοτιοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Αν και δεν ήταν Αθηναίος, στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα ο Ηρόδοτος συνδέθηκε με την Αθήνα και τον Περικλή, και φαίνεται πως επηρεάσθηκε από τις απόψεις και τις ιδέες του, καθώς και από το μεγαλείο της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Η γιγαντιαία πάλη των Ελλήνων, και ιδίως των Αθηναίων, κατά τους περσικούς πολέμους εντυπωσίασε βαθύτατα τον Ηρόδοτο, γι’ αυτό σκέφτηκε να καταγράψει αυτά τα γεγονότα και να τα παραδώσει στις επόμενες γενιές, στο έργο του γνωστό ως «Ηροδότου Ιστορίαι». Για το έργο του αυτό έχει αναγνωρισθεί ως ο πατέρας της ιστορίας.

Ο δεύτερος μεγάλος ιστορικός του 5ου αιώνα που συνδέθηκε με την αθηναϊκή δημοκρατία ήταν ο Θουκυδίδης (460-396 π.Χ.), ο οποίος καταγόταν από την Αλιμούντα, δήμο της Αττικής.

Ο Θυκυδίδης καθιέρωσε τη επιστημονική ιστοριογραφία, καθότι ήταν ο πρώτος που διατύπωσε, και εφάρμοσε, επιστημονκούς κανόνες για τη διακρίβωση των ιστορικών γεγονότων, τα οποία παρουσίασε με ακρίβεια και αντικειμενικότητα.

Επίσης ο Θουκυδίδης αναζήτησε τις αιτίες πίσω από τα ιστορικά γεγονότα που κάλυψε στο έργο του, και κατέβαλε τιτάνειες προσπάθειες για να συλλέξει και να διασταυρώσει τις πληροφορίες του, γι’ αυτό θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς του κόσμου.

Στο ιστορικό του έργο περιγράφει τα αίτια, τις εξελίξεις και τις συνέπειες του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404). Ο ξαφνικός του θάνατος δεν τον επέτρεψε να ολοκληρώσει το έργο του, το οποίο σταματάει στο έτος 411 π.Χ.

 

Ρητορική

Δεδομένου ότι η αθηναϊκή δημοκρατία έδινε στους Αθηναίους πολίτες το δικαίωμα της συμμετοχής, και συμβολής, στα υπό συζήτηση θέματα στην Εκκλησία του Δήμου, αλλά και στα διάφορα δικαστήρια, γρήγορα έγινε αντιληπτό το πλεονέκτημα εκείνων των πολιτών που ο λόγος τους είχε συνοχή και πειστικότητα. Και αυτό γιατί οι πολίτες που είχαν ευφράδεια λόγου είχαν περισσότερες πιθανότητες από άλλους να πείσουν τους συμπολίτες τους για την ορθότητα των προτάσεών τους.

Έτσι στην Αθήνα έκαναν την εμφάνισή τους διδάσκαλοι της ρητορικής τέχνης, μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί σοφιστές, οι οποίοι είχαν εντάξει τη ρητορική στην ευρύτερη πολιτική παιδεία που δίδασκαν.

Στο βιβλίο του «Η Αθηναϊκή Δημοκρατία» - Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999 – ο Καθηγητής Μ. Β. Σακελλαρίου, πρώην Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, γράφει σχετικά:

«Η ρητορική των σοφιστών έχει μια θεωρητική αφετηρία: τη σοφιστική άποψη ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, αλλά κάθε άνθρωπος κρίνει τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει, τι είναι καλό και τι είναι κακό. Κατά συνέπεια οι σοφιστές ρητοροδιδάσκαλοι διδάσκουν τους μαθητές τους πώς να υπερασπίζονται μία θέση και μετά να την αντικρούουν. Οι ακροατές πρέπει να εντυπωσιάζονται και να παρασύρονται. Η επιτυχία του ομιλητή εξαρτάται από τη χρήση κατάλληλων ρητορικών μέσων, όπως η διάρθρωση ενός λόγου, ορισμένοι τρόποι εμφανίσεως των γεγονότων και της διατυπώσεως των επιχειρημάτων, το προσεγμένο λεξιλόγιο, οι πρωτότυπες φράσεις. Μεταξύ των σοφιστών διακρίνονται ως θεωρητικοί της ρητορικής και ευρετές ρητορικών μέσων ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, ο Θρασύμαχος, ο Πρόδικος», σελ. 486.

Βλέπουμε λοιπόν πως η ρητορική δεν συνέβαλε μόνο στην καλλιέργεια του πολιτικού λόγου, αλλά και στην ικανότητα των Αθηναίων πολιτών για τη διαμόρφωση εννοιών και τη διατύπωση των αιτημάτων τους κατά τη συμμετοχή τους στη δημόσια ζωή.

 

Αρχιτεκτονική και και γλυπτική

Μεταξύ όλων των εκφάνσεων πολιτισμού που χαρακτηρίζουν την Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, η αρχιτεκτονική και η γλυπτική καταλαμβάνουν την πιο περίοπτη θέση.

Η Ακρόπολη, με τα ύψιστης τέχνης έργα, αρχιτεκτονικά και γλυπτά, που την κοσμούσαν, δεν είχε μόνο καλλιτεχνική αξία, ούτε και ήταν αποκλειστικά τόπος θρησκευτικής λατρείας, όπως ήταν σε παλαιότερες εποχές.

Για τη δημοκρατική Αθήνα λειτουργούσε και ως δείγμα του ελληνικού πνεύματος, αλλά και ως έκφραση των πολιτισμικών δυνατοτήτων του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είχε, με άλλα λόγια, και πολιτική και ιδεολογική σημασία.

