\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

    

 

 




 
 

 

ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΑ ΠΕΡΙΕΡΓΑ
 


 

 

 

 

Οι ζέστες του καλοκαιριού είχαν βαστάξει πολύ τη χρονιά εκείνη. Βγαίνοντας από το εμπορικό κέντρο είχα πάντα στο νου μου στα μεγάλα σιδερένια  δοκάρια που κρατούν τον οροφή της εισόδου. Τι μεγαθήρια κομμάτια είναι; Κι αν πέσει κανένα;

Στο παγκάκι έξω, πριν το πάρκινγκ, άκουσα Ελληνικά. Μύρισα τσιγάρο! Έφερα την άκρη του λαιμού της ζακέτας στη μύτη. Ζακέτα! Καλοκαιρινή η ζακέτα βέβαια. Η γιαγιά έλεγε μην δείχνετε τις κουτάλες σας. Και με κουτάλες εννοούσε τα μπράτσα. Μια γυναίκα κι ένας νεαρός, ο γιος της ίσως.

«Κοίταξε!», είπε η γυναίκα, «ούτε και τη μυρωδιά του δεν ανέχονται... Πού να πάμε να καπνίσουμε;» Χαμογέλασα και τότε η πιο βιαστική φωνή της με ρώτησε. Θα είχε την ηλικία μου, όχι όμως εγώ τη δική της, στις ερωτήσεις τουλάχιστον.

-Ελληνίδα είστε;

-Ναι! Πώς από δω; Εδώ δεν έχει πολλούς Έλληνες.

Σήκωσε τους ώμους.

-Είμαστε καμιά πενηνταριά όλοι κι όλοι στην περιοχή, είπα. Ε, τώρα να μετράμε πενήντα δύο, συνέχισα, ενώ βιαζόμουν να φύγω από τον καπνό του τσιγάρου, αν και κάτι με τραβούσε να μείνω.

 -Πενήντα ένα, είπε, αλλά δεν κατάλαβα γιατί η αφαίρεση.

-Όχι, πενήντα δυο, έχω πάντα έναν εαυτό που μένει πίσω και μετρά. Μένει πίσω σε όλα.

Αστειευόμουν. Θα μ' έπαιρνε για αλλόκοτη.

Θα το έλεγε σίγουρα και στο γιο της που συνέχιζε να καπνίζει ρεμβάζοντας.

 

-Να! Κοίτα! Το σβήνω! Να!

Το έλιωσε κάτω από στη λαμαρίνα του μεγάλου κάδου έξω από το εμπορικό κέντρο. Είχε μικρά αλλά γεμάτα εξυπνάδα μάτια.

-Πώς σε λένε από πού είσαι και τι δουλειά κάνεις;

Οι ερωτήσεις της πυκνές και βροντερές.

-Δεν εργάζομαι, από εδώ κατάγυρα είμαι, μίλησα

-Πώς σε λεν, δεν μου είπες...

-Εμ!

-Τι; Δεν ξέρεις πώς σε λεν; Μου πέταξε στον Ενικό και πάλι.

-Όχι βέβαια,  Έμ με λένε.

-Εμ;

Ε... Ναι, σας το είπα Έμμε με λένε.

-Τι πάει να πει Εμ;

-Είναι υποκοριστικό του Εμμέλεια. Ναι, σύντομο για το Εμμέλεια.

-Το Εμμέλεια...Εμένα με λένε Κατίνα, Κατ, και γέλασε...και είμαι από την Καλαμάτα. Εσύ δεν μου είπες; Από Ελλάδα;

Της είπα.

Φτάσαμε μετά από λίγη ώρα και στο ότι είχε μια διαφήμιση του γιου της στο ημερολόγιο της εκκλησίας  στο ότι ο παπάς της είχε ζητήσει να γίνει μέλος στο γυναικείο σωματείο της ενορίας και... «να  'ρθεις κι εσύ» είπε.