Ενδιαφέρουσα είναι και η θεωρία του Άγγλου αρχαιολόγου J. Boardman που ταυτίζει την πομπή των ιππέων της ζωφόρου του Παρθενώνα με τους 192 Αθηναίους που σκοτώθηκαν το 490 π.Χ. στη μάχη του Μαραθώνα εναντίον των Περσών.

 

Φιλοσοφία

Στο χώρο της φιλοσοφίας το κυρίαρχο πρόσωπο ήταν ο Σωκράτης, τον οποίο έχει αποθανατίσει στους διαλόγους του ο φιλόσοφος Πλάτων, το έργο του οποίου εμπίπτει στον 4ο π.Χ. αιώνα, και ως εκ τούτου δεν ανήκει στο χρονικό πλαίσιο της περιόδου που εξετάζω.

Ο Σωκράτης είχε εισαγάγει τη μαιευτική μέθοδο στις φιλοσοφικές συζητήσεις. Με τη μέθοδο αυτή, προσποιούμενος πλήρη άγνοια για το θέμα της συζήτησης, ο Σωκράτης με εύστοχες ερωτήσεις κατόρθωνε να εκμαιεύει την αλήθεια από τους συνομιλητές του.

Αυτά, όσο πιο συνοπτικά γινόταν, για κάποιες από τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της Αθήνας που ταυτίζονται με την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα.

 

 

Μέρος τρίτο: Αρχαίο δράμα και δημοκρατία

 

Όπως είδαμε πιο πάνω, το θέατρο στην Αθήνα, όπως αντιπροσωπευόταν από τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, έφτασε στο απόγειό του κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ.

Στο πλαίσιο της ελληνικής ιστορίας ο 5ος π.Χ. αιώνας έχει χαρακτηρισθεί ως ο «χρυσούς αιώνας» της αρχαιότητας, λόγω των επιτευγμάτων υψηλού επιπέδου σε ένα πολύ ευρύ τομέα πολιτισμικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια της αθηναϊκής δημοκρατίας, κύριος εκφραστής της οποίος ήταν ο Περικλής. Τα επιτεύγματα εκείνα επηρέασαν καθοριστικά τον Δυτικό πολιτισμό στην εξελικτική του πορεία ανά τους αιώνες.

Εκτός από τον αρχικό θρησκευτικό ρόλο του δράματος, καθώς συνδεόταν με τον θεό Διόνυσο, η αθηναϊκή πολιτεία αναγνώριζε και τον ψυχαγωγικό, παιδαγωγικό, ηθικοπλαστικό και πολιτικό του ρόλο. Στην περίπτωση των τραγωδιών, παρακολουθώντας τις πράξεις των κυρίων προσώπων, οι θεατές συνειδητοποιούσαν τις συνέπειες που προκύπτουν από την αλαζονεία και την υπερβολή σε προσωπικό επίπεδο, καθώς και από την υπεροψία των πολιτικών αρχηγών που ταύτιζαν το πρόσωπό τους με το πολίτευμα, εκτρεπόμενοι έτσι σε πράξεις απολυταρχικές και τυραννικές.

Η πολιτεία, από την πλευρά της, αναγνωρίζοντας την αισθητική και παιδαγωγική αξία του ελληνικού δράματος, παράλληλα με το θρησκευτικό τελετουργικό του χαρακτήρα, είχε καθιερώσει τα «θεωρικά», δηλαδή το αντίτιμο του εισιτηρίου που δινόταν στους άπορους Αθηναίους, για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τις θεατρικές παραστάσεις, οι οποίες γίνονταν την άνοιξη, και κρατούσαν τρεις ημέρες.

Διαπιστώνουμε από αυτό πως το αρχαίο δράμα στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα δεν ήταν μόνο μια μορφή τέχνης με αποκλειστικά ψυχαγωγικούς στόχους, αλλά και ένας κοινωνικός θεσμός που αποσκοπούσε στην καλλιέργεια των δημοκρατικών ιδεωδών, και στο συναίσθημα ότι τα συμφέροντα των πολιτών και η προάσπιση της πολιτείας σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα συμπίπτουν.

Επιπλέον, δεδομένου ότι στην Αθήνα κατά την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε συστηματική δημόσια παιδεία, με την έννοια που την εννοούμε σήμερα, οι Αθηναίοι που δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να προσφεύγουν στους σοφιστές που έκαμναν και το δάσκαλο επί πληρωμή, την στοιχειώδη τους εκπαίδευση την αποκτούσαν με τη συμμετοχή τους στην Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή, στα Δικαστήρια και στο θέατρο.

Με τη δυνατότητα που η αθηναϊκή δημοκρατία έδινε στους Αθηαίους πολίτες για άμεση συμμετοχή στην Εκκλησία του Δήμου, στα δικαστήρια και στο σώμα της εκτελεστικής εξουσίας, το αρχαίο δράμα με την αντιπαράθεση των ιδεών που πρόβαλλε, και με την κριτική σκέψη που ενθάρρυνε, συμπλήρωνε τους δημόσιους δημοκρατικούς θεσμούς στην καλλιέργεια μιας συνείδησης συλλογικότητας, απαρτιζόμενη από άτομα με έντονα ανεξάρτητη προσωπικότητα. Και αυτό καθιστούσε την αθηναϊκή δημοκρατία τόσο διαφορετική από την Σπάρτη, η οποία απαιτούσε την πνευματική και πολιτική ομοιομορφία των πολιτών της.