Τα ψώνια ήταν βαριά. Δυο λίτρα γάλα, και τενεκεδένια κουτιά με φαΐ που αγαπάει η Ρούμπη, η γάτα μου. Χώρια τα υπόλοιπα.

-Έχεις γάτα μωρή;

-Αχά, σπιτόγατα!

 

Μια παράξενη γαλήνη. Η γαλήνη σφίγγει, σφίγγει με σίδερα, καμιά φορά. «Όχι δεν μπαίνω σε σωματεία. Με φοβίζουν οι κατάλογοι. Με φοβίζουν οι σειρές και η προσμονή. Με φοβίζουν πολλά. Ακόμα και τα δοκάρια αυτής της εισόδου.»

-Πω, πω!

Είπαμε να βρεθούμε κάποια μέρα και το κάναμε. Παραγγείλαμε καφέ. Φάγαμε και ένα γλυκό. Μου ξέφυγε και ζήτησα μια τάρτα μαρενγκέ ω σιτρόν. «Τι είναι αυτό;» Με τρέλανε στην ερώτηση.

 

Τώρα τι γίνεται... Το το ήθελα το γαλλικό. Δεν θέλω να μη με σφίγγει η γαλήνη, δεν θέλω να μην με κάνει παρέα η Κατίνα. Το ακούσατε. Μια φορά στη ζωή του συναντάει κανείς μια Κατ που δεν είναι γάτα. Πενήντα είμαστε όλοι κι όλοι σε μια περιοχή που έπρεπε να ήμασταν τουλάχιστον χίλιοι ή περισσότεροι. Μελβούρνη...τόσο άδεια μα τόσο γεμάτη ζωή...δεν υπάρχει πιο χαρούμενη λέξη και πιο λυπημένη μαζί...Και τώρα τι!  Πού θα βρω άλλη Ελληνίδα που να με ρωτήσει από πού είμαι εδώ σ’ αυτό το κουκκούφικο προάστιο του αγνώστου χι, του αγνώστου στρατιώτη, του αγνώστου παρανομαστή, του αγνώστου με βάρκα την ελπίδα; Και τώρα τι.. Και τώρα η ταρτ μαρενγκέ ω σιτρόν θα μου χαλούσε τα σχέδια; Γιατί...πού την γνώρισα...γιατί λέω με τόση τέχνη το όνομά της και γιατί να την προτιμώ από ένα όποιο άλλο γλύκισμα που τρώνε όλοι ανεξαιρέτως. Μου χαλούσε τη ζωή, το γλωσσικό παρελθόν, και τη νέα ηλιαχτίδα της απλότητας και τη 'χηλιαχτίδα' μου, όπως έλεγα, για να βρω την αυθεντία της δασείας του ήλιου...που μου πήρε τη δεκαετία του ογδόντα ο καλός κατά τα άλλα Ανδρέας.  Και του λαού που λέγεται απλά Κατίνα, ούτε Εμ ούτε Ξεέμ της ανωνυμίας του Νότου! Γιατί χωρίς την Κατίνα και τις ίσες φορές που βρεθήκαμε, έστω, και στις κρυμμένες της, του φουμαρίζοντος τσιγάρου της κρυψώνες εγώ δεν μπορώ να την αποχωριστώ την Κατ. Μου είπε πως είχε καταφέρει να μπει στο γυναικείο σωματείο της εκκλησίας και πως ο γιος της είχε πει τελικά το ναι σε μια κοπέλα, μια από όλες, που θα μπορούσαν να της δώσουν ένα εγγόνι. Ένα εγγόνι!

Τόση σκέτη-νέτη και τόσο γοητευτική η ζωή της!

-Έσύ;

«Εγώ τι Κατίνα μου», της είπα εκείνη την ημέρα ... «Να! Εγώ... εγώ έχω εσένα Κατίνα μου. Εσένα να μου λες τα δικά σου.»