Μέσα σε αυτό το κλίμα δημιούργησαν τα έργα τους οι τρεις μεγάλοι δραματικοί ποιητές, Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης. Λέω ποιητές, και όχι απλώς θεατρικοί συγγραφείς, γιατί οι τραγωδίες ήταν μια νέα μορφή ποίησης για την εποχή τους, μετά την επική και τη λυρική ποίηση.

Η δραματική ποίηση του 5ου π.Χ., με τα δύο είδη που την απάρτιζαν, την τραγωδία και το σατυρικό δράμα – η κωμωδία αναπτύχθηκε αργότερα - υπήρξε η συνέχεια του Διθυράμβου που είχε καλλιεργήσει ο Θέσπης κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα. Βέβαια οι τρεις προαναφερμένοι δραματικοί ποιητές εισήγαγαν πολλές καινοτομίες, μέχρι που το αρχαίο δράμα πήρε τη μορφή που παρατηρούμε στα διασωθέντα έργα.

Εκτός από τις καινοτομίες που επέφερε καθένας από τους τρεις δραματικούς ποιητές, στα έργα ενός εκάστου παρατηρούνται ιδιομορφίες που τα διαφοροποιούν από τα έργα των άλλων στη δομή, στη θεματολογία και στην αναπαράσταση των κυρίων προσώπων.

 

Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 5ου π.Χ. ΑΙΩΝΑ

 

Το γεγονός ότι το αθηναϊκό θέατρο ήταν ενταγμένο στις δημόσιες εορτές της αθηναϊκής δημοκρατίας, σκοπός των οποίων ήταν η παροχή αναψυχής υψηλής στάθμης στους Αθηναίους, πιστοποιεί τη σημασία που η αθηναϊκή δημοκρατία απέδιδε στο θέατρο, και συγκεκριμένα στο δράμα.

Είναι άκρως ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι η βαθμιαία διαμόρφωση του θεάτρου, και οι μετασχηματισμοί που έγιναν στα δύο είδη του αθηναϊκού δράματος (τραγωδία και σατυρικό δράμα), αλλά στην κωμωδία, κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα, συνέπεσαν με την πορεία που είχε ακολουθήσει η αθηναϊκή δημοκρατία. Ως εκ τούτου, μπορούμε βάσιμα να πούμε πως μεταξύ του αρχαίου δράματος και της αθηναϊκής δημοκρατίας υπήρχε μια αιτιώδης σχέση*.

Για τους παραπάνω λόγους θα ήταν παραπλανητικό αν τις θεατρικές παραστάσεις στην Αθήνα τις χαρακτηρίζαμε απλώς ως ένα καλλιτεχνικό γεγονός. Όλες οι ενδείξεις τείνουν προς την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι το αθηναϊκό θέατρο είχε πρωτίστως κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους, και δευτερευόντως ψυχαγωγικούς.

Στον «Επιτάφιο Λόγο», όπως έχει καταχωρηθεί στην ιστορία του Θουκυδίδη «Πελοποννησιακός Πόλεμος», ο Περικλής είπε τα ακόλουθα για τις δημόσιες εορτές στην Αθήνα:

«Ωστόσο και από τους κόπους πάρα πολλά μέσα βρήκαμε για πνευματική ανάπαυση, με την καθιέρωση εορτών καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου...», «Περικλέους Επιτάφιος», Κεφάλαιο 38.

Παράλληλα με την πνευματική ανάπαυση το αρχαίο θέατρο παρείχε στους Αθηναίους πολιτική παιδεία και ηθική διδαχή, και συνέβαλε στην καλλιέργεια του συναισθήματος της συλλογικότητας και στην ενίσχυση του πολιτικού τους φρονήματος.

Μια άλλη δημοκρατική διαδικασία που σχετιζόταν με το αρχαίο δράμα ήταν ότι οι δραματικοί ποιητές έπρεπε να υποβάλλουν τα έργα τους - μια τετραλογία ο καθένας, απαρτιζόμενη από τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα – σε μια επιτροπή απαρτιζόμενη από Αθηναίους πολίτες, η οποία θα ενέκρινε τρεις τετραλογίες, μια για κάθε μια από τις τρεις ημέρες των θεατρικών παραστάσεων.

Τα έξοδα για κάθε τετραλογία τα αναλάμβαναν τρεις πλούσιοι Αθηναίοι, οι «χορηγοί», όπως τους αποκαλούσαν. Αυτή ήταν μια από τις υποχρεώσεις που αναλάμβαναν οι πλούσιοι Αθηναίοι προς το λαό. Η πολιτεία, από την πλευρά της, πλήρωνε τα θεωρικά, δηλαδή τα εισιτήρια για τους άπορους πολίτες.

Τι πιο δημοκρατικό αυτό! Όλοι οι Αθηναίοι είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τις θεατρικές παραστάσεις, και να ωφεληθούν από τα ηθικοπλαστικά τους μηνύματα. Παράλληλα, οι περισσότερες τραγωδίες ενδυνάμωναν τα δημοκρατικά φρονήματα των πολιτών, διασφαλίζοντας έτσι τη διατήρηση της αθηναϊκής δημοκρατίας, η οποία με τη σειρά της έδωσε στην ανθρωπότητα λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά έργα απαράμιλλου πνεύματος και ασύγκριτης τέχνης.

Οι Αθηναίοι του 5ου π.Χ. αιώνα είχαν κάνει πράξη το ρητό «ευ ζην».

 

Η ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

 

Τα παραπάνω ισχύουν ιδιαίτερα για τις τραγωδίες, τις οποίες οι τρεις μεγάλοι δραματικοί ποιητές – Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης – είχαν καταστήσει θέατρο ιδεών, με τους διαλόγους, τις αντιπαραθέσεις συγκρουόμενων απόψεων, και όχι απλές αναπαραστάσεις από την καθημερινή ζωή, και αναμηρυκασμό κοινοτοπιών.

Ίσως να αποτελεί πρωτιά στην παγκόσμια λογοτεχνία το ότι το αθηναϊκό δράμα, από θρησκευτική τελετουργία που ήταν αρχικά, ανελίχθηκε σε μέσο για τη συζήτηση κοινωνικών, πολιτικών και ηθικών θεμάτων, χωρίς να διακόψει τη σχέση του με τον παραδοσιακό μύθο, και μέσα από τα θρησκευτικά συμφραζόμενα οδηγούσε σε φιλοσοφικούς στοχασμούς, και όχι σε μεταφυσικούς διαλογισμούς.

Ανακεφαλαιώνοντας θα έλεγα πως το θέατρο στα χρόνια της ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας έφτασε στα υψηλότερα επίπεδα καλλιτεχνικής έκφρασης, και αναγνωρίσθηκε από την πολιτεία ως θεσμός που προωθούσε τα δημοκρατικά ιδεώδη, και από τους πολίτες ως μέσο ψυχαγωγίας, αλλά με κοινωνικές, ηθικοπλαστικές και εκπαιδευτικές προεκτάσεις.

Ως θεατής, ο Αθηναίος πολίτης δεν αποτελούσε παθητικό δέκτη, αλλά συμμετείχε στα διαδραματιζόμενα στη σκηνή, βρισκόταν συνεχώς αντιμέτωπος με τα διλήμματα των πρωταγωνιστών, αποκτούσε συνείδηση της συλλογικότητας και της αναγκαιότητας. Τα μεγάλα πολιτειακά ζητήματα τα αντιμετώπιζε με ομοθυμία με τους συμπολίτες του, και με σεβασμό στις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου.

Το αρχαίο δράμα έφθασε στο σημείο της απόλυτης ταύτισης με τη συλλογική συνείδηση των Αθηναίων, με μία σχέση αλληλεπίδρασης. Επιπλέον, μέσα από την πλοκή των διαφόρων τραγωδιών οι Αθηναίοι προετοιμάζονταν για τις λήψεις αποφάσεων στις συναθροίσεις της Εκκλησίας του Δήμου, και στις διαβουλεύσεις των δικαστηρίων, αφού οι πολιτειακοί αυτοί θεσμοί λειτουργούσαν με την άμεση συμμετοχή των πολιτών.

Θα κλείσω το τρίτο με αποσπάσματα από την τραγωδία του Ευριπίδη «Ικέτιδες»:

«Ελεύθερη είναι η πόλη μας, δεν είναι στο χέρι του ενός. Ο λαός κυρίαρχος, δίνει την αρχή σε πολίτες για ένα χρόνο. Προνόμιο δεν υπάρχει για τον πλούσιο. Δικαιώματα έχει τα ίδια κι ο φτωχός.

{...} Κι όπου ο λαός ελεύθερος είναι, βλέπει με χαρά του ν’ ακμάζουν παλικάρια. Μα ο βασιλιάς μισεί ένα τέτοιο πράγμα, κι όπου έξυπνος κι αντρείος, τον εξολοθρεύει, γιατί τρέμει τον θρόνο του μη χάσει».

Μακάρι τα σύγχρονα δημοκρατικά καθεστώτα να αντανακλούσαν τις παραπάνω αξίες.

Σημείωση

*Αιτιώδης σχέση. Η σχέση αιτίας και αποτελέσματος ανάμεσα σε δύο συμβάντα ή σειρές συμβάντων.

 

 

Μέρος τέταρτο - Οι τρείς μεγάλοι τραγικοί ποιητές

 

Από τη στήλη αυτή τις προηγούμενες εβδομάδες αναφέρθηκα στην αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα, η οποία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τις χωρίς προηγούμενο εξελίξεις στα γράμματα, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, το θέατρο, την ιστοριογραφία, τη ρητορική, και έθεσε τα θεμέλια με τον Σωκράτη για τη δημιουργία των μεγαλύτερων έργων φιλοσοφίας με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη κατά τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα.

Στη συνέχεια μίλησα πιο αναλυτικά για το θέατρο ως θεσμό, και την επίδραση που είχε στην εξέλιξη της αθηναϊκής δημοκρατίας κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, με αναφορές στα τρία είδη της δραματικής ποίησης: την τραγωδία, το σατυρικό δράμα και την κωμωδία.

Επειδή το κύριο μέρος της δραματικής ποίησης ήταν η τραγωδία, θα δώσω τον ορισμό της όπως τον διατύπωσε ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στην «Ποιητική του» (1448b-24 κ.ε.):

«Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».

Σε μεταγλώττιση στην νεοελληνική ο ορισμός του Αριστοτέλη έχει ως εξής:

«Τραγωδία είναι, λοιπόν, μίμηση μιας πράξης σοβαρής και ολοκληρωμένης με ανάλογο μέγεθος και ποιητικό λόγο, με διαφορετικό είδος λόγου·στα διάφορα μέρη της, που παρουσιάζεται με δράση και όχι με απλή απαγγελία, και καταλήγει στην κάθαρση μέσα από τη συμπόνια και το φόβο που προκαλούν τα παθήματα των ηρώων».

Με τη φράση «ηδυσμένω λόγω» ο Αριστοτέλης εννοεί ότι η τραγωδία έχει μέτρο, αρμονία και μουσικότητα, δηλαδή τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης. Γιατί πράγματι η τραγωδία χρησιμοποιεί στοιχεία από την επική και τη λυρική ποίηση.