-Θα 'ρθεις στο γάμο;

-Αστειεύεσαι;

΄

Και πήγα και χορέψαμε μαζί με τους υπόλοιπους και γνώρισα και τη φαμελιά όλη, και ο σύζυγος ένας οικογενειάρχης Έλληνας, και η φιλία μεγάλωνε απλά ντυμένη και ασυναγώνιστη με τον λιτό τρόπο της απλότητας, όπου ένας μονόχνωτος, σολιτάριος άνθρωπος, εγώ, ποτέ δεν θα ήθελα ν’ ανοίξω περισσότερο στην Κατίνα την καρδία μου να της πω, τι να της πω άραγε. Δεν είχα τόσα όσα είχε εκείνη. Μια ζωή ...κάποιες αστάθμιστες σελίδες...κάποιες σελίδες γράφω, και που δεν ξέρω...ποτέ... ούτε πού πάνε ούτε από πού έρχονται και πού ανεμίζονται τελικά. Γιατί λίγα άδεια, άλλα....αλλά γεμάτα με γεμίζουν...Και φιλία; Ποιος νοιάστηκε για φιλία μέσα στα δασικά συμπλέγματα της ζωής; Και πρόσεχα τα λόγια μου...τα πρόσεχα με τανάλιες της γλώσσας, με κλειδαριές, με λουκέτα, μήνα και μου ξεφύγει τίποτε που να της ήταν άγνωστο και επίμαχα αν και αθώα συναγωνιστικό.

Και μια μέρα έγινε το κακό.

 Μετά από τον καφέ, μετά από το δεύτερο κλεφτό τσιγάρο της μου πέταξε.

-Και τι θα ήθελες να γίνεις αν ήσουνα πιο νέα;

Πιο νέα δεν θα ήθελα να ήμουνα, της χαμογέλασα. Δεν θα το ήθελα. Δεν θέλεις αυτό που είναι αδύνατο να γίνει. Τι θα ήθελα να γίνω...

Χωρίς να χάσω χρόνο είπα με φυσικότητα. Μου ξέφυγαν κι αυτά, όπως και η ταρτ μαρενγκέ ω σιτρόν.

-Να σου το διασαφηνίσω, Αικατερίνη των Μεδίκων ή και της Ρωσίας...όντως... εκ των πραγμάτων, de facta, factum facti, facta fatorum, το θυμάσαι εσύ...είναι πολύ θολά τα κύτταρα του περισσεύοντος μυελού. Πολύ νωθρά, διορθώνω. Και μια vista γεγονότων έγινε το μεγάλο κρεσέντο και το απροκάλυπτο φινάλε και ήταν να γαντζωθώ σαν φαμ φατάλ στην Αυστραλία και να μη χορτάσω να γεμίσω με τις έννοιες των φυσικομαθηματικών μου κυττάρων...με τις ...εξισώσεις του Άλμπερτ Άσνταϊν που αν και επιμελέστατος, σημείωσε, μόλις που κράτησε ένα δεκατρία στις... και λιγότερο θα έλεγα... στον ενικό του και εν τούτοις κυρία μου έγινε το...

-Βίστα, με έκοψε τελείως απότομα και με ματιά αφηρημένου κουταβιού, δείχνοντας πως δεν είχε ακούσει τίποτε άλλο από τη λέξη εκείνη μου κατέβασε ένα τετελεσμένο μέλλοντα.

-Πίστα... την πίστα; Σύχασε, σύχασε... 'Οταν θα έχεις συνέλθει εγώ θα σε έχω πάει στο γιατρό, Ε, κορίτσι μου; Πίστα θέλεις να πεις; Ε; Ε; Και τι έγινε εκείνη τη μέρα... χορέψαμε... έγινε τίποτε στην πίστα που δε μου είπες;  Σε πείραξε κανένας, μωρή;

Να χαρείς Κατίνα της είπα, χωρίς να φύγω από τη φάση που βρισκόμουν, τη συνηθισμένη μου.