Επιπλέον, κατά την παρουσίαση των τραγωδιών στο κοινό, τον ποιητικό λόγο συνόδευαν η μουσική και η όρχηση (χορός). Για το λόγο αυτό αναφερόμαστε στους αρχαίους τραγωδούς ως δραματικούς ποιητές και όχι ως θεατρικούς συγγραφείς.

Αναφορικά με την «κάθαρση», στην οποία κατά τον Αριστοτέλη οδηγεί η τραγωδία, ο Καθηγητής Μ. Β. Σακελλαρίου, στο βιβλίο του «Η Αθηναϊκή Δημοκρατία» γράφει τα ακόλουθα:

«Η υπόθεση της τραγωδίας τελειώνει με την αποκατάσταση της υπερβατικής τάξεως και την έκβαση του μοιραίου που επίσης είναι μέρος αυτής της τάξεως. Οι θεατές της τραγωδίας, από την πλευρά τους, όσο κλιμακωνόταν η τραγικότητα, συμμετείχαν στα συναισθήματα αμφιβολίας ή ταραχής ή φόβου ή ελπίδας, που εξέφραζαν διαδοχικά άλλοτε τα κεντρικά πρόσωπα, άλλοτε τα δευτερεύοντα, άλλοτε ο Χορός, και ηρεμούσαν καθώς επερχόταν η λύση που προσδοκούσαν ως σύμφωνη με τις τότε επικρατούσες ιδέες περί αμαρτίας και ανταποδόσεως. Η αποκατάσταση της Τάξεως καταπράυνε τη συλλογική ανησυχία που είχε διεγείρει η Αταξία», σελ. 471.

Σήμερα θα αναφερθώ στους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές του 5ου π.Χ. αιώνα, οι οποίοι είναι: ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης.

Και οι τρεις, με το μεγαλόπνοο έργο τους υπήρξαν πρέσβεις της υψηλής αυτής τέχνης, συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη του τραγικού δράματος στην Αθήνα, και υπήρξαν οι κυριότεροι διαμορφωτές του.

 

Αισχύλος

Ο Αισχύλος γεννήθηκε το 525 π.Χ. στην Ελευσίνα. Ήταν γιος του Ευφορίωνα, του γένους των Κοδριδών. Ήταν Αθηναίος πολίτης και πήρε μέρος στις μάχες κατά των Περσών στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα.

Είναι ο πρώτος που εισήγαγε πολύπλοκα σκηνικά και σκηνικές μηχανές στο θέατρο και πρόσθεσε και δεύτερο ηθοποιό. Λέγεται ότι κέρδισε το πρώτο βραβείο 28 φορές.

Έργα του Αισχύλου, που έχουν διασωθεί είναι: «Αγαμέμνων» «Ευμενίδες» «Χοηφόροι» «Πέρσες» «Προμηθεύς Δεσμώτης» «Επτά επί Θήβας» «Ικέτιδες».

Πέθανε στη Γέλα, πόλη της Σικελίας, το 456/455 π.Χ.

Κατά κανόνα, τους ήρωές του ο Αισχύλος τους παρουσιάζει με υψηλότερες ηθικές αρχές από τον κοινό άνθρωπο, και τις τραγωδίες του τις χαρακτηρίζει η πλούσια φαντασία και η εκφραστική δύναμη του λόγου του.

Σχετικά με αυτό, στο βιβλίο του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων «Δραματική Ποίηση» αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Οι μορφές που κινούνται στα έργα του είναι τιτανικές, κρατούν ακόμη τις μυθικές τους διαστάσεις και οι συγκρούσεις τους προκαλούν το δέος στο θεατή. Βαθιά θρησκευτική φύση, δε διστάζει να θέσει τα μεγάλα προβλήματα που απορρέουν από την ύπαρξη της θείας πρόνοιας στον κόσμο και την αλαζονεία της ανθρώπινης ύπαρξης», σελ. 30.

Ο Αισχύλος αναγνωρίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους δραματικούς ποιητές του κόσμου.

Οι μεταγενέστεροι τον αποκάλεσαν «πατέρα της τραγωδίας» για το υψηλό επίπεδο της ποίησής του και για τις καινοτομίες που εισήγαγε στην σκηνική παρουσίαση των έργων του.

 

Σοφοκλής.

Ο Σοφοκλής γεννήθηκε στον Kωλονό της Αττικής το 496 π.Χ. και πέθανε το 406, σε ηλικία ενενήντα ετών. Ο πατέρας του, εύπορος Αθηναίος, φρόντισε για την επιμελημένη αγωγή και παιδεία του.

Στην Αθήνα γνωρίσθηκε και συνδέθηκε στενά με πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, όπως με τον Περικλή, τον Σωκράτη, και προς το τέλος της ζωής του με τον νεαρό τότε Πλάτωνα.

Έγραψε 123 τραγωδίες, από τις οποίες έχουν διασωθεί ολοκληρωμένες οι ακόλουθες εφτά:

«Αίας», «Αντιγόνη», «Οιδίπους Τύραννος», «Ηλέκτρα», «Τραχίνιαι», «Φιλοκτήτης», «Οιδίπους επί Κολωνώ».

Εκτιμάται ότι παρουσίασε σε διαγωνισμούς περί τις 30 τετραλογίες, με περίπου 20 από τις οποίες απέσπασε την πρώτη θέση.

Στη δραματική ποίηση ο Σοφοκλής μυήθηκε μέσα από τα έργα του Αισχύλου, με τον οποίο διαγωνίσθηκε σε πολλούς δραματικούς αγώνες. Και με τον νεότερό του Ευριπίδη ο Σοφοκλής ανταγωνίσθηκε, καί όπως ο Αισχύλος υιοθέτησε κάποιες από τις καινοτομίες του Σοφοκλή, έτσι και αυτός ενσωμάτωσε στις τελευταίες τραγωδίες του ανακαινιστικά στοιχεία του Ευριπίδη.

Στις τραγωδίες του, που τις χαρακτηρίζουν η περίτεχνη δομή, ο υψηλός στοχασμός και οι τέλειες αναλογίες στα χορικά και στους διαλόγους, ο Σοφοκλής θέτει τους ήρωές του αντιμέτωπους με τα μεγάλα ανθρώπινα διλήμματα της εποχής του, πολλά από τα οποία ισχύουν και για τη εποχή μας.

Οι τραγωδίες του Σοφοκλή μπορεί να μην έχουν την ποιητική φαντασία και τη μεγαλοπρέπεια των σκηνικών παραστάσεων του Αισχύλου, έχουν όμως περίτεχνη δομή, και οι συγκρούσεις μεταξύ των κυρίων προσώπων αντανακλούν το ήθος και τις πεποιθήσεις τους, και απηχούν σε μεγαλύτερο βαθμό τις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής του.

Τους ήρωές του ο Σοφοκλής τους παρουσιάζει εξιδανικευμένους, όπως κατά την αντίληψή του θα έπρεπε να είναι, ενώ ο Αισχύλος τους θέλει με υπεράνθρωπες δυνάμεις. Σε αντίθεση, τα κύρια πρόσωπα στις τραγωδίες του Ευριπίδη είναι άνθρωποι της καθημερινότητας, με τις αρετές και τις αδυναμίες τους.

 

Ευριπίδης

Ο Ευριπίδης γεννήθηκε στην Σαλαμίνα γύρω στο 480 με 485 π. Χ. Ήταν γιος του εύπορου κτηματία Μνήσαρχου, και έλαβε μεγάλη μόρφωση. Επηρεάστηκε από τον Ηρόδοτο, το Φειδία, τον Αναξαγόρα και τους σοφιστές. Ήταν κλειστός και ιδιόμορφος χαρακτήρας αλλά νοιαζόταν για την πατρίδα του.

Λίγα χρόνια πριν το θάνατό του πήγε στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, όπου και πέθανε το 406 π. Χ.

Από τα έργα του Ευριπίδη σώθηκαν ολοκληρωμένα τα ακόλουθα 18 δράματα:

«Άλκηστις», «Μήδεια», «Ηρακλείδαι», «Ιππόλυτος», «Ανδρομάχη», «Εκάβη», «Ηρακλής μαινόμενος», «Ικέτιδες», «Ίων», «Ηλέκτρα», «Τρωάδες», «Ιφιγένεια η εν Ταύροις», «Ελένη», «Φοίνισσαι», «Ορέστης», «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι», «Βάκχαι», και το σταυρικό δράμα «Κύκλωψ».

Στα έργα του Ευριπίδη οι ήρωές τους είναι καθημερινοί άνθρωποι, με πάθη και αδυναμίες, και οι οποίοι θεωρούνται υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, και τις συνέπειές τους, τις οποίες δεν απέδιδαν σε κάποιες ανώτερες δυνάμεις.

Ο Ευριπίδης εισήγαγε την καινοτομία του από μηχανής θεού. Το έργο του ακολούθησαν τόσο οι Λατίνοι και οι Αναγεννησιακοί όσο και νεότεροι Ευρωπαίοι.

Τα θέματα που διαπραγματεύεται ο Ευριπίδης στα έργα του αντανακλούν τα πολιτικά και ηθικά ζητήματα της εποχής του, και οι κύριοι χαρακτήρες του δεν διαφέρουν από τους συγκαιρινούς του.

Ο Ευριπίδης δεν βλέπει τον Αθηναίο συμπολίτη του ως παθητικό δέκτη των μηνυμάτων των τραγωδιών του, αλλά ως ενεργό μέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας, με καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτική πρόοδο της πολιτείας.

Με αυτό ως οδηγό, φρόντισε οι θεατές να βρίσκονται αντιμέτωποι με τα διλήμματα των πρωταγωνιστών των έργων του, έτσι που να ασκούνται στη λήψη αποφάσεων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

 

 

Μέρος Πέμπτο – Η τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη»

 

Στο πέμπτο μέρος κλείνω τη σειρά για την Αθηναϊκή Δημοκρατία, και τις πολιτισμικές εξελίξεις που πυροδότησε κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα.

Το θέμα που θα διαπραγματευτώ σήμερα είναι η τραγωδία «Αντιγόνη» του Αθηναίου δραματικού ποιητή Σοφοκλή. Επέλεξα αυτήν τη συγκεκριμένη τραγωδία γιατί είμαι της γνώμης πως σε αυτήν ο Σοφοκλής πραγματεύεται θέματα που αντικατοπτρίζουν τις δημοκρατικές αντιλήψεις στην Αθήνα της εποχής του, σε αντιπαράθεση με την απολυταρχική νοοτροπία των τυραννικών καθεστώτων που επικρατούσαν ως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.

Επίσης, στην τραγωδία του αυτή ο Σοφοκλής θίγει το ζωτικό θέμα για ένα δημοκρατικό καθεστώς: την ισχύ και την αυθεντία των γραπτών νόμων σε αντιπαράθεση με τους άγραφους πατροπαράδοτους νόμους. Παράλληλα απεικονίζει τη σύγκρουση της προσωπικής συνείδησης με τις επιταγές της πολιτείας, ιδιαίτερα όταν αυτές έχουν απολυταρχικό χαρακτήρα.