 Ξέρεις τι σημαίνει...

 

 

A mental view of a succession

of remembered or anticipated events: "vistas of freedom".Βίστας της ελευθερίας, για παράδειγμα.

 

Η Κατίνα πήρε τσιγάρο και άναψε.

-Αυτό θα ελαττώσει πρωτίστως την διαύγεια πνεύματός σου και θα σου εντείνει το μέγεθος των ακολασιών του...

-Και επί τέλους να απαντήσω πως μέχρι να βρεθεί το ποθητό αποτέλεσμα αλλά τύπου Άινσταϊν, σχετικά με τη νεότητα, που ενώ...

Μα δεν με άφησε ούτε να αναπνεύσω... Καθόμουν ήδη στο αυτοκίνητό της. Η Κατίνα έφερε το χέρι της στο μέτωπό μου. Και μετά επέμενε, επέμενε Και με πήρε στο γιατρό της. Μέσα στη γαλήνη της αθωότητας μου. Ε, και τι έγινε...ο γιατρός δεν μου βρήκε τίποτε. Λογικό κορίτσι είπε πως είμαι. Κι εκείνη τη νύχτα δεν βρήκα τίποτε, απολύτως τίποτε άλλο μέσα μου από μια απλότητα... την απλότητα τού να είμαι εγώ, αυτό που είμαι. Μα το σκέφτηκα χίλιες φορές πως η Κατίνα δεν θα με έκανε πλέον παρέα. Και δεν έκανα λάθος. Δεν ήταν το πρώτο λάθος μου εξάλλου που δεν έκανα, μα ήταν το μοναδικό όμως που δεν θα ήθελα να κάνω. Και την έχασα, και παρότι δυνατή έπεσα σε σκέψεις.

 

Μα μετά από κάμποσες εβδομάδες την είδα να παρκάρει με το Τογιότα της. Κατέβηκε και κρατούσε στα χέρια της ένα πιάτο ντυμένο στο ασημόχαρτο.

-Έλα έξω μου έκανε με το ένα χέρι στον αέρα.

Τι είχε βρε παιδί μου το πιάτο. Ήταν ψηλό το περιεχόμενο σαν τιάρα.

 

-Με μια βίστα των κυττάρων μου, μου είπε, και της λυτρωμένης μου κουζίνας έμαθα για σένα και για τις πομπές των γραμμάτων σου...

-Πομπές; Α! Δεν είναι καλή λέξη αυτή, είπα. Κατίνα πρόσεχε τις λέξεις που διαλέγεις. Να είναι κατάλληλες.

-Των γραμμάτων, δεν είπα τίποτε ξένο, Εμ. Των γραμμάτων, είπα. Κατάλληλη;

Άρχισα να λιγουρεύομαι κάτι που δεν γνώριζα αλλά που υποψιαζόμουν. Κάτι που δεν ήξερα αν ήξερε να φτιάχνει η Κατίνα.

Ε, και; Ρώτησα χαμογελώντας, ενώ είχα τα μάτια μου στην τιάρα που έκρυβε το ασημόχαρτο.

-Και σου έφερα να φάμε και να καρδαμώσουμε μια ταγτ μαγενγκέ ω σιτρόν....διάβολε, και έκανα τόσες πρόβες πριν έρθω. Ω σιτγόν ήθελα να πω.

-Με δέχεσαι πίσω σαν φίλη σου;

-Αστειεύεσαι;

Ναι, την απλότητα τού να είμαστε αυτοί που είμαστε....

Δεν έμεινε ψίχουλο στο πιάτο τη μέρα εκείνη. Ούτε και για τη Ρούμπη. Μα ούτε και η λιτότητα μπόρεσε να εμποδίσει τη γερή φιλία της αποδοχής τού τι αληθινά μας περιγράφει, πρωτίστως, σαν άτομα μιας κοινωνίας.

 

 


 

 







    
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.


Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 mail@anagnostis.au