Η Αντιγόνη είναι η ηρωίδα, η οποία συγκρούεται με την ανδρική εξουσία, όχι για να επιβάλει την προσωπικότητά της, ή από εκδικητικότητα, αλλά γιατί υπακούει στη συνείδησή της, τιμάει την οικογένειά της, και σέβεται τις επιταγές του εθιμικού νόμου.

Πριν επεκταθώ στη συζήτηση των θεμάτων που ο Σοφοκλής διαπραγματεύεται στην τραγωδία αυτή, θα βοηθήσει στην παρακολούθησή τους μια συνοπτική αναφορά στην πλοκή της τραγωδίας. Δεν θα επεκταθώ στον μύθο που αναφέρεται στον Οιδίποδα, πατέρα της Αντιγόνης, γιατί ο χώρος δεν το επιτρέπει.

Αρχίζω από το θάνατο του Οιδίποδα, βασιλιά της αρχαίας Θήβας. Από τα τέσσερα παιδιά του Οιδίποδα, τα δύο αγόρια, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, αποφάσισαν να βασιλεύουν εναλλακτικά, κατά ένα χρόνο το καθένα τους.

Τον πρώτο χρόνο βασίλεψε ο Ετεοκλής, αλλά όταν ήρθε η ώρα να παραδώσει την εξουσία στον αδελφό του, δεν το έκανε και ο Πολυνείκης τότε πήγε στο Άργος, πήρε τους Αργείους συμμάχους του και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Σε μονομαχία μεταξύ τους αλληλοσκοτώθηκαν τα δύο αδέλφια και τότε την εξουσία πήρε ο Κρέων, αδελφός της μητέρας τους Ιοκάστης. Αυτός διέταξε να θάψουν με τιμές τον υπερασπιστή της Θήβας, τον Ετεοκλή, αλλά να αφήσουν άταφο, τον Πολυνείκη. Όμως, η αδελφή τους Αντιγόνη έκρινε πως η απόφαση του Κρέοντα ήταν ενάντια στους θείους νόμους, και ζήτησε από την αδελφή της Ισμήνη να την βοηθήσει να θάψουν τον νεκρό αδελφό τους, το πτώμα του οποίου βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης.

Όταν η Ισμήνη αρνήθηκε να βοηθήσει, λέγοντας πως οι πολίτες δεν πρέπει να παραβαίνουν τους νόμους της πολιτείας, ούτε και οι γυναίκες να πηγαίνουν ενάντια στους άντρες, η Αντιγόνη αποφάσισε να θάψει τον αδερφό της μόνη της, πράγμα που έκανε.

Τελικά όμως την έπιασαν οι φύλακες και την οδήγησαν στον Κρέοντα, ο οποίος δεν δίσταξε να την καταδικάσει σε θάνατο, κλείνοντάς την ζωντανή σε μια σπηλιά.

Ο Αίμονας, γιος του Κρέοντα, και μνηστήρας της Αντιγόνης, όταν έμαθε το νέο για την καταδίκη της Αντιγόνης, συμβούλεψε τον πατέρα του πως οι πολίτες της Θήβας θορυβήθηκαν για την σκληρή απόφαση του βασιλιά, και τον ικέτεψε να ανακαλέσει την απόφασή του.

Ο Κρέων αρνήθηκε να το κάνει, και κατηγόρησε τον γιο του πως γινότααν υποχείριο μιας γυναίκας. Απελπισμένος ο Αίμων αποχώρησε από την σκηνή, λέγοντας πως ο θάνατος της Αντιγόνης θα προκαλέσει το θάνατο και κάποιου άλλου.

Όταν ο τυφλός μάντης Τειρεσίας έμαθε τα νέα, επισκέφθηκε τον Κρέοντα, και τον προειδοποίησε πως η Θήβα απειλείται από μίασμα, λόγω της απόφασής του να μείνει άταφο το πτώμα του Πολυνείκη, και της καταδίκης της Αντιγόνης σε αργό θάνατο.

Στην αρχή ο Κρέων ήρθε σε αντιδικία με τον Τειρεσία, όταν όμως εκείνος, σαν μάντης που ήταν, του είπε πως και ο ίδιος ο Κρέων θα θρηνήσει τον θάνατο δικών του, αφού είχε παραβεί τους θείους νόμους, ο Κρέων βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Επειδή δε στο παρελθόν οι προφητείες του Τειρεσία είχαν επαληθευθεί, έκρινε πως έπρεπε να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του Τειρεσία, δηλαδή να θάψει τον Πολυνείκη και να αφήσει ελεύθερη την Αντιγόνη.

Ήταν όμως αργά. Μετά την ταφή του Πολυνείκη, όταν πήγε στην σπηλιά όπου είχαν κλείσει τη Αντιγόνη την βρήκε κρεμασμένη, και τον Αίμονα να την αγκαλιάζει. Ο Αίμων, μόλις είδε τον πατέρα του όρμησε να τον σκοτώσει, αλλά τελικά έστρεψε το σπαθί του στο ίδιο του το σώμα και αυτοκτόνησε.

Όταν η Ερυδίκη, γυναίκα του Κρέοντα, έμαθε το τραγικό νέο, αποσύρθηκε στο παλάτι και αυτοκτόνησε. Καταβεβλημένος από το πλήγματα της μοίρας ο Κρέων ζήτησε από τους συνοδούς του να τον οδηγήσουν στο παλάτι, εκεί να θρηνήσει την κακοδαιμονία του.

Η τραγωδία κλείνει με τα ακόλουθα λόγια του Χορού:

«Και πολύ πιο πάνω απ’ όλα η φρόνηση/ είναι της ευδαιμονίας το πρώτο,/

και στα θεία δεν πρέπει ν’ ασεβεί κανείς./ Τα μεγάλα λόγια τους οι αλαζόνες/

με μεγάλα τα πληρώνουνε χτυπήματα,/ για να βάλουν στα γεράματά τους γνώση».

 

ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΑ ΤΥΡΑΝΝΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ

 

Στην τραγωδία του «Αντιγόνη» ο Σοφοκλής θέτει τους Αθηναίους στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα αντιμέτωπους με ένα δίλημμα που έχει πολιτικές, αλλά και ηθικές διαστάσεις, το οποίο φέρνει σε αντιπαράθεση δύο πρόσωπα, τον Κρέοντα και την Αντιγόνη, καθένα από τα οποία υπερασπίζεται με αδιάλλακτη αποφασιστικότητα μια διαφορετική, αλλά ορθή από τη σκοπιά του, θέση.

Από τη μια έχουμε τον Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας, ο οποίος έβγαλε έναν νόμο όπως οι καθιερωμένες ταφικές τελετές να μην ισχύσουν στην περίπτωση του Πολυνείκη, ο θάνατος του οποίου επήλθε ως αποτέλεσμα μιας πράξης προδοσίας κατά της ίδιας της πατρίδας του. Ως βασιλιάς ο Κρέων έχει την αντίληψη ότι καθορίζει τους νόμους της πόλης, και ως εκ τούτου περιμένει την τήρησή τους από όλους τους πολίτες. Στην περίπτωσή του το θέλγητρο της εξουσίας αποδεικνύεται ισχυρότερο από το πατρικό φίλτρο, αφού οι εκκλήσεις του γιου του Αίμονα για αναθεώρηση της απόφασής του να καταδικάσει την Αντιγόνη σε θάνατο τον άφησαν ασυγκίνητο.

Από την άλλη έχουμε την Αντιγόνη, αδερφή του Ετεοκλή, του Πολυνείκη και της Ισμήνης. Ο Σοφοκλής παρουσιάζει την Αντιγόνη ως πρόσωπο που πάνω από το νόμο της πολιτείας τοποθετεί τον εθιμικό, άγραφο νόμο, και θέτει τους οικογενειακούς δεσμούς πάνω από την αναγνώριση της εξουσίας του βασιλιά.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως μέχρι ένα βαθμό οι θέσεις του Κρέοντα και της Αντιγόνης είναι ορθές. Στην περίπτωση του Κρέοντα μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αξίωσή του οι πολίτες να σέβονται και να τηρούν τους νόμους που θεσπίζει, ως ο ανώτατος άρχοντας της πόλης. Όταν ο κάθε πολίτης κρίνει και αξιολογεί τους νόμους με τα δικά του κριτήρια, και αποφασίζει αυτόβουλα αν θα τους τηρήσει ή όχι, τότε η πολιτεία ολισθαίνει σε αναρχία.

Από την πλευρά της η Αντιγόνη νιώθει επιτακτική την ανάγκη να τελέσει τις ταφικές τελετουργίες, γιατί χωρίς αυτές, σύμφωνα με τις θρησκευτικές παραδόσεις της εποχής εκείνης, η ψυχή του αδερφού της Πολυνείκη θα περιφερόταν στη γη χωρίς ανάπαυση. Με αυτό το σκεπτικό είμαι της γνώμης πως οι Αθηναίοι που παρακολουθούσαν τις παραστάσεις της τραγωδίας «Αντιγόνη» έδιναν στην ομώνυμη ηρωίδα του δράματος το δίκαιο, και το άδικο στον Κρέοντα.

Θα έλεγα όμως πως είναι και ένας άλλος λόγος, ίσως ισχυρότερος, για τον οποίο οι Αθηναίοι πολίτες δεν πείθονταν από το επιχείρημα της έννομης τάξης που πρόβαλε ο Κρέων.

Στον διάλογο μεταξύ του Αίμονα και του πατέρα του Κρέοντα, ο Αίμων έκανε γνωστό στον Κρέοντα πως ο λαός της Θήβας ήταν ενάντιος στην καταδίκη της Αντιγόνης σε θάνατο. Στην στιχομυθία αυτή ο Κρέων έκανε τις ακόλουθες ερωτήσεις στις διαδοχικές συμβουλές του γιου του:

- Και λοιπόν μια πόλη θα ορίσει εμένα τι έχω να διατάζω;

- Γι’ άλλον, κι όχι για μένα πρέπει λοιπόν να κυβερνώ τη χώρα;

- Ώστε δε θεωρείται η πόλη εκείνου που είναι ο άρχοντάς της;

Όταν λάβουμε υπόψη πως το πολίτευμα της Αθήνας την εποχή που παίχθηκε η τραγωδία «Αντιγόνη» ήταν δημοκρατικό, και ότι οι αποφάσεις, και οι νόμοι, καθορίζονταν με δημοκρατικές διαδικασίες, αντιλαμβανόμαστε πως ένας από τους κύριους στόχους του Σοφοκλή ήταν να κάνει τους Αθναίους να συνειδητοποιήσουν πόσο τυχεροί ήταν που είχαν απαλλαχθεί από τυράννους του παρελθόντος του τύπου του Κρέοντα.

Με το υψηλό της ήθος, και την αυτοθυσία της για την υπεράσπιση των δίκαιων πεποιθήσεών της, η Αντιγόνη έχει αναχθεί σε αιώνιο σύμβολο αντίστασης σε κάθε μορφή αυθαίρετης και τυραννικής εξουσίας, αλλά και για το σεβασμό του εθιμικού νόμου.

 

Κυριάκος Αμανατίδης,

BA, B. Litt.


  
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